Εξώφυλλο

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία

Προς τη γένεση των πόλεων

Εκδότης: Δημήτριος Β. Γραμμένος

  • 1. Διπλή τράπεζα Αγχιάλου (από το αρχείο του Μ. Τιβέριου).

  • 2. Κάτοψη τούμπας-τράπεζας.

  • 3. Βόρεια παρειά τομής Α.

  • 4. Τμήματα τοίχων από κτήρια στην τράπεζα.

2.4. Η διπλή τράπεζα Αγχιάλου

Μ. Τιβέριος

Διπλή τράπεζα Αγχιάλου

Κοντά στη σημερινή Σίνδο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της Β' Βιομηχανικής Ζώνης Θεσσαλονίκης, υπάρχει ένα αρχαίο πόλισμα, σε θέση γνωστή στην αρχαιολογική έρευνα ως «διπλή τράπεζα Αγχιάλου» (Eικ. 1, 2). Στις αρχές του αιώνα μας, σύμφωνα με τον L. Rey, οι διαστάσεις αυτής της «διπλής τράπεζας» ήταν: 20 μ. το ψηλότερο σημείο της και 300 μ. η μεγαλύτερη διάμετρός της. Η ανασκαφική της εξερεύνηση άρχισε το 1990 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνεχίζεται, με ορισμένα κενά, ως σήμερα.

Ερευνήθηκαν λίγες θέσεις του αρχαίου οικισμού τόσο στην πάνω όσο και στην κάτω τράπεζα. Στη νότια παρυφή της ψηλότερης τράπεζας ανοίχτηκε ένα σκάμμα (Α) διαστάσεων 2 x 4 μ. και βάθους γύρω στα 16 μ. από την επιφάνεια του εδάφους και η μελέτη της στρωματογραφίας του έδωσε ένα πλήρες σχεδόν σχεδιάγραμμα της ιστορίας του αρχαίου αυτού οικισμού (Εικ. 3). Πάνω σε ένα έξαρμα του εδάφους που σχηματιζόταν από παχύ στρώμα άμμου και το οποίο εντοπίστηκε σε βάθος γύρω στα 12 μ., επισημάνθηκε η πρώτη ανθρώπινη εγκατάσταση. Σύμφωνα με τον γεωλόγο Κ. Αλμπανάκη το παχύ αυτό στρώμα της άμμου έχει σχηματιστεί πριν από εκατομμύρια χρόνια, πριν ακόμη δημιουργηθεί ο Θερμαϊκός Κόλπος, από ποτάμιες αποθέσεις, οι οποίες στη συνέχεια καλύφτηκαν από τα νερά λίμνης. Η πρώτη αυτή εγκατάσταση, που χρονολογείται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (13ος-12ος αι. π.Χ.), είχε αναπτυχθεί πάνω σ' ένα στρώμα που είχε δημιουργηθεί από φερτά χώματα μέσα στα οποία υπήρχαν όστρακα από αγγεία της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Πάνω από αυτό το στρώμα εντοπίστηκαν πολλές και επάλληλες εγκαταστάσεις από τις οποίες η νεότερη χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ. Οι ακόμη οψιμότερες φάσεις που σίγουρα υπήρχαν, όπως βεβαιώνουν σχετικά επιφανειακά ευρήματα, φαίνεται ότι έχουν χαθεί από νεότερες επεμβάσεις. Ενδιαφέροντα ήταν τα κινητά και ακίνητα ευρήματα που αποκαλύφτηκαν στο σκάμμα αυτό. Ανάμεσα στα άλλα ήλθαν στο φως διώροφος πεταλόσχημος μαγειρικός φούρνος σε στρώμα που χρονολογείται, από την υστερομυκηναϊκή κεραμική που βρέθηκε εδώ, στον 12ο-11ο αι. π.Χ., οικοδομικά λείψανα διαφόρων εποχών, πιθανά υπολείμματα από εργαστήριο χαλκουργίας του 9ου αι. π.Χ., ωοειδείς εστίες με πήλινους κρατευτές που χρονολογούνται γύρω στο 800 π.Χ., πιθεών του 8ου αι. π.Χ. και μια εργαστηριακή εγκατάσταση του 6ου αι. π.Χ. που προφυλασσόταν με σκέπαστρο από καλαμιές και πηλό. Από τα κινητά ευρήματα σημειώνουμε ένα σπάνιο πτηνόμορφο ειδώλιο που χρονολογείται γύρω στο 800 π.Χ. και την κεραμική, ντόπια και εισαγμένη. Τα εισαγμένα αγγεία στα βαθύτερα στρώματα ήταν σπάνια και ανάμεσά τους ξεχώριζαν όστρακα μιας τροχήλατης, τεφρής (γκρίζας) κεραμικής, γνωστής από πολλές θέσεις της Αν. Μεσογείου, με κέντρο παραγωγής της ίσως τη βορειοδυτική Μ. Ασία και κυρίως την Τρωάδα. Είναι πολύ πιθανόν ότι παρόμοια κεραμική τουλάχιστον από τον 9ο αι. π.Χ. άρχισαν να παράγουν και ντόπια κεραμικά εργαστήρια. Στον 8ο αι. π.Χ. αρχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία της γεωμετρική εισαγμένη κεραμική. Σε στρώμα που χρονολογείται γύρω στο 720 π.Χ. εντοπίστηκαν έντονα ίχνη φωτιάς και μεγάλος αριθμός οστράκων, πολλά από τα οποία συγκολλήθηκαν και σχημάτισαν ολόκληρα αγγεία, εγχώρια και εισαγμένα. Είχαμε λοιπόν εδώ μια καταστροφή. Πλούσια ήταν στο σκάμμα αυτό και τα βοτανολογικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν και τα οποία σε μία πρώτη φάση μελέτησε η αείμνηστη Μ. Μαγκαφά. Αναγνωρίστηκαν απανθρακωμένοι σπόροι σταφυλιών και δημητριακών (όπως π.χ. από κουκκιά, φακές, ρεβίθια). Φαίνεται ότι οι κάτοικοι του οικισμού καλλιεργούσαν οι ίδιοι πολλά από τα παραπάνω είδη αφού για αρκετά από αυτά εντοπίστηκαν προϊόντα και υποπροϊόντα από όλα τα στάδια της επεξεργασίας τους. Και εκτός από τα σιτηρά, τα όσπρια, τα διάφορα χορταρικά και το κρέας, βασικό είδος διατροφής των κατοίκων του οικισμού φαίνεται ότι ήταν και τα θαλασσινά όστρεα, όπως μας το βεβαιώνει ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός θαλασσινών κελυφών διαφόρων ειδών που βρέθηκαν σ' όλη την έκταση της διπλής τράπεζας. Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κατά την αρχαιότητα ο αρχαίος αυτός οικισμός ήταν παραθαλάσσιος.

Στην πάνω τράπεζα ερευνήθηκαν και άλλες περιοχές κυρίως προς το βόρειο μέρος της. Εδώ αποκαλύφθηκε ένας εκτεταμένος πιθεών των αρχαϊκών χρόνων και ένα μνημειώδες άνδηρο που πιθανότατα χρονολογείται τον 7ο αι. π.Χ., ύψους, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία του, πάνω από 4 μ. Είχε κατασκευαστεί από στρώσεις καθαρού κίτρινου πηλού και κατά διαστήματα ενισχυόταν από πλίνθινους τοίχους, μεμονωμένες στρώσεις πλίνθων, λεπτές στρώσεις αμμοχάλικου και κορμούς δένδρων τοποθετημένους ατάκτως.

Στην κάτω τράπεζα, εκτός από αρκετούς λάκκους «απορριμμάτων», ανάμεσά τους και ένας που περιείχε άφθονη κεραμική κυρίως του 4ου αι. π.Χ., ήλθαν στο φως και σημαντικά οικοδομικά λείψανα γεωμετρικών χρόνων (Εικ. 4). Πιο συγκεκριμένα ήλθαν στο φως άνδηρα, διάφοροι οικιακοί χώροι με εργαστηριακές, αποθηκευτικές και μαγειρικές εγκαταστάσεις με φούρνους και πιόσχημες ή ορθογώνιες εσχάρες. Οι χώροι ορίζονταν με πλίνθινους τοίχους, κατεύθυνσης Β-Ν και Α-Δ. Μια πρώιμη φάση αυτής της οικιστικής μονάδας στην οποία, με βάση τα ως σήμερα δεδομένα, φαίνεται να δεσπόζει ένας μεγάλος ορθογώνιος χώρος, καταστράφηκε βίαια. Αυτό συνάγεται από την ανεύρεση, σε δυο τουλάχιστον σημεία, μέσα σε στρώμα με έντονη την παρουσία φωτιάς, μεγάλου αριθμού οστράκων τα οποία συγκολλήθηκαν και σχημάτισαν ολόκληρα αγγεία, εισαγμένα και ντόπια, διαφόρων σχημάτων. Με βάση τα κεραμικά ευρήματα, το στρώμα καταστροφής χρονολογείται στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Για την προέλευση της πλειοψηφίας των εισαγμένων γεωμετρικών αγγείων από την Εύβοια δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία. Η ομοιότητά τους με ανάλογα ευρήματα από τη Χαλκίδα είναι εμφανής, ενώ δεν αποκλείεται ανάμεσά τους να υπάρχουν και ορισμένα αττικά. Δίπλα στην πλούσια επείσακτη γεωμετρική κεραμική εντοπίστηκε και σημαντική ποσότητα εγχώριας τροχήλατης κεραμικής. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι συγκριτικά το ποσοστό των χειροποίητων αγγείων είναι πολύ μικρότερο από αυτό των τροχήλατων. Η ασυνήθιστη αυτή συγκέντρωση πλούσιας επείσακτης και εγχώριας τροχήλατης κεραμικής δίπλα σε ελάχιστη χειροποίητη κεραμική δεν μπορεί να είναι τυχαία. Αν μη τι άλλο βεβαιώνει ότι εδώ έχουμε έναν ακμαίο οικισμό που είχε στενή σχέση με τη νότια Ελλάδα και ιδιαίτερα με την Εύβοια.

 

Με βάση τα ως τώρα στοιχεία η διπλή τράπεζα της Αγχιάλου-Σίνδου φαίνεται ότι άρχισε να κατοικείται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (13ος-12ος αι. π.Χ.). Ωστόσο παρουσία ανθρώπου έχουμε στην περιοχή αυτή και κατά την Ύστερη Νεολιθική Εποχή, όπως βεβαιώνει η ανεύρεση ορισμένων νεολιθικών οστράκων, τόσο στον ίδιο τον αρχαίο οικισμό όσο και στη γύρω περιοχή. Μία από τις κύριες πηγές πλούτου, αν όχι η κύρια, του αρχαίου οικισμού φαίνεται ότι ήταν ο χρυσός που βεβαιωμένα είχε ο γειτονικός Γαλλικός ποταμός, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα πλούσια χρυσά κτερίσματα ενός νεκροταφείου αρχαϊκών και κλασικών χρόνων που ανέσκαψε πριν από 25 περίπου χρόνια η Αικ. Δεσποίνη. Είναι πολύ χαρακτηριστικό και το όνομα του ποταμού, Εχέδωρος (= έχει δώρα), τον οποίο και πιθανότατα λάτρευαν οι κάτοικοι του οικισμού, όπως μαρτυρούν αρχαίες γραπτές πηγές που μιλούν για Εχεδωρίδες Νύμφες. Η εκμετάλλευση του χρυσού πιθανότατα άρχισε ή συστηματοποιήθηκε στη Μέση Γεωμετρική Εποχή (μετά το 800 π.Χ.). Τότε ακριβώς παρατηρείται για πρώτη φορά εισαγμένη γεωμετρική κεραμική, κυρίως από την Εύβοια. Η ποσότητα της βεβαιωμένης επείσακτης ευβοϊκής γεωμετρικής κεραμικής που εντοπίστηκε στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου, πρωτόγνωρη για όλον τον βορειοελλαδικό χώρο, κάνει πολύ πιθανόν Ευβοείς, από το πρώτο μισό του 8ου αι. π.Χ., να προμηθεύονταν τον χρυσό του Εχέδωρου. Έτσι δεν αποκλείεται ο χρυσός που έχει βρεθεί στη γεωμετρική Ερέτρια ή ακόμη στο «πρωτογεωμετρικό» Λευκαντί, να προέρχεται και από το ποτάμι αυτό. Οι Ευβοείς, στην προσπάθειά τους να εκμεταλλευτούν τον χρυσό του Εχέδωρου, είναι πιθανό να συνάντησαν κάποια αντίσταση από τον ντόπιο, θρακικό, πληθυσμό. Ενδεικτική γι' αυτό είναι η παρουσία μιας παράδοσης, που θέλει στον χρυσοφόρο αυτόν ποταμό να συγκρούονται ο Ηρακλής με τον «επιχώριο» Κύκνο, τον γιο του Άρη και της Πυρήνης. Ο ρόλος των Ευβοέων στη διάδοση τόσο των ομηρικών επών όσο και των ιστοριών των σχετικών με τον Ηρακλή είναι γνωστός. Ειδικότερα όμως για τους άθλους του Ηρακλή που διαδραματίζονταν στις περιοχές του Θερμαϊκού Κόλπου και της Χαλκιδικής, η συμβολή τους όχι μόνο στη διάδοση αλλά και στη διαμόρφωσή τους, πρέπει να είναι καίρια.

Η συνεύρεση στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου μεγάλων ποσοτήτων ευβοϊκής και «ντόπιας» κεραμικής, κάνει πιθανό να είχαμε εδώ την παρουσία ενός ευβοϊκού εμπορίου. Ως γνωστόν, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των «εμπορίων» είναι η ύπαρξη μεικτού πληθυσμού. Και αξίζει να αναφερθεί ότι ντόπια γεωμετρική κεραμική που πιθανότατα κατασκευαζόταν στη διπλή τράπεζα Αγχιάλου έχει βρεθεί στην ίδια την Εύβοια, στην οποία μάλιστα συναντούμε και άλλα σχήματα αγγείων που φαίνεται να έχουν επηρεαστεί από «μακεδονικά» σχήματα της Εποχής του Σιδήρου.

Οι ως σήμερα ανασκαφικές έρευνες στον αρχαίο αυτόν οικισμό έδειξαν ότι οι κάτοικοί του γνώριζαν πιθανότατα από τον 9ο αι. και βεβαιωμένα από τον 8ο αι. π.Χ. την επεξεργασία μετάλλων, τομέα στον οποίο επίσης είχαν υψηλές επιδόσεις οι Ευβοείς. Ενδεικτική είναι και η ανεύρεση ορισμένων χαρακτηριστικών σκευών, π.χ. χοανών, κατάλληλων για το χύσιμο ρευστού χαλκού σε διάφορες μήτρες και τα οποία ορισμένες φορές συμβαίνει να διασώζουν και ίχνη χαλκού. Άλλωστε δεν είναι άγνωστες από τον αρχαίο οικισμό και λίθινες μήτρες. Βέβαια, ο αριθμός των μεταλλικών αντικειμένων που έχουν βρεθεί εδώ, όπως είναι αναμενόμενο, είναι περιορισμένος. Ορισμένα χάλκινα κοσμήματα και κάποια σιδερένια εργαλεία είναι τα πιο σημαντικά.

Ο αρχαίος οικισμός της Αγχιάλου-Σίνδου, με βάση τα ως σήμερα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής Εποχής. Τότε απλώθηκε σε όλη την έκταση της διπλής τράπεζας και εκτός από εργαστήρια χαλκουργίας δραστηριοποιήθηκαν και κεραμικά εργαστήρια. Μιας κατηγορίας κεραμικής, που συμβατικά ονομάζεται «ασημίζουσα», είναι πολύ πιθανόν το κέντρο της παραγωγής της να ήταν εδώ. Σ' αυτό συνηγορούν όχι μόνον οι μεγάλες ποσότητες της κεραμικής αυτής που εντοπίστηκαν αλλά και η ίδια η σύσταση του πηλού της, που φαίνεται να παρουσιάζει ομοιότητες με τη σύσταση του πηλού της περιοχής. Ακόμη και ένας τύπος εμπορικού αμφορέα για μεταφορά υγρών, ίσως κρασιού, με κύρια διακόσμηση μία ζώνη ομόκεντρων κύκλων, δεν αποκλείεται επίσης να κατασκευαζόταν εδώ. Με μια τέτοια υπόθεση συνηγορούν τόσο η σύσταση του πηλού του όσο και ο πολύ μεγάλος αριθμός τέτοιων αγγείων που έχει εντοπιστεί στην περιοχή.

Κατά τον 7ο αι. π.Χ. φαίνεται να έχουμε μια συρρίκνωση στην έκταση του οικισμού, ο οποίος περιορίζεται βασικά στο νότιο τμήμα της τράπεζας. Τα μεγάλα άνδηρα ύψους άνω των 4 μ. που δημιουργήθηκαν εδώ, είχαν ως αποτέλεσμα το τμήμα αυτό της τράπεζας να κερδίσει σημαντικό ύψος. Χωρίς αμφιβολία τα άνδηρα αυτά βοηθούν στο να κατανοήσουμε καλύτερα πώς απόκτησαν οι «προϊστορικές» τούμπες και τράπεζες της Μακεδονίας το χαρακτηριστικό τους ύψος. Αντίθετα το βόρειο τμήμα της τράπεζας έμεινε βασικά ως είχε και, όπως έδειξαν οι ανασκαφικές μας έρευνες, το χρησιμοποιούσαν πλέον και ως χώρο κατάχωσης «απορριμμάτων».

Ο περιορισμός της έκτασης του οικισμού γύρω στο 700 π.Χ. δεν ανέκοψε την παραπέρα ανάπτυξη του, όπως μας βεβαιώνουν τα πλούσια κτερίσματα του 6ου και 5ου αι. π.Χ. που ήλθαν στο φως από το νεκροταφείο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Στον 5ο αι. π.Χ. γνωρίζουμε ότι είχαμε εργαστήρια κοροπλαστικής, όπως μας δείχνει η ανεύρεση μητρών για κατασκευή ειδωλίων, ενώ στον 4ο αι. π.Χ. χρονολογούνται οι κλίβανοι που ανέσκαψε η Αικ. Δεσποίνη και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αγγείων, ειδωλίων και αγνυθών. Μόνο στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ο οικισμός φαίνεται να γνωρίζει μια πολύ εμφανή παρακμή, που χωρίς αμφιβολία πρέπει να συσχετιστεί με την ίδρυση της νέας πόλης του Κασσάνδρου, της Θεσσαλονίκης. Πολύ πιθανόν το αρχαίο πόλισμα είναι ένα από τα 26 «ἐν τῇ Κρουσίδι πολίσματα καὶ τὰ ἐν τῷ Θερμαίῳ κόλπῳ» που υποχρέωσε ο Κάσσανδρος να πάρουν μέρος στον συνοικισμό της Θεσσαλονίκης. Αν και κάποια σχετικά ευρήματα, οπωσδήποτε όμως λιγοστά, βεβαιώνουν ότι ο οικισμός αυτός επέζησε και κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Εποχής, ουδέποτε πλέον φαίνεται να απόκτησε κάποια σπουδαιότητα, γεγονός που πρέπει να οφείλεται, χωρίς άλλο, στην ίδρυση και ανάπτυξη της γειτονικής Θεσσαλονίκης.

Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποια πόλη ή καλύτερα ποιο πόλισμα βρισκόταν στον χώρο της διπλής τράπεζας Αγχιάλου. Σίγουρα πρόκειται για έναν σημαντικό οικισμό με εμπορικές επαφές, κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής, Αρχαϊκής και Κλασικής Εποχής, με πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου. Πολύ χαρακτηριστικός είναι ο μεγάλος αριθμός οστράκων από οξυπύθμενους εμπορικούς αμφορείς αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, που βεβαιώνουν για μια προτίμηση των ανθρώπων του οικισμού για το χιώτικο κρασί, χωρίς βέβαια να αγνοούν και άλλα γνωστά κρασιά της αρχαιότητας, όπως το θασίτικο, το λέσβιο, το μενδαίο κ.ά., ενώ βεβαιωμένα εισήγαγαν λάδι από την Αττική και τη Σάμο. Η επείσακτη επίσης κεραμική πολυτελείας που βρέθηκε προϋποθέτει σχέσεις, άμεσες ή έμμεσες, με την Εύβοια, Θεσσαλία, Κόρινθο, Αττική, Βοιωτία, Αν. Ελλάδα και νησιά του Αιγαίου, Αίγυπτο. Από τις πόλεις που κατά καιρούς έχουν τοποθετηθεί εδώ, όπως π.χ. η Χαλάστρα, η Σίνδος, η Στρέψα, η πρώτη έχει συγκεντρώσει την προτίμηση των περισσοτέρων μελετητών. Ωστόσο, με βάση τις ως σήμερα πληροφορίες που διαθέτουμε, η αρχαία Χαλάστρα θα πρέπει να τοποθετηθεί στη θέση του γνωστού αρχαιολογικού χώρου που βρίσκεται στους σημερινούς οικισμούς του Αγίου Αθανασίου και της Γέφυρας. Το μέγεθος του αρχαιολογικού αυτού χώρου, που είναι ο μεγαλύτερος σ' όλη την περιοχή δυτικά της Θεσσαλονίκης, τα σημαντικά κινητά και ακίνητα ευρήματα που είναι γνωστά από εδώ και η θέση του δίπλα στον Αξιό ποταμό, όλα αυτά ταιριάζουν πολύ καλά με όσα ξέρουμε από τις γραπτές μαρτυρίες για την αρχαία Χαλάστρα, που φαίνεται να ήταν η σημαντικότερη «πόλη» της περιοχής, παραθαλάσσια και η δυτικότερη της αρχαίας Μυγδονίας «επί τον Αξιόν ποταμόν». Άλλωστε με μια τέτοια άποψη συμφωνεί και η μαρτυρία του Στράβωνος, σύμφωνα με την οποία στις μέρες του ο Αξιός ποταμός χυνόταν ανάμεσα στη Χαλάστρα και τη Θέρμη. Αν η Χαλάστρα ήταν στη θέση του αρχαίου οικισμού που ερευνούμε, τότε ο Αξιός ποταμός στην εποχή του Στράβωνος θα έπρεπε να περνούσε ανατολικά του. Δεν παραβλέπεται το ευμετάβλητο της πορείας της κοίτης των ποταμών της περιοχής, κοντά μάλιστα στις όχθες τους. Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη πρώτον το ότι η κοίτη του Εχέδωρου ποταμού δεν φαίνεται να έχει μετατοπιστεί, σε γενικές γραμμές, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και δεύτερον ότι η διπλή τράπεζα της Αγχιάλου-Σίνδου βρίσκεται πολύ κοντά στην κοίτη του ποταμού αυτού, δεν υπάρχει αρκετός χώρος ώστε, σε κάποια χρονική περίοδο, ο Αξιός ποταμός να περνούσε μέσα από τον στενό χώρο που δημιουργείται μεταξύ του αρχαίου οικισμού και του Εχέδωρου.

Τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα από τον αρχαιολογικό χώρο της Σίνδου, με την έντονη παρουσία εισαγμένης γεωμετρικής και αρχαϊκής κεραμικής από τη N. και Α. Ελλάδα, δείχνουν ότι εδώ είχαμε έναν οικισμό στον οποίο θα ταίριαζε μια φράση του Εκαταίου που χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει τη Θέρμη: «πόλις Ελλήνων Θρηίκων». Πολύ ενδεικτικό είναι και το ότι και από τα όστρακα που βρέθηκαν στις ανασκαφικές εργασίες και φέρουν ονόματα [χαρακτά (graffiti) ή γραπτά (dipinti)], αυτά στην πλειονότητά τους είναι ελληνικά, όπως π.χ. Αγαθώνιος, Ιάων-Ιάν, Εύδικος, Μενέστρατος (ή Μενέστωρ) και μόνον ένα, το όνομα Βόρυς, είναι πιθανόν σκυθικής προέλευσης. Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα τα παραπάνω, στον αρχαιολογικό χώρο των σημερινών οικισμών Αγχιάλου και Σίνδου θα πρέπει να τοποθετηθεί όχι η αρχαία Χαλάστρα αλλά ένα άλλο πόλισμα. Πιο πιθανό είναι αυτό της αρχαίας Σίνδου.