Εξώφυλλο

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία

Προς τη γένεση των πόλεων

Εκδότης: Δημήτριος Β. Γραμμένος

  • 1. Ο οικισμός από τη θάλασσα (φωτ. της Ι. Βοκοτοπούλου).

  • 2. Βίγλα. Αποθηκευτικοί Λάκκοι (φωτ. Ι.Β.).

  • 3. Προάστειο. Άποψη της ανασκαφής του οικισμού (φωτ. Ι.Β.).

Οικισμός

Η θέση της αρχαίας πόλης εντοπίζεται νότια από το σημερινό χωριό Καλάνδρα, στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Παλλήνης (Εικ. 1). Η θέση ταυτίστηκε ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τον περιηγητή W.M. Leake, και επιβεβαιώνεται από τις τοπογραφικές πληροφορίες του Θουκυδίδη (IV, 129) και του Λίβιου (I, 44, 11 και 31, 45), από την επιβίωση στο γειτονικό ακρωτήριο του τοπωνυμίου Ποσείδι (από το ιωνικού τύπου «Ποσείδηιον» που επικράτησε του αττικού «Ποσειδώνιον» που αναφέρει ο Θουκυδίδης), καθώς και από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Η αρχαία πόλη, η οποία καταλαμβάνει έκταση 700 περίπου στρεμμάτων, βρίσκεται στην κορυφή και τις πλάγιες ενός λόφου, ο οποίος με ήπιους αναβαθμούς κατεβαίνει σταδιακά ως τη θάλασσα. Στο βορειοανατολικό άκρο της εκτείνεται η ακρόπολη, γνωστή ως «Βίγλα», η οποία καταλαμβάνει ένα υπερυψωμένο πλάτωμα προσιτό από βόρεια και δυτικά, αλλά τελείως απόκρημνο από ανατολικά και νότια. Το νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου καταλαμβάνει το «Προάστειον», όπως ονομάζει ο Θουκυδίδης το έξω από τα τείχη τμήμα της πόλης. Τα θεμέλια των ακραίων οικοδομημάτων του «Προαστείου» φαίνονται να συνεχίζουν και μέσα στη θάλασσα, όπου σε μήκος πολλών δεκάδων μέτρων διακρίνονται και τα ίχνη λατόμευσης των αρχαίων Μενδαίων.

Συστηματική ανασκαφική έρευνα διεξήγαγε στην περιοχή από το 1986 ως και το 1994 η ΙΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση της Ι. Βοκοτοπούλου.

 

Ακρόπολη

Στην κορυφή της «Βίγλας», όπου η συχνή καλλιέργεια δεν επέτρεψε τη διατήρηση αρχιτεκτονικών λειψάνων, ήρθαν στο φως συστάδες λάκκων διαφόρων μεγεθών και σχημάτων (Εικ. 2). Οι λάκκοι της Μένδης είχαν αρχικά αποθηκευτικό χαρακτήρα, όπως διαπιστώνεται από το γεγονός ότι αρκετοί έφεραν εσωτερικά επικάλυψη από πηλό, ενώ άλλοι είχαν κωνικό πυθμένα για να δεχτούν βάσεις πιθαριών. Σε κάποια μεταγενέστερη χρονική περίοδο ωστόσο, γύρω στα μέσα του 7ου αι., φαίνεται ότι οι λάκκοι επιχώθηκαν από τα συντρίμμια του οικισμού των γεωμετρικών χρόνων, όπως αποδεικνύει ένας μεγάλος αριθμός από πλιθιά, ολόκληρα τμήματα πλίνθινων τοίχων, καθώς και αλείμματα από κλαδόπλεκτες στέγες, που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους, μαζί με υφαντικά βάρη, οστά ζώων και κεραμική που χρονολογείται από τον 12ο έως και τον 7ο αι. π.Χ.

Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό από τα όστρακα που βρέθηκαν στους λάκκους της Βίγλας ήταν χειροποίητα, κυρίως από οικιακής χρήσης σκεύη. Ανάμεσά τους υπερτερούν τα κυρίως μεσαίου μεγέθους χυτροειδή αγγεία, ήδη γνωστά από το κτίριο της Τούμπας στο Λευκαντί, την Τορώνη και την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Από την υπόλοιπη κεραμική ξεχωρίζουν τα υστερομυκηναϊκά και υπομυκηναϊκά όστρακα και οι τοπικές απομιμήσεις τους, που παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο στον πηλό όσο και στη διακόσμηση με ευρήματα από το ευβοϊκό Λευκαντί, τα πρωτογεωμετρικά αγγεία με πλούσια διακόσμηση, ανάμεσα στα οποία και τα γνωστά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο ιωνικά ή ευβοϊκά αγγεία με κυματιστή γραμμή, οι γεωμετρικοί ροδιακοί σκύφοι με ρόμβους και πτηνά, καθώς και οι ερετριακοί, με τους χαρακτηριστικούς ομόκεντρους κύκλους στο χείλος ή την πυκνή γραμμική διακόσμηση σε ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια του αγγείου.

 

Τείχη

Στο πλάτωμα του λόφου, γνωστό και ως «Ξέφωτο» αποκαλύφθηκε τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης. Σώζεται σε πλάτος 1,10 μ. και ύψος 55 εκ. και έχει όψεις κατασκευασμένες από ακανόνιστα πελεκημένες πέτρες, εσωτερικό γέμισμα από μικρότερες και ανωδομή, στο σημείο τουλάχιστον αυτό, από πλίνθους.

 

Προάστειο

Η ανασκαφική έρευνα στο Προάστειο επεκτάθηκε σε τρεις συνολικά τομείς, από τους οποίους ο σημαντικότερος καταλαμβάνει τη νοτιοανατολική παραθαλάσσια περιοχή (Εικ. 3). Εκεί, σε μια μικρής σχετικά έκτασης διερευνητική τομή, αποκαλύφθηκαν διαδοχικές φάσεις κατοίκησης που χρονολογούνται από τον 9ο έως και τον 4ο αι. π.Χ.

Στην πρωιμότερη φάση, η οποία χρονολογείται από τα μέσα του 9ου μέχρι και το δεύτερο τέταρτο του 8ου αι. π.Χ., ανήκουν έξι επάλληλα δάπεδα, από πατημένο χώμα με χαλίκι, τα οποία ωστόσο, εξαιτίας του ιδιαίτερα περιορισμένου για την έρευνα χώρου, δεν στάθηκε δυνατό να συσχετισθούν με αρχιτεκτονικά λείψανα.

Οι τοίχοι της οικίας των μέσων του 8ου αι. π.Χ. ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλα θαλάσσια βότσαλα, ενώ πάνω στο πάτωμα, από πατημένο πηλό και χαλίκια, βρέθηκε πόδι από ζωόμορφο αγγείο η ειδώλιο που θυμίζει τον γνωστό Κένταυρο από το Λευκαντί.

Πάνω στο δάπεδο οικίας του τέλους του 8ου ή των αρχών του 7ου αι. π.Χ., αποκαλύφθηκε κυκλικό λιθόστρωτο, διαμέτρου 1,80 μ., κατασκευασμένο από μία στρώση μικρές ή μεγαλύτερες πέτρες και βότσαλα, ενώ δύο ακόμη παρόμοιες κατασκευές εδράζονταν λίγο βαθύτερα, πάνω σε ένα παλιότερο δάπεδο. Η θέση και το περιεχόμενο των λιθόστρωτων της Μένδης αποκλείει κάποια λατρευτική ή νεκρική τελετουργία, όπως έχει προταθεί για τα περισσότερα αντίστοιχα παραδείγματα. Είναι περισσότερο πιθανό ότι προσδιορίζουν μια οικιακή δραστηριότητα, ο ακριβής χαρακτήρας της οποίας δεν μπορεί προς το παρόν να διευκρινιστεί.

Δύο οικίες των μέσων του 7ου αι. π.Χ., ανάμεσα στις οποίες παρεμβαλλόταν στενός λιθόστρωτος δρόμος, καταστράφηκαν από πυρκαγιά σχεδόν μισό αιώνα αργότερα και ενώ ήταν ακόμη σε χρήση. Από το ιδιαίτερα πυκνό στρώμα καταστροφής προέρχονται 23 πήλινες αγνύθες, γυάλινες χάνδρες, λίθινο τριβείο καθώς και 30 τουλάχιστον αγγεία εγχώρια ή και εισηγμένα.

Δύο πήλινες εστίες αλλά και αποθηκευτικοί χώροι βρέθηκαν σε οικία του τέλους του 7ου ή των αρχών του 6ου αι. π.Χ., η οποία καταστράφηκε επίσης από πυρκαγιά, όταν όμως είχε πλέον εγκαταλειφθεί.

Πάνω από την οικία του β' τέταρτου του 6ου αι. π.Χ. κατασκευάστηκε, στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., μια λεωφόρος, πλάτους 8,5 μ., στην επιφάνεια της οποίας βρέθηκαν δεκάδες πολύ διαβρωμένα χάλκινα νομίσματα και μεγάλη ποσότητα αμφορέων της Μένδης. Τη λεωφόρο, η οποία έφερε πεζοδρόμια από πλιθιά και βότσαλα, διέσχιζε κατά μήκος μια επιμήκης ζώνη από πηλό και κεραμίδι, ενώ στα βορειοανατολικά της υπήρχε πήλινη χαμηλή εξέδρα, διαμέτρου 3 μ. Οι κατασκευές αυτές, σε συνδυασμό με το πλήθος των αμφορέων, αλλά και των υποστατών αγγείων και των υαλοποιημένων υπολειμμάτων καμινιών που βρέθηκαν πάνω στο οδόστρωμα, σχετίζονται πιθανότατα με τη διαδικασία παραγωγής και εξαγωγής του κρασιού.

Η νεότερη επιφάνεια της λεωφόρου που κάλυψε σχεδόν τις πήλινες κατασκευές, καθώς και μια οικία η οποία αποτελείται από τέσσερα τουλάχιστον δωμάτια, ανήκουν στην τελευταία φάση κατοίκησης του χώρου, στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Από την οικία αυτή σώζεται καλύτερα το μεσαίο δωμάτιο, διαστάσεων 8,5 μ. x 4 μ., το οποίο είχε επιμελημένη κατασκευή με τοίχους κτισμένους με πελεκημένες πέτρες που έφεραν εσωτερικά επάλειψη με λευκό κονίαμα και δάπεδο από πηλό.

Από την πρωιμότερη, υποπρωτογεωμετρική, φάση του οικισμού στο Προάστειο προέρχεται μεγάλος αριθμός από ντόπια μεγάλα αγγεία, διακοσμημένα από ομόκεντρους κύκλους, οριζόντιες ταινίες και δικτυωτά ή διάγραμμα τρίγωνα. Στην ίδια φάση ανήκουν ακόμη μονόχρωμοι σκύφοι, παρόμοιοι με αυτούς που βρεθήκαν στο Λευκαντί, σκύφοι και κάνθαροι από καθαρό πηλό θεσσαλικής προέλευσης, διακοσμημένοι με δικτυωτά ή διάγραμμα τρίγωνα στο χείλος καθώς και σκύφοι με κρεμαστά ομόκεντρα ημικύκλια στην ίδια περιοχή. Η κεραμική των γεωμετρικών χρόνων ακολουθεί κυρίως την πρωιμότερη παράδοση, ενώ από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. προέρχεται ένας μεγάλος αριθμός σκύφων με υπογεωμετρική διακόσμηση ευβοϊκού τύπου, ιωνικές πρόχοι, αλλά και αρκετά κορινθιακά αγγεία. Στην ίδια χρονική περίοδο ανήκουν ακόμη δύο ανατολίζοντες κρατήρες με κορινθιακά και κυκλαδικά στοιχεία. Η φάση του β' τετάρτου του 6ου αι. αντιπροσωπεύεται από μεγάλη ποσότητα ντόπιων χαλκιδικών αγγείων, καθώς επίσης και από αττική, ιωνική και κορινθιακή κεραμική, ενώ τέλος τον 5ο και 4ο αιώνα χαρακτηρίζουν τα ντόπια μελαμβαφή ή άβαφα αγγεία χωρίς να λείπουν ωστόσο και τα καλής ποιότητας αττικά.

Η έρευνα στην περιοχή του «Προαστείου» επεκτάθηκε σε δύο ακόμη τομείς. Σε έναν απόκρημνο λόφο ανάμεσα στη «Βίγλα» και την παραλία, όπου αποκαλύφθηκαν δύο ημιυπόγεια συνεχόμενα δωμάτια-κελλάρια, του δεύτερου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ., καθώς και στο δυτικό όριο του οικισμού και πάνω στην παραλία, όπου εντοπίσθηκε μια σειρά ορθογώνιων κτισμάτων που χρονολογούνται από τον 6ο έως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Τα περισσότερα από τα παραθαλάσσια αυτά κτίσματα, τα οποία είχαν μήκος από 11 έως 15 μ. και μέτωπο προς τη θάλασσα, είχαν αναλημματικό χαρακτήρα και πιθανά εξυπηρετούσαν τις εμπορικές και θαλάσσιες δραστηριότητες των αρχαίων Μενδαίων.