Η περιοχή του μακεδονικού Ολύμπου
Προκειμένου να σωθούν από την επερχόμενη «ανάπτυξη» της περιοχής του Ολύμπου αρχαιότητες που τυχόν υπήρχαν αλλά δεν είχαν ακόμη εντοπιστεί, ξεκίνησε το 1985 μία μοναχική επιφανειακή έρευνα στον χώρο, στραμμένη κυρίως στα σύνθετα αλλουβιακά ριπίδια του όρους, δηλαδή τη στενή λουρίδα γης που περιβάλλει τον Όλυμπο από το υψόμετρο των 300-400 περίπου μέτρων, μέχρι τη θάλασσα. Το γήινο αυτό περιλαίμιο του Ολύμπου ανηφορίζει ομαλά, κατάσκαπτο από βαθείς χειμάρρους, ως τη ρίζα του κύριου ορεινού όγκου, που υψώνεται απότομα και σχεδόν κατακόρυφα ελάχιστα χιλιόμετρα από τη θάλασσα.[160] Η περιοχή ήταν παλιότερα ανεξερεύνητη στο μεγαλύτερο τμήμα της. Αιτία υπήρξε η έλλειψη δρόμων για τροχοφόρα και η συχνά πυκνή βλάστηση, σιωπηλό βασίλειο μεγάλης ποικιλίας φιδιών και σκορπιών, αλλά και άλλων στοιχείων αφιλόξενων για την έρευνα.
Εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός νέων αρχαιολογικών χώρων, πολλοί από τους οποίους ανήκουν στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Όλοι έχουν κοντά νερό, βρίσκονται σε φυσικά περάσματα και σε παραδοσιακούς δρόμους, μπορούν να είναι σε μεγάλο υψόμετρο, πάντα σε θέσεις με πανοραμική θέα και στρατηγική σημασία. Παρέχουν γεωργικές, υλοτομικές, κτηνοτροφικές και κυνηγετικές δυνατότητες, και αφθονία οικοδομικών υλικών. Αν προσθέσουμε τη θάλασσα, που τα πρώιμα χρόνια θα ήταν πολύ πιο κοντά στο όρος, και τη θέση κλειδί στον άξονα βορρά-νότου, τότε καταλαβαίνει κανείς πόσο άριστα εξυπηρετούσε η περιοχή τους αρχαίους της κατοίκους.
Οι γραπτές πληροφορίες για τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής στην αρχαιότητα είναι ελάχιστες και αφορούν κυρίως τα δέντρα. Ακόμη λιγοτερα ήταν γνωστά από τις πηγές για τις καλλιέργειες, πληροφορίες που πληθαίνουν ραγδαία χάρη στα αρχαιοβοτανολογικά ευρήματα των πρόσφατων ανασκαφών. Ενδιαφέρουσες είναι οι γραπτές πληροφορίες για τα λιοντάρια και τον χρυσό που υπήρχαν στην περιοχή του όρους, καθώς και η πληροφορία και για τους τεύθους στο ποτάμι του Δίου.[161]
Σήμερα, η περιοχή καλύπτεται μέχρι τα 500-600 μ. με ζώνη αείφυλλων πλατύφυλλων (πουρνάρια, κουμαριές, αριές, ρείκια, κέδροι, κουτσουπιές, παλιούρια κ.λπ.) που ποικίλλει ανάλογα των συνθηκών κάθε θέσης, ενώ στους υγρότοπους χαρακτηριστικοί είναι οι πλατανεώνες και η υδρόφιλη βλάστηση. Αμέσως ψηλότερα είναι ζώνη της δρυός. Θεωρείται ότι χωρίς τον ανθρωπογενή παράγοντα, τα δάση δρυός θα ήταν περισσότερα. Η ζώνη 800-1.500 είναι η ζώνη οξιάς, ελάτης, και μαύρης πεύκης. Πάνω από τα 1.400-1.500 μ. είναι η ζώνη ψυχροβίων κωνοφόρων όπου κυριαρχεί το ρόμπολο, δηλαδή η Λευκόδερμη Πεύκη.
Η αλπική ζώνη, που αρχίζει στα 2.000 μ., είναι ακάλυπτη από δασική βλάστηση, άλλοτε γυμνή και άλλοτε με ποώδη και σποραδική αλπική βλάστιση, με πολλά σπάνια φυτικά είδη, κυρίως των αλπικών λιθώνων (θρυμματισμένοι ασβεστολιθικοί πύργοι) βραχόφυτα κ.λπ. φυτά λιβαδιών με χιονοστρώσεις και λιβαδιών στις ήπιες πλαγιές των κορυφών. Στον Όλυμπο έχουν βρεθεί μέχρι τώρα 23 ενδημικά φυτά και περίπου 80 που συναντώνται μόνο στη Βαλκανική, τα περισσότερα στην αλπική ζώνη.
Η πανίδα περιλαμβάνει αρπακτικά πτηνά (αετός, σταυραετός, χρυσαετός, σπιζαετός, αετοβαρβακίνα, όρνιο, σαΐνι, γυπαετός, μπαρμπάντος, ασπροπάρης, μαυρόγυπας) γεράκια, πέρδικες, λευκοπελαργούς, ορτύκια, κίσσες, τσίχλες, μπούφους, κουκουβάγιες, καρακάξες, σπουργίτια, τσαλαπετεινούς, δρυοκολάπτες κ.λπ. Επίσης, λύκους, αλεπούδες, λύγγους, λαγούς, ασβούς, σκαντζόχοιρους, χελώνες, αγριόγατες, και ψηλότερα σκίουρους, ζαρκάδια, αγριόχοιρους και ελάχιστους αιγάγρους της αλπικής ζώνης.[162] Μέχρι πρόσφατα φαίνεται ότι υπήρχαν ελάφια, ενώ για παλιότερα αναφέρεται ότι υπήρχαν και αρκούδες. Πολύ πρόσφατα (2003) αναφέρθηκε ότι, ύστερα από πολλά χρόνια, οι αρκούδες επανεμφανίστηκαν.
Τα νεώτερα χρόνια καλλιεργούνται στην παραολύμπια πεδιάδα στάρια, καλαμπόκια, καπνά, ζαχαρότευτλα, αλλά και βαμβάκια, φράουλες, ακτινίδια, πιπεριές και πολλά άλλα οπωροκηπευτικά. Η ελιά μπορεί να είναι ακόμη και αυτοφυής στα χαμηλά υψώματα, ενώ η αμπελουργία βρίσκει άριστες συνθήκες ανάπτυξης. Καστανιές, καρυδιές, φουντουκιές, μηλιές, γκορτσιές, συκιές, κερασιές, αμυγδαλιές είναι μερικά από τα δέντρα που συναντάει κανείς συχνά στην περιοχή.
Παρ' όλη τη ραγδαία εξέλιξη, εξακολουθεί να υπάρχει κτηνοτροφία, κυρίως αιγοπροβάτων, αλλά και χοίρων, ενώ τα βοοειδή είναι λίγα και συνήθως μόνιμα σταυλισμένα. Πρόσφατα δημιουργήθηκαν φάρμες στρουθοκαμήλων και αγριόχοιρων. Συχνά είναι τα μελίσσια, ενώ η ενασχόληση με τη θάλασσα και το ψάρεμα απασχολεί ακόμη κάποιους από τους κατοίκους στα παραθαλάσσια, τουριστικά χωριά.
159 Το θέμα ανακοινώθηκε στο Διεθνές Συμπόσιο για την Αρχαία Μακεδονία, 2002 (υπό εκτύπωση): Ε. Πουλάκη, «Πλαταμών Ολύμπου (Ηρακλείου) και η Εποχή του Σιδήρου», από όπου και αντλήθηκαν τμήματα αυτού του κειμένου. Αντλήθηκαν επίσης αποσπάσματα από πόνημα της ίδιας, «Πόλις-πολιτική-πολιτισμός» (υπό έκδοση).
160 Πρόκειται για αποθέσεις μηχανικών ιζημάτων στις παρυφές των βουνών και τις εξόδους των ποταμών προς τις πεδιάδες, που έχουν συνήθως τη μορφή ανοιχτής βεντάγιας. Πολλά ριπίδια βρίσκονται συχνά πολύ κοντά μεταξύ τους στον σχηματισμό που είναι γνωστός ως σύνθετα αλλουβιακά ριπίδια. Τα ριπίδια του Ολύμπου αποτελούνται από βαθειά στρώματα αμμοχάλικου. Διασχίζονται υπόγεια από τα νερά του Ολύμπου που καταλήγουν με πηγές στην πεδιάδα του Δίου και κυρίως στη θάλασσα. Το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και κατά την αρχαιότητα. Βλ. π.χ. Πλούταρχος, Αιμ. Παύλ. 14. Ἐνοχλουμένων δὲ τῶν ἀνθρώπων μάλιστα περὶ τὴν τοῦ ποτοῦ χρείαν «καὶ γὰρ ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε καὶ συνελείβετο παρ' αὐτὴν τὴν θάλατταν», ὁρῶν ὁ Αἰμίλιος μέγα καὶ κατηρεφὲς δένδρεσιν ὄρος τὸν Ὄλυμπον ἐπικείμενον, καὶ τεκμαιρόμενος τῇ χλωρότητι τῆς ὕλης ναμάτων ἔχειν ἀρχὰς διὰ βάθους ὑποφερομένων, ἀναπνοᾶς αὐτοῖς [καὶ] φρέατα πολλὰ παρὰ τὴν ὑπώρειαν ὤρυττε, τὰ δ' εὐθὺς ἐπίμπλατο εὐμάτων καθαρῶν, ἐπισυνδιδόντος ὁλκῆ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸς τὸ κενούμενον.
161 Βλ. π.χ. Αριστοτέλης, Mirabilium auscultationes 833b 18. Λέγουσι δὲ καὶ ἐν Πιερίᾳ τῆς Μακεδονίας ἄσημόν τι χρυσίον κατορωρυγμένον ὑπὸ τῶν ἀρχαίων βασιλέων, χασμάτων τεττάρων ὄντων, ἐξ ἑνὸς αὐτῶν ἀναφῦναι χρυσίον τὸ μέγεθος σπιθαμιαῖον. Θεόφραστος, Historia plantarum. 4.5.4.7 ἔχει καὶ ὁ Μύσιος Ὄλυμπος πολὺ τὸ κάρυον καὶ τὴν διοσβάλανον, ἔτι δὲ ἄμπελον καὶ μηλέαν καὶ ῥόαν· ἡ δὲ Ἴδη τὰ μὲν οὐκ ἔχει τούτων τὰ δὲ σπάνια· περὶ δὲ Μακεδονίαν καὶ τὸν Πιερικὸν Ὄλυμπον τὰ μὲν ἔστι τὰ δ' οὐκ ἔστι τούτων· 3.15.5.1 Ἡ δὲ πύξος μεγέθει μὲν οὐ μεγάλη, τὸ φύλλον ὅμοιον ἔχει μυρρίνῳ. φύεται δ' ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις καὶ τραχέσι· καὶ γὰρ τὰ Κύτωρα τοιοῦτον, οὗ ἡ πλείστη γίνεται· ψυχρὸς δὲ καὶ ὁ Ὄλυμπος ὁ Μακεδονικός· καὶ γὰρ ἐνταῦθα γίνεται πλὴν οὐ μεγάλη· μεγίστη δὲ καὶ καλλίστη ἐν Κύρνῳ· καὶ γὰρ εὐμήκεις καὶ πάχος ἔχουσαι πολὺ παρὰ τὰς ἄλλας. δι' ὃ καὶ τὸ μέλι οὐχ ἡδὺ ὄζον τῆς πύξου. 1.9.3.1 Ἔστι δὲ τὰ μὲν ἀείφυλλα τὰ δὲ φυλλοβόλα. τῶν μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος· τῶν δ' ἀγρίων ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη, ταῦτα δὲ φύεται περὶ τὸν Ὄλυμπον, ἀνδράχλη κάμαρος τέρμινθος ἀγρία δάφνη. δοκεῖ δ' ἡ ἀνδράχλη καὶ ὁ κόμαρος τὰ μὲν κάτω φυλλοβολεῖν τὰ δὲ ἔσχατα τῶν ἀκρεμόνων ἀείφυλλα, ἔχειν ἐπιφύειν δὲ ἀεὶ τοὺς ἀκρεμόνας. 3.11.2.5 οἱ δ' ἐν τῷ Ὀλύμπῳ τὴν μὲν ζυγίαν ὄρειον μᾶλλον, τὴν δὲ σφένδαμνον καὶ ἐν τοῖς πεδίοις φύεσθαι· εἶναι δὲ τὴν μὲν ἐν τῷ ὄρει φυομένην ξανθὴν καὶ εὔχρουν καὶ οὔλην καὶ στερεάν, ᾗ καὶ πρὸς τὰ πολυτελῆ τῶν ἔργων χρῶνται, τὴν δὲ πεδεινὴν λευκήν τε καὶ μανοτέραν καὶ ἧττον οὔλην· καλοῦσι δ' αὐτὴν ἔνιοι γλεῖνον, οὐ σφένδαμνον. … καὶ τῆς ἄρρενος οὐλότερα τὰ ξύλα συνεστραμμένα, καὶ ἐν τῷ πεδίῳ ταύτην φύεσθαι μᾶλλον καὶ βλαστάνειν πρωΐτερον. 3.11.5.9 καθάπερ ὀξύη πτελέα τὰ ἄλλα· τὰ δὲ πεδεινὰ μανότερα καὶ ἀχρούστερα καὶ χείρω, πλὴν ἀπίου καὶ μηλέας καὶ ἀχράδος, ὡς οἱ περὶ τὸν Ὄλυμπόν φασι· ταῦτα δ' ἐν τῷ πεδίῳ κρείττω καὶ τῷ καρπῷ καὶ τοῖς ξύλοις· ἐν μὲν γὰρ τῷ ὄρει τραχεῖς καὶ ἀκανθώδεις καὶ ὀζώδεις εἰσίν, ἐν δὲ τῷ πεδίῳ λειότεροι καὶ μείζους καὶ τὸν καρπὸν ἔχουσι γλυκύτερον καὶ σαρκωδέστερον· μεγέθει δὲ αἰεὶ μείζω τὰ πεδεινά.) 4.5.3.1 Τῶν δὲ ἡμερουμένων ἥκιστά φασιν ἐν τοῖς ψυχροῖς ὑπομένειν δάφνην καὶ μυρρίνην, καὶ τούτων δὲ ἧττον ἔτι τὴν μυρρίνην· σημεῖον δὲ λέγουσιν ὅτι ἐν τῷ Ὀλύμπῳ δάφνη μὲν πολλή, μύρρινος δὲ ὅλως οὐκ ἔστιν. 5.7.7.1 ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ Εὐβοϊκὴ καρύα, καὶ πρὸς γε τὴν κατόρυξιν ἔτι μᾶλλον ἀσαπής, πύξῳ δὲ χρῶνται μὲν πρὸς ἔνια, οὐ μὴν ἀλλ' ἥ γε ἐν τῷ Ὀλύμπῳ γινομένη διὰ τὸ βραχεῖά τε εἶναι καὶ ὀζώδης ἀχρεῖος. Παυσανίας 9.40.75. λέγεται δὲ ὑπὸ Μακεδόνων Καρανὸν βασιλεύοντα ἐν Μακεδονίᾳ κρατῆσαι μάχῃ Κισσέως, ὅς ἐδυνάστευεν ἐν χώρᾳ τῇ ὁμόρῳ· καὶ. ὁ μὲν τρόπαιον ὁ Καρανὸς κατὰ νόμους τοὺς Ἀργείων ἔστησεν ἐπὶ τῇ νίκῃ· ἐπελθόντα δέ φασιν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου λέοντα ἀνατρέψαι τε τὸ τρόπαιον ‹καὶ› ἀφανισθῆναι, ‹συνεῖναι τε› γνώμῃ Καρανὸν [δὲ] οὐκ εὖ βουλεύσασθαι βαρβάροις τοῖς περιοικοῦσιν ἐς ἔχθραν ἐλθόντα ἀδιάλλακτον, καταστῆναί ‹τε› χρῆναι [γὰρ] μήτε ὑπὸ αὐτοῦ Καρανοῦ μήτε ὑπὸ τῶν ὑστέρων βασιλευσόντων Μακεδονίας τρόπαια ἵστασθαι, εἰ ἐς εὔνοιάν ποτε τοὺς προσχώρους ὑπάξονται. μαρτυρεῖ δὲ τῷ λόγῳ καὶ Ἀλέξανδρος, οὐκ ἀναστήσας οὔτε ἐπὶ Δαρείῳ τρόπαια ἐπὶ ταῖς Ἰνδικαῖς νίκαις. Ομ. Ύμν. εις Ερμ. 68 Ἡέλιος μὲν ἔδυνε κατὰ χθονὸς ὠκεανὸν δὲ αὐτοῖσίν θ' ἵπποισι καὶ ἅρμασιν, αὐτὰρ ἄρ' Ἑρμῆς Πιερίης ἀφίκανε θέων ὄρεα σκιόεντα, ἔνθα θεῶν μακάρων βόες ἄμβροτοι αὖλιν ἔχεσκον βοσκόμεναι λειμῶνας ἀκηρασίους ἐρατεινούς. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 7.130.9 ΤΕΥΘΟΣ. ὁ δὲ τεῦθος (π. 324 Ρ) μόνῳ τούτῳ διαφέρει, τῷ μεγέθει· γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν, τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει, τὸν δὲ ἄνω μείζονα, ἄμφω δὲ μέλανας καὶ ὁμοίους ῥύγχει ἱέρακος, ἀναπτυχθείς δὲ κοιλίαν ἔχει ὁμοίαν ταῖς ὑείαις. ἐν δὲ ε' μορίων (π. 550 β 14) βραχύβιά φησιν εἶναι τὸν τεῦθον καὶ τὴν σηπίαν. Ἀρχέστρατος δ' ὁ πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν διὰ γαστριμαργίαν περιελθών [πλεύσας] φησι (φρ. 43 Ρ)· τευθίδες ἐν Δίῳ τῷ Πιερικῷ παρὰ χεῦμα Βαφύρα· καὶ ἐν Ἀμβρακίᾳ παμπληθέας ὄψει.
162 Βλ. Ε. Καλιαμπός, «Η χλωρίδα, η πανίδα και τα αισθητικά δάση του Ολύμπου», και Ε. Παπουτσή-Κωστοπούλου, «Ο Όλυμπος θησαυροφυλάκιο ανεκτίμητου γενετικού υλικού», στο Πρακτικά διημέρου Συνεδρίου για τον Όλυμπο, Λάρισα 1993, 97 και 107 κ.εξ.