Εξώφυλλο

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία

Προς τη γένεση των πόλεων

Εκδότης: Δημήτριος Β. Γραμμένος

  • 1. Διπλή τράπεζα Νέας Αγχιάλου, από νότια (από το αρχείο του Μ. Τιβέριου).

  • 2. Τούμπα Θεσσαλονίκης (η καθαυτό τούμπα και τμήμα της τράπεζας), από βόρεια (αεροφωτ. από το αρχείο του ΑΠΘ).

  • 3. Καραμπουρνάκι (λήψη από βορειοδυτικά, από τον Πύργο Τριγωνίου των τειχών της Θεσσαλονίκης). O αρχαίος οικισμός εντοπίζεται επί του ακρωτηρίου (φωτ. Κ. Σουέρεφ).

  • 4. Σάνη της Παλλήνης. O αρχαίος οικισμός εντοπίζεται επί του ακρωτηρίου και στον χώρο του ξενοδοχείου. Στο βόρειο τμήμα της «μαρίνας» (προς το ξενοδοχείο) ανιχνεύθηκε το ιερό της Άρτεμης (αεροφωτ. σε διαφημιστικό φυλλάδιο).

  • 5. Σάνη της Παλλήνης. Υστερογεωμετρικός κρατήρας, από την αρχαϊκή οικία Β (από I. Βοκοτοπούλου, Αρχαία Μακεδονία V, Διεθνές Συμπόσιο Θεσσαλονίκης, 10-15.10.1989, τ. 1, ΙΜΧΑ 1993, 222, εικ. 27).

  • 6. Σάνη της Παλλήνης. Τμήμα λαιμού ζωγραφισμένου πίθου, από την αρχαϊκή οικία Β (από I. Βοκοτοπούλου, ό.π., 226, εικ. 31).

  • 7. Σάνη της Παλλήνης. Όστρακα αγγείων με γραμμική διακόσμηση, από την αρχαϊκή οικία Β (από I. Βοκοτοπούλου, ό.π., 227, εικ. 32).

  • 8. Μένδη. Ο αρχαιολογικός χώρος από δυσμάς (λήψη από το Ποσείδι) (φωτ. Κ.Σ.)

  • 9. Τορώνη. Ο αρχαιολογικός χώρος από νότια (από Κ. Σισμανίδης, Η ιστορία της Χαλκιδικής, έκδ. Νομαρχ. Αυτοδ. Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη 1998, 49, εικ. 48).

Ευρήματα από οικισμούς με μάλλον εντόπιο πληθυσμό

Η γεωμετρική κεραμική ευβοϊκής προέλευσης που αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές της διπλής τράπεζας της Νέας Αγχιάλου, αμέσως βόρεια του αρχαϊκού νεκροταφείου της σημερινής Σίνδου, αποτελεί από τα σημαντικότερα στοιχεία για τα δεδομένα ενός γηγενούς οικισμού[18] (Εικ. 1). Η θέση βρίσκεται κοντά στον αρχαίο Εχέδωρο ποταμό, Γαλλικό σήμερα, στις αποθέσεις του οποίου πιθανότατα συνέλεγαν χρυσό οι αρχαίοι κάτοικοι. Η Νέα Αγχίαλος και η Σίνδος των ημερών μας ανήκουν στη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των εκβολών του Αξιού ποταμού και της σύγχρονης πόλης. Η γεωμετρική κεραμική από τον οικισμό της διπλής τράπεζας της Νέας Αγχιάλου ανήκει σε επείσακτα ευβοϊκά αγγεία του 8ου αι. π.Χ. Πρόκειται για δείγμα μιας ευρύτερης ευβοϊκής παρουσίας στην παραθερμαϊκή ζώνη, όπως φανερώνουν ανάλογα αρχαιολογικά ευρήματα και από άλλες θέσεις (π.χ. στην Τούμπα Θεσσαλονίκης και στο Καραμπουρνάκι για τις οποίες βλ. παρακάτω). Πιθανότατα οι κάτοικοι του οικισμού της Νέας Αγχιάλου-Σίνδου επιδίδονταν όχι μόνο στην εμπορία χαλκού και χρυσού, αλλά και στις τέχνες της μεταλλουργίας και της μεταλλοτεχνίας, πράγμα που θέτει κάτω από άλλη οπτική τόσο τα κατάλοιπα του οικισμού όσο και τα κτερίσματα των αρχαϊκών τάφων. Ο αρχαίος οικισμός της Αγχιάλου ταυτίζεται πιθανόν με τη Χαλάστρα ή τη Σίνδο ή μπορούμε να πούμε ότι ανήκε με το οικιστικό και εργαστηριακό της δυναμικό στη γεωγραφική ενότητα οικισμών και των γαιών τους, γνωστά στις αρχαίες πηγές με κάποιο από τα ονόματα αυτά[19].

Επίσης, ευβοϊκή κεραμική μαζί με τοπική της πρώιμης εποχής του σιδήρου ήρθε στο φως στα στρώματα του οικισμού στην τράπεζα (στα τραπεζιόσχημα πλατώματα γύρω από τον λοφίσκο) της Τούμπας Θεσσαλονίκης[20] (Εικ. 2), όπως και σε άλλες γειτονικές θέσεις (π.χ. Τράπεζα Πολίχνης). Η υπομυκηναϊκή και γεωμετρική κεραμική από την τράπεζα της Τούμπας Θεσσαλονίκης συγκρίνεται με ανάλογες κατηγορίες από το Λευκαντί και την Ερέτρια. Τα ευρήματα αυτά, καρπός της ευβοϊκής επιρροής στον μυχό του Θερμαϊκού ανάμεσα στο αρχαίο διπλό λιμάνι στο ακρωτήριο Καραμπουρνάκι (γνωστό και ως Μικρό Έμβολο ή Μικρό Καραμπουρούν), όπου και ο ομώνυμος οικισμός σε τράπεζα (Εικ. 3), και τις ανατολικές εκβολές του Εχέδωρου / Γαλλικού ποταμού[21].

Η Τούμπα Θεσσαλονίκης και το Καραμπουρνάκι, με τις άμεσες και έμμεσες επαφές με το ευβοϊκό στοιχείο και με άλλους εκπροσώπους αποικιών, μητροπόλεων και άλλων εμπορικών κέντρων, σηματοδοτούν πιθανότατα την ενότητα χώρου της Θέρμης, η οποία καθόρισε την ονομασία του κόλπου σε Θερμαίο[22]. Τα πορίσματα των ανασκαφών από την Τούμπα Θεσσαλονίκης, η οποία ανασκάπτεται από το 1985 συνεχώς, αντικατοπτρίζουν μια ενδεικτική κατάσταση για τα παράλια και την εγγύς ενδοχώρα της Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία διέθετε δεκάδες οικισμούς με τη μορφή κωνικών και τραπεζιόσχημων λόφων[23]. Περιορισμένη εμφανίζεται, με τα μέχρι σήμερα στοιχεία από την Τούμπα Θεσσαλονίκης, η αρχαιολογική τεκμηρίωση σχετικά με δραστηριότητες μεταλλουργίας και μεταλλοτεχνίας. Αντίθετα, το πλήθος των αποθηκών που αποκαλύπτονται εντός του οικισμού στην Τούμπα παραπέμπει στο αγροτικό υπόβαθρό του.

Ανάμεσα στα αξιόλογα ευρήματα ευβοϊκής, νησιωτικής, ιωνικής και κορινθιακής προέλευσης του 8ου και 7ου αι. π.Χ. από τη Σάνη της Παλλήνης (Εικ. 4) ξεχωρίζουν ο θεωρούμενος υστερογεωμετρικός ευβοϊκός κρατήρας, ο οποίος χρονολογείται στα τέλη του 8ου αι. π.Χ και άλλα όστρακα με ευβοϊκά στοιχεία[24] (Eικ. 5, 6, 7). Η παράκτια αυτή θέση νότια της Ποτίδαιας προς τον Θερμαϊκό Κόλπο κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Ακόμη και αν θεωρήσουμε τη Σάνη παροικία ή εμπορείο των Ερετριέων και των Ιώνων κατά την περίοδο του 8ου-7ου αι. π.Χ. η υπερίσχυση του τοπικού στοιχείου στον οικισμό φαίνεται από τα ευρήματα δεδομένη.

Σε έναν παραδοσιακό οικισμό με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά βρέθηκαν δείγματα υστερομυκηναϊκής κεραμικής του 12ου αι. π.Χ. από τη Βίγλα της Μένδης (Εικ. 8) στο νοτιοδυτικό άκρο της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, της Παλλήνης, κεραμική που συγκρίνεται με αντίστοιχη από το Λευκαντί[25]. Προκύπτει εύλογα ότι στη Μένδη συνυπήρχε ευβοϊκός σταθμός με συμφέροντα στη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο του βορείου Αιγαίου και υποδηλώνεται κάποια μορφή συνεργασίας ανάμεσα στους εντόπιους και τους Ευβοείς, πιθανότατα Ερετριείς, ώστε να αξιοποιούνται οι φυσικοί πόροι της περιοχής.

Η ίδια υπόθεση εργασίας εμφανίζεται και στην περίπτωση της Τορώνης (Εικ. 9), στο ακρωτήριο της κεντρικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, της Σιθωνίας. Στις ανασκαφές της Τορώνης ανάμεσα στα ευρήματα κεραμικής των υστεροελλαδικών χρόνων και της πρώιμης εποχής του σιδήρου εντοπίζονται και ευβοϊκά[26].

 

18 Ανασκαφές στη Νέα Αγχίαλο: Μ. Τιβέριος, «Αρχαιολογικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Νέας Αγχιάλου (Σίνδος) κατά το 1990», ΑΕΜΘ 4, 1990, 315-332, ειδ. 322 και εικ. 7, 323-324 και εικ. 16, τ.ί., «Αρχαιολογικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Νέας Αγχιάλου (Σίνδος) κατά το 1991», ΑΕΜΘ 5, 1991, 235-246, τ.ί., «Οι ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Νέας Αγχιάλου κατά το 1992», ΑΕΜΘ 6, 1992, 357-367, ειδ. 362-363, τ.ί. «Οι ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Νέας Αγχιάλου κατά το 1993», ΑΕΜΘ 7, 1993, 241-251, ειδ. 243 και 246 (πιθανόν ευβοϊκό εμπορείο), τ.ί., «Εισαγμένη κεραμική …», ό.π., 554-558 και εικ. 4-5 (για την ευβοϊκή παρουσία στον Θερμαϊκό Κόλπο και για την πιθανή διάδοση της οπισθότμητης οινοχόης από την Μακεδονία στο Λευκαντί), Μ. Τιβέριος - Κ. Καθαρίου - Κ. Λαχανίδου, «Οι ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 1994», ΑΕΜΘ 8, 1994, 223-229, Μ. Τιβέριος - Μ. Oettli, «Οι ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 1995», ΑΕΜΘ 9, 1995, 293-300, Μ. Τιβέριος, «Επτά χρόνια (1990-1996) αρχαιολογικών ερευνών στη διπλή τράπεζα Αγχιάλου Σίνδου. Ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 10Α, 1996, 407-425, Μ. Τιβέριος - Α. Παντή - Φ. Σερόγλου - Α. Αβραμίδου - Κ. Λαχανίδου - Μ. Oettli - Κ. Καϊτελίδης, «Οι ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 1997», ΑΕΜΘ 11, 1997, 297-304, τ.ί., «The Ancient Settlement in the Anchialos-Sindos Double Trapeza. Seven Years (1990-1996) of Archaeological Research», στο M. Bats e B. d'Agostino (a cura), Euboica. L' Eubea e la presenza euboica in Calcidica e in Occidente, Atti del Convegno Internazionale di Napoli 13-16.11.1996, Napoli 1998 (Coll. CJB, 15 AION ArchStAnt Quaderno 12), 243-253, Μ. Τιβέριος - Σ. Γιματζίδης, «Αρχαιολογικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 2000», ΑΕΜΘ 14, 2000, 193-203, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου κατά το 2001», ΑΕΜΘ 15, 2001, 299-308. Για το γειτονικό νεκροταφείο της Σίνδου βλ. Α. Δεσποίνη - I. Βοκοτοπούλου - Β. Μισαηλίδου - Μ. Τιβέριος, Σίνδος. Κατάλογος της έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ΤΑΠ, Αθήνα 1985, Α. Δεσποίνη, στο Ελληνικός Πολιτισμός. Μακεδονία. Το βασίλειο του Μ. Αλεξάνδρου. Κατάλογος έκθεσης του Μόντρεαλ, ΥΠΠΟ-ICOM, Αθήνα 1993, 162-169.

19 Για την ταύτιση της διπλής τράπεζας της Νέας Αγχιάλου (γνωστής στη βιβλιογραφία και ως Ίγγλις) με την αρχαία Χαλάστρα ή τη Σίνδο πρβ. M.B. Hatzopoulos - L.D. Loukopoulou, Morrylos cité de la Crestonie, Athénes 1989 (Μελετήματα 7), 87-91 (Χαλάστρα), Μ. Τιβέριος, «Αρχαιολογικές έρευνες … κατά το 1990», ό.π., 324-325 (Χαλάστρα), τ.ί., «Οι ανασκαφικές έρευνες … κατά το 1992», ό.π., 364 (Σίνδος), τ.ί., «Οι ανασκαφικές έρευνες … κατά το 1993, ό.π., 560 (Σίνδος). Πρβ. επίσης Μ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτη, «Ταφικός τύμβος στον Αγ. Αθανάσιο Θεσσαλονίκης: νέα ανασκαφικά στοιχεία», ΑΕΜΘ 6, 1992, 369-382, 376 (προτείνει τον οικισμό στη Γέφυρα ως Χαλάστρα).

20 Ανασκαφές στην τράπεζα της Τούμπα Θεσσαλονίκης: Κ. Σουέρεφ, «Τούμπα Θεσσαλονίκης 1985-1996: Το ανασκαφικό έργο στην τράπεζα και το νεκροταφείο», ΑΕΜΘ 10Α, 1996, 398-406, τ.ί., «Τούμπα Θεσσαλονίκης. Ζητήματα αρχαιολογίας και σημασίες της ανασκαφικής έρευνας», Θεσσαλονικέων Πόλις 5, 2001, 71-88, τ.ί., «Τούμπα Θεσσαλονίκης: ταφική αρχαιολογία», Θεσσαλονικέων Πόλις 8, 2002, 9-26.
Από την ανασκαφή ενός άλλου οικισμού στο εσωτερικό του Κόλπου, μεταξύ Τούμπας Θ. και Νέας Αγχιάλου, στην Τράπεζα της Πολίχνης (γνωστή στη βιβλιογραφία και ως Λεμπέτ) προέρχονται και άλλα ευβοϊκά ευρήματα: Κ. Τζαναβάρη - Α. Λιούτας, «Τράπεζα Λεμπέτ. Μια πρώτη παρουσίαση», ΑΕΜΘ 7, 1993, 265-278, ειδ. 271 και εικ. 9 (όστρακα αγγείων με παράσταση πτηνών από ευβοϊκά εργαστήρια, εντοπίζονται σε στρώμα του δεύτερου μισού του 8ου αι. π.Χ.

21 Ανασκαφές στο Καραμπουρνάκι: Κ. Ρωμαίος, «Ανασκαφή στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης», στο Επιτύμβιον X. Τσούντα, Αθήνα 1941, 358-387, Μ. Τιβέριος, «Όστρακα από το Καραμπουρνάκι», ΑΕΜΘ 1, 1987, 247-260, Μ. Τιβέριος - Ε. Μανακίδου - Δ. Τσιαφάκη, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 1994: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 8, 1994, 197-202, Μ. Τιβέριος, «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 1995: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 1995, 277-282, Μ. Τιβέριος, «Έξι χρόνια πανεπιστημιακών ανασκαφών στο Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης (1994-1999)», Εγνατία 5, 1995-2000, 297-321, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 1997: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 11, 1997, 327-335, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 1998: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 12, 1998 223-230, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 1999: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 13, 1999, 167176, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2000: ο αρχαίος οικισμός», ΑΕΜΘ 14, 2000, 205-214, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στο Καραμπουρνάκι κατά το 2001: ο αρχαίος οικισμός». ΑΕΜΘ 15, 2001, 255-262, Ε. Παντερμαλή - Ε. Τρακοσοπούλου, «Καραμπουρνάκι 1994: η ανασκαφή της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ», ΑΕΜΘ 8, 1994, 203-215, τ.ί., «Καραμπουρνάκι 1995. Η ανασκαφή της ΙΣΤ' ΕΠΚΑ», ΑΕΜΘ 9, 283-292.

22 Πρβ. σημ. 10 (Θέρμη). Για την τοποθέτηση της αρχαίας Θέρμης πρβ. M. Vickers, «Therme and Thessaloniki» στο Studies in Honour of Ch. Edson, Thessaloniki 1981, 327-333 (Inst. for Balkan Studies 158) όπου συνοψίζει τις διάφορες θεωρίες και τοποθετεί τη Θέρμη στη θέση όπου θα ιδρυθεί η Θεσσαλονίκη, Ι. Βοκοτοπούλου, Θεσσαλονίκη. Από τα προϊστορικά μέχρι τα χριστιανικά χρόνια. Οδηγός της έκθεσης 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης, ΤΑΠ, Αθήνα 1986, 15 (προτείνει την Τούμπα Θεσσαλονίκης), τ.ί., στο Ελληνικός Πολιτισμός. Μακεδονία. Το βασίλειο του Μ. Αλεξάνδρου. Κατάλογος έκθεσης στο Μοντρεάλ, ΥΠΠΟ-ICOM, Αθήνα 1993, 76 (επαναπροτείνεται η Τούμπα Θ.), Μ. Τιβέριος, «Από τα απομεινάρια ενός προελληνικού ιερού περί τον Θερμαίον Κόλπον, στο Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Μνήμη Δ. Λαζαρίδη. Πρακτικά Αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 1986, Θεσσαλονίκη 1990, 71-81, τ.ί., «Όστρακα από το Καραμπουρνάκι …», ό.π., (προτείνεται το Καραμπουρνάκι). Πρβ. επίσης για την ιστορική γεωγραφία Δ. Παπακωνσταντίνου-Διαμαντούρου, «Χώρα Θεσσαλονίκης», στο Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Μνήμη Δ. Λαζαρίδη. Πρακτικά Αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 1986, Θεσσαλονίκη 1990, 99,107.

23 Ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό (γήλοφο) Τούμπας Θεσσαλονίκης βλ. Σ. Ανδρέου - Κ. Κωτσάκης. «Η προϊστορική Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Παλιά και νέα ερωτήματα», ΑΕΜΘ 10Α, 1996, 369-387. Για τις ανασκαφές στον οικισμό των ιστορικών χρόνων (τράπεζα) της Τούμπας Θεσσαλονίκης βλ. σημ. 20.

24 Ανασκαφές στη Σάνη της Παλλήνης: Α. Ρωμιοπούλου, στο ΑΔ 29, 1973/74 Χρονικά, 674 και 696, τ.ί., «Pottery evidence from the North Aegean» στο Les céramiques de la Gréce de l' Est et leur diffusion en Occident, Paris 1977, 1978, 63-65 πιν. 29, εικ. 5 (ευβοϊκός κρατήρας), Ε. Γιούρη, στο Neue Forschungen in griechischen Heiligtumen, Tübingen 1976, 136, 138, εικ. 4, Ι. Βοκοτοπούλου, «Αρχαϊκό ιερό στη Σάνη Χαλκιδικής», στο Αρχαία Μακεδονία V 1993, 179-236, εικ. 31, 32: γ, 33 (όστρακα ευβοϊκών αγγείων και νησιωτικών μαζί με ιωνικά και κορινθιακά του 7ου αι. π.Χ. από το ιερό, όστρακα του τέλους του 8ου και του 7ου αιώνα, από την κατοικία Β υπογεωμετρικών ερετριακών ή εντόπιων αγγείων με διακόσμηση ευβοϊκής και κυκλαδικής προέλευσης: πίθοι, δίνοι, σκύφοι). Η Βοκοτοπούλου θέτει το ζήτημα: «παροικία·- ένα εμπόριο μέσα σ' έναν ανθούντα θρακικό οικισμό». Επίσης βλ. τ.ί., στο ΑΔ 42, 1987 Χρονικά, 367-368. Πρβ. Μ. Τιβέριος, «Όστρακα από τη Σάνη της Παλλήνης», Εγνατία 1, 1989, 31-64 όπου αντιμετωπίζει και το πρόβλημα του ευβοϊκού αποικισμού στη Χαλκιδική.

25 Ανασκαφές στη Βίγλα της Μένδης με υστεροελλαδική κεραμική. Ι. Βοκοτοπούλου, στο ΑΔ 41, 1986 Χρονικά, 147-149, τ.ί., στο ΑΔ 42, 1987 Χρονικά, 368, τ.ί., «Ανασκαφικές έρευνες στη Χαλκιδική», ΑΕΜΘ 1, 1987, 279-293, ειδ. 280-281 και 288 εικ.7.

26 Ανασκαφές στην Τορώνη: A. Cambitoglou, στα ΠρακτΑΕ 1975, 103-130, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1976, 138-141, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1981, 33-39, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1982, 69-78, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1984, 4065, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ, 40-65, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1986, 112-131, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1988, 108-118, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1990, 185-197, τ.ί., στα ΠρακτΑΕ 1993, 117-127, A. Cambitoglou - J.K. Papadopoulos, στο Ancient Macedonia. Australian Exhibition Catalogue, Athens 1988, 26, 83, 4547, 100-101, 182-186, 222-229, 408, τ.ί., «Οι ανασκαφές στην Τορώνη το 1989», ΑΕΜΘ 3, 1989, 439-449 (σύνθεση των ανασκαφικών δεδομένων), τ.ί., MeditArch 3, 1990, 93-142 (συζήτηση για την Τορώνη ως εγκατάσταση ευβοέων Χαλκιδέων), τ.ί., MeditArch 4, 1991, 147-171, τ.ί., MeditArch 7, 1994, 141-163, J.K. Papadopoulos, στο Arte dei Macedoni dall' età micenea ad Alessandro Magno. Κατάλογος έκθεσης στη Bologna, ΥΠΠΟ, Αθήνα 1988, 82-86, τ.ί., MeditArch 2, 1989, 9-44. Πρβ. K. Kilian, «Mycenaean Colonization: Norm and Variety», στο J.P. Descoeudres (ed.), Greek Colonists and Native Populations, Proceed. of the I Australian Congress of Classical Archaeology Held in Honour of A.D. Trendall, Sydney 1985, Oxford 1990, 445-467, ειδ. 455: «Coastal settlements of the type known from Agios Mamas or Torone were probably the primary nuclei for expansive diffusion … an actual Mycenaean presence in native harboure settlements», Κ. Σουέρεφ, «Μυκηναϊκά στοιχεία στα παράλια και στο εσωτερικό της κεντρικής Μακεδονίας», στο Αρχαία Μακεδονία V. Πρακτικά διεθνούς Συμποσίου Θεσσαλονίκη 1989, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1993, 1401-1417, ειδ. 1402-1403 (τα μυκηναϊκά στοιχεία από τη Μένδη και την Τορώνη επιβεβαιώνουν τις επιμέρους αλλαγές στον παραδοσιακό χαρακτήρα των οικισμών με εξειδικεύσεις και καινοτομίες). Πρβ. επίσης Μ. Τιβέριος, «Όστρακα από την Σάνη …», ό.π., Ι. Βοκοτοπούλου - Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, στο Ελληνικός Πολιτισμός. Μακεδονία. Το βασίλειο του Μ. Αλεξάνδρου, Κατάλογος έκθεσης Μοντρεάλ, YΠΠO-ICOM, Αθήνα 1993, 131: «Η πρωτογεωμετρική κεραμική που βρέθηκε στο νεκροταφείο της Τορώνης μαζί με ντόπια μακεδονική ακόσμητη και αμαυρόχρωμη κεραμική, πρέπει να προέρχεται είτε από την Εύβοια ή από τοπικά εργαστήρια των πρώιμων αποικιών της Ευβοίας στη Χαλκιδική».