Στοιχεία από τις ανασκαφές στα πλατώματα (τράπεζα) και στο νεκροταφείο
Στις σωστικές ανασκαφές σαράντα περίπου οικοπέδων στην άνω και κάτω τράπεζα της Τούμπας Θεσσαλονίκης, από το 1985 μέχρι σήμερα, και στη γύρω περιοχή τα αρχαιολογικά στοιχεία παρουσιάζουν στρωματογραφία, ευρήματα κινητά και αρχιτεκτονικά που σκιαγραφούν διάφορες καταστάσεις από τη ζωή του οικισμού στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης, κατά την πρώιμη εποχή του σιδήρου (Eικ. 5, 6, 7, 8, 9).
Α) Στην ύστερη εποχή του χαλκού χρονολογούνται, με βάση την κεραμική και τα συγκριτικά στοιχεία από τα ανασκαφικά δεδομένα στην κορυφή της τούμπας, οικοδομικά λείψανα, πιθανότατα ορθογώνιων κτισμάτων, στα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως κατασκευαστικά υλικά πάσσαλοι, μικρές πέτρες, άψητες πλίνθοι (Σουέρεφ 1993) (Eικ. 10, 11, 12). Τα κατάλοιπα από τις καλύβες αυτές βρίσκονται σε στρώματα με πολλές καμένες οργανικές ουσίες, δηλωτικό τόσο των φθαρτών υλικών που χρησιμοποιούνταν στην ανωδομή, όσο και της αποθηκευτικής χρήσης τμήματος του εσωτερικού τους.
Β) Παρόμοια εικόνα με τα στρωματογραφικά και αρχιτεκτονικά ευρήματα της ύστερης εποχής του χαλκού εμφανίζεται και στις φάσεις της πρώιμης εποχής του σιδήρου από τον 11ο ως και τον 9ο αι. π.Χ. (Εικ. 13). Η μια διαφορά έγκειται στο ότι έχουν εντοπιστεί οικοδομικά λείψανα σε όλη την έκταση των πλατωμάτων γύρω από τον λοφίσκο, όπου αναπτύχθηκε η «τράπεζα των ιστορικών χρόνων» (Σουέρεφ 1990, 1992, 1995). Και η άλλη διαφορά αφορά στο ότι στα σχετικά νεότερα στοιχεία η διατήρηση των οικοδομικών καταλοίπων είναι καλύτερη, πράγμα που υποδηλώνει μεγαλύτερη προσοχή στην ποιότητα των σπιτιών απ' ότι στο παρελθόν. Εξάλλου, η απαρχή της 1ης χιλιετίας θεωρείται, λαμβάνοντας υπόψη και την ανασκαφική έρευνα στην κορυφή της τούμπας, ως η στιγμή της διεύρυνσης πέριξ του λοφίσκου του οικισμού. O πολλαπλασιασμός των σπιτιών συνδέεται προφανώς με δημογραφική αύξηση στον οικισμό, η οποία θα μπορούσε να εξηγηθεί με οικονομικές μεταβολές και από την ανάγκη προστασίας περισσότερων οικογενειών στα στενά όρια της τράπεζας. Η αμυντική από τη φύση της γεωμορφολογίας θέση στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, με το μεγάλο ρέμα από βόρεια περικλείει τον υπερυψωμένο οικισμό μέχρι δυτικά. Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι τα κτίσματα είχαν ορθογώνια κάτοψη, λίθινη θεμελίωση και το κύριο υλικό της ανωδομής ήταν άψητες πλίνθοι.
Γ) Πλινθόκτιστες ορθογώνιες κατασκευές με λίθινη θεμελίωση, χρήση πασσάλων, ξύλινες πιθανότατα σκεπές και δάπεδα από πατημένο πηλόχωμα χαρακτηρίζουν τις φάσεις του 8ου αι. π.Χ. στην τράπεζα (Σουέρεφ 1990, 1992, 1993, 1994, 1995) (Εικ. 14). Στις ίδιες φάσεις εκτός από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική εμφανίζονται κατασκευαστικές καινοτομίες, όπως πιο στέρεα λίθινα θεμέλια και τοιχία (Eικ. 15, 16, 17). Επίσης, στα ίδια χρόνια (800-700 π.Χ.) χρονολογούνται υπόσκαφες κατασκευές, σιροί ή κυψελωτά λίθινα κτίσματα, πηγάδια/δεξαμενές νερού (Eικ. 10, 11, 12 και Eικ. 18, 19, 20). Η μεταβολή στην οργάνωση του οικισμού κατά τον 8ο αιώνα ίσως συνδέεται με την κινητικότητα στο βόρειο Αιγαίο κατά την έναρξη του β' λεγόμενου αποικισμού, αν κρίνουμε από την ποικιλία της επείσακτης κεραμικής και τις νέες τοπικές κατηγορίες στις φάσεις αυτές.
Δ) Περίπου 60 μ. ανατολικά των ορίων της τράπεζας, σε ανωφέρεια, νότια του ίδιου ρέματος που περιβάλλει από βόρεια και δυτικά την Τούμπα, στην είσοδο της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας στην ομώνυμη οδό, δύο λίθινες θεμελιώσεις τοιχαρίων 6 μ. ερευνήθηκαν ανασκαφικά (Σουέρεφ 1997) (Eικ. 21, 22, 23). Αποτελούσαν τμήμα ορθογώνιου κτίσματος με δύο χώρους εκ των οποίων ο ένας ήταν στεγασμένος και περιλάμβανε αποθηκευτικό αγγείο στη θέση του και κυκλικό λιθόστρωτο που συγκρίνεται με ανάλογη κατασκευή γνωστή από το Λευκαντί της Εύβοιας, το Ποσείδι Χαλκιδικής και την τράπεζα Πολίχνης της Θεσσαλονίκης. Η κεραμική που συνόδευε τα ευρήματα αυτά ανήκε στην πρώιμη εποχή του σιδήρου πριν από τον 8ο αι. π.Χ.
Δεν αποκλείεται το μικρό τμήμα που αποκαλύφτηκε επί της οδού Αγίας Μαρίνας να ανήκε σε ένα ανάλογο με της κορυφής του λοφίσκου στην Τούμπα Θεσσαλονίκης κεντρικού μεγάλου κτίσματος. Στην περίπτωση αυτή κατά την ύστερη εποχή του χαλκού και την πρώιμη εποχή του σιδήρου, (1200-700 π.Χ.) υπάρχει το ενδεχόμενο να λειτουργούσε, πλην του κεντρικού αψιδωτού μακρόστενου κτηρίου Α (άνω των 230 τ.μ.) με τις δυο πτέρυγες και τα εσωτερικά δωμάτια διαφόρων διαστάσεων με ακάλυπτο διάδρομο πρόσβασης στην κορυφή της τούμπας (Ανδρέου - Κωτσάκης, 1996), και δευτερεύον συγκρότημα στο γειτονικό χαμηλό ύψωμα. Αν δεχτούμε αυτή την υπόθεση εργασίας, τότε η χρήση των χώρων για αποθήκευση τροφών και παρασκευαστικές διαδικασίες (π.χ. άλεση καρπών, οινοποίηση, ελαιοπαραγωγή) παραπέμπουν σε δραστηριότητες που υπόκεινται στον έλεγχο ενός συστήματος υπό την αιγίδα τοπικού άρχοντα, μάλλον εκείνου της κορυφής της τούμπας. Η αποσπασματικότητα του ευρήματος επί της οδού Αγίας Μαρίνας δεν επιτρέπει προς το παρόν εμβάθυνση του προβλήματος.
Η απουσία, μέχρι σήμερα, ευρημάτων μετά τον 8ο αιώνα, αρχιτεκτονικών και κεραμικής, στην αγροτική χώρα που συσχετίζεται με τον οικισμό στην Τούμπα και η συγκέντρωση των πλούσιων αρχαιολογικών στοιχείων, επείσακτων και επιχώριων, εντός του οικισμού υποστηρίζει την άποψη ότι ίσως η περιοχή διένυε μια περίοδο κινδύνων και απειλών, συγκρούσεων και αναζήτησης ισορροπιών ή και αλλαγών στην οικονομική και κοινωνική δομή. Ο 8ος αιώνας, συνεπώς, ο οποίος συνδέεται με τα φαινόμενα των αποικισμών τόσο στον Θερμαϊκό κόλπο (Μεθώνη και Δικαία Ερετριέων) όσο και στη Χαλκιδική (π.χ. Μένδη Ερετριέων και Τορώνη Χαλκιδέων) εμφανίζει ένα σημείο αναφοράς για τη συγκρότηση των πόλεων. Πράγματι, τότε φαίνεται ότι περικλείεται συστηματικά ο οικισμός στα πλατώματα περί τον λοφίσκο διαμορφώνοντας καταλυτικά την τράπεζα ως κύριο οργανωμένο χώρο κατοίκησης της περιοχής. Αντίστοιχες διαδικασίες πρέπει να συνέβαιναν και στους οικισμούς που ήταν διάσπαρτοι στην ευρύτερη περιοχή σε αποστάσεις 2-5 χλμ. ο ένας από τον άλλο, αν όχι και εγγύτερα.
Κατά τον 8ο αι. π.Χ. επίσης, έχει ήδη επέλθει ο σαφής διαχωρισμός οικισμού-νεκροταφείου (βλ. § ΣΤ).
Ε) Τα ανασκαφικά δεδομένα από την τράπεζα ίσως υποκρύπτουν επεισόδια αλλαγών μεταξύ 700 και 600 π.Χ. Οι μετασχηματισμοί στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο κατά τα χρόνια της εποχής του σιδήρου και κατά τη μετάβαση στα αρχαϊκά χρόνια, φαίνεται ότι οδήγησαν πρώτα σε μια δυσδιάκριτη αναδιαμόρφωση των δομών του οικισμού, αλλά επακολούθησε μια ριζική αναδιαμόρφωση του οικισμού γύρω στο 600 (Σουέρεφ 1987, 1988, 1991, 1992, 1994, 1999). Τα στοιχεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα αυτό είναι πρωτίστως σχετικά με τη διευθέτηση ενός νέου πολεοδομικού ιστού. Τα όστρακα κεραμικής από κέντρα της Μικράς Ασίας, των νησιών του κεντρικού και βόρειου Αιγαίου και της Εύβοιας χρονολογούν τις ύστατες στιγμές πριν από την πολεοδομική αλλαγή στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Παρατηρείται συχνά στην τράπεζα το φαινόμενο στρωμάτων καταστροφής και προετοιμασίας με φερτό πηλόχωμα της περιοχής εδάφους για θεμελίωση, κάποτε 1 και 1,50 μ. (Eικ. 13, 14, 15, 16, 17) και κατάργηση πολλών αποθηκευτικών χώρων, όπως σιροί και υπόσκαφα λίθινα κυψελωτά κτίσματα (Σουέρεφ 1996). Σε μια περίπτωση διαμορφώθηκε δρόμος του 6ου αιώνα πάνω από τις αρχαιότερες αποθήκες (Εικ. 15, Εικ. 18) και σε μιαν άλλη, πάνω από τα υπόσκαφα κτίσματα κτίστηκε ένα σπίτι, του οποίου ανασκάφθηκε ο ανδρώνας, και σώθηκαν αγγεία συμποσίου του 550-540 π.Χ. (Εικ. 10) (Σουέρεφ 1990, 1992, 1993).
ΣΤ) Το νεκροταφείο του οικισμού της Τούμπας εκτεινόταν Α, Ν, και Δ της τράπεζας και σε ακτίνα περίπου 500 μ. Στην περίπτωση των οικοπέδων των οδών Νεαπόλεως 15 και Κυζίκου 38-40, νοτιοανατολικά του οικισμού βρέθηκαν τάφοι της εποχής του σιδήρου και των αρχαϊκών χρόνων (Σουέρεφ 1999). Συγκεκριμένα επί της οδού Νεαπόλεως 15 διερευνήθηκαν τέσσερις τάφοι του ορθογώνιου λακκοειδούς τύπου, με σχιστολιθική επικάλυψη. Ένα τεφρόχρωμο τροχήλατο μόνωτο κύπελλο της εποχής του σιδήρου σώθηκε στους δύο από τους τρεις τάφους. Στο οικόπεδο επί της οδού Κυζίκου 38-40 ανασκάφτηκαν οκτώ τάφοι, εκ των οποίων οι πέντε ήταν λακκοειδείς με σχιστολιθική επικάλυψη και οι τρεις αβαθείς λάκκοι, ενώ δεν εντοπίστηκαν ίχνη λίθινης επικάλυψης, Στην περίπτωση του λακκοειδούς τάφου 4 πάνω από τη σχιστολιθική κάλυψη βρέθηκαν τα ίχνη εκτεταμένου λιθόστρωτου. Οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί ύπτια με το κεφάλι δυτικά ανεξαρτήτως φύλου, και τα χέρια κατά μήκος του σώματος ή το αριστερό κεκλιμένο στη λεκάνη. Τα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς ήταν κυρίως αγγεία: φιάλες με οριζόντιες, διάτρητες ή συμπαγείς λαβές που φύονται στο χείλος, φιάλη με λοξή - διχαλωτή λαβή επίσης στο χείλος, μόνωτα τεφρόχρωμα τροχήλατα κύπελλα (γνωστά από νεκροταφεία της εποχής σιδήρου στην Κεντρική Μακεδονία), δίωτο κανθαρόσχημο αγγείο, δίωτο φιαλόσχημο, ωοκέλυφο αγγείο με επιφάνεια από αραιό πορτοκαλέρυθρο γάνωμα. Επίσης, ανάμεσα στα κτερίσματα απαριθμούνται σκουλαρίκια, περόνες και δαχτυλίδια από χαλκό και μεγάλα δαχτυλίδια από σίδηρο.
Δεν έχουν παρατηρηθεί ομαδικές ταφές στις ανασκαφές στην Τούμπα Θεσσαλονίκης. Κυρίαρχο έθιμο ταφής από τον 9ο αιώνα, αλλά και μέχρι τον 3ο αι. π.Χ. ήταν ο ατομικός ενταφιασμός σε ορθογώνιο λάκκο, εντός του φυσικού εδάφους -στο όξινο πηλόχωμα. Στις ταφές της εποχής του σιδήρου στην Τούμπα συναντώνται συνήθως ένα, δύο ή τρία αγγεία παραδοσιακής τοπικής κεραμικής. Δεν εντοπίζονται ακόμη οι έντονες κοινωνικές ανισότητες που παρατηρούνται σε επίπεδο ενταφιασμών στα αρχαϊκά χρόνια.