Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Μορφολεξικό
Πλοήγηση
0
Φάκελος
Αποτελέσματα για: "Σ"
σαρκο-
- το ουσιαστικό σάρκα ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- σαρκοβόρος, σαρκοφάγος.
σιγο-
- το επίρρημα σιγά ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- σιγοτραγουδώ. || σιγοβρέχει.
σιδηρο-
- το ουσιαστικό σίδηρος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- σιδηρουργείο, σιδηροκατασκευή, σιδηρόδρομος.
σιτο-
- το ουσιαστικό σίτος ΄σιτάρι΄ ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- σιτοπαραγωγός, σιταποθήκη.
σκληρο-
- το επίθετο σκληρός και το επίρρημα σκληρά ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- σκληροκόκαλος, σκληρόφλουδος. || σκληροτράχηλος, σκληραγωγώ. || (για άνθρωπο) χωρίς καλοσύνη, συμπόνοια
σκυλο-
- το ουσιαστικό σκύλος ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. που αναφέρονται στον σκύλο:
- σκυλοκαβγάς. || για άνθρωπο άσχημο γενικά ή όσον αφορά ένα μέρος του σώματος
- 2. χαρακτηρίζει κάτι με πολύ αρνητικό τρόπο:
- σκυλοζωή. || σκυλοβαριέμαι, σκυλοβρίζω.
σταυρο-
- το ουσιαστικό σταυρός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις.:
- 1. δηλώνει ότι κάτι έχει σχήμα σταυρού ή μοιάζει με σταυρό:
- σταυροδρόμι, σταυροπόδι.
- 2. αναφέρεται στον Σταυρό ή στη Σταύρωση του Xριστού:
- Σταυροπροσκύνηση, σταυροφορία.
στενο-
- το επίθετο στενός ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- στενόμακρος, στενοσόκακο. || (μτφ.) στενοκέφαλος, στενόμυαλος.
στραβο-
- το επίθετο στραβός και το επίρρημα στραβά ως α΄ συνθετικό
- σε σύνθετες λέξεις:
- στραβοκοιμάμαι, στραβοκομμένος, στραβοπάτημα, στραβομύτης. || (μτφ.) στραβόξυλο. || για δήλωση δυσαρέσκειας
συν-, πριν από φωνήεν ή <τ>, <δ>, <θ> ή <ν>
- & συμ-, πριν από <π>, <β>, <φ>, <μ>, & συγ-, πριν από <κ>, <γ>, <χ>, & συλ-, πριν από <λ> & συρ-, πριν από <ρ>, πρόθημα
- 1. για κάτι που γίνεται μαζί με κάποιον:
- συνιδιοκτήτης, συνοδηγός, συγκυβερνώ, συρρέω, συλλειτουργώ.
- 2. δηλώνει στενή σχέση, ένωση:
- συνομοσπονδία, σύντροφος, συνδέω.
- 3. δηλώνει συγκέντρωση:
- συμμαζεύω.
- 4. δηλώνει ταυτότητα, ομοιότητα:
- συμμετρία, σύμφωνος, σύννομος, συμφωνία, συνομίληκος.