Γεωμετρική εγκατάσταση
ΒΔ της «τούμπας» της εποχής χαλκού βρίσκεται ένα φυσικό ύψωμα, το ανατολικό τμήμα του οποίου είχε μορφή μιας πλατιάς ομαλής πλαγιάς. Η ανασκαφή στο ανατολικό άνω πλάτωμα του χώρου αυτού έφερε στο φως ένα μεγάλο τετράχωρο ορθογώνιο οικοδόμημα, μήκους 17,8 μ. και πλάτους 10,30 μ., το οποίο έχει αργολιθοδομική θεμελίωση, ενώ η ανωδομή του, από την οποία σώθηκαν ελάχιστα ίχνη, ήταν από ωμά πλιθιά (Εικ. 3, Σχ. 1). Στο ένα από τα δωμάτιά του αποκαλύφθηκε μια κυκλική εστία, διαμέτρου 0,30 μ., η οποία διατήρησε και το παχύ στρώμα στάχτης, υπόλειμμα από τις τελευταίες χρήσεις της. Δίπλα της βρέθηκαν στη θέση τους χειροποίητα οικιακής χρήσης αγγεία. Διαπιστώθηκε ακόμα δάπεδο με επάλειψη πηλού. Μικρές πρόχειρες κατασκευές, όπως οριζόντιες πλατφόρμες για το άλεσμα των δημητριακών, βρέθηκαν στο ανατολικό τμήμα του κτηρίου που ίσως ήταν ημιυπαίθριο. Πήλινα σφονδύλια για το γνέσιμο της κλωστής και υφαντικά βάρη, χάλκινα κοσμήματα, σιδερένια και λίθινα εργαλεία, άφθονη κεραμική και μυλόπετρες, που περισυλλέχθηκαν από όλο τον χώρο, ήταν μερικά από τα ευρήματα που φανερώνουν τον οικιακό χαρακτήρα του οικοδομήματος αυτού. Όσο μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η ανασκαφική έρευνα, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί σ' όλη την έκταση του τετράχωρου κτηρίου, μερικοί τοίχοι που αποκαλύφθηκαν βαθύτερα έδειξαν ότι υπήρχαν παλιότερες οικοδομικές φάσεις στη θέση αυτή. Το τετράχωρο κτήριο της νεότερης φάσης φαίνεται ότι ήταν μεγαλύτερο και ίσως προέκυψε από τη συνένωση δυο μονόχωρων κτηρίων της παλιότερης οικοδομικής φάσης (Φ2). Τα παλιότερα κτήρια καλύφθηκαν με μια επίχωση στην οποία διατηρήθηκαν ίχνη φωτιάς, τμήματα καμένων πλίνθων και κάρβουνα, πιθανόν λόγω καταστροφής από φωτιά. Και στην παλιότερη αυτή φάση διαπιστώθηκε σε έναν χώρο (4α) δάπεδο επιχρισμένο με πηλό. Σε λίγα σημεία, στο εσωτερικό του κτηρίου διερευνήθηκε και μια ακόμη παλιότερη οικοδομική φάση (Φ3). Εντοπίσθηκε στρώμα καταστροφής που προσδιορίζεται από μαύρο χώμα, κάρβουνο, καμένα πλιθιά και αρκετή κεραμική. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι ο τοίχος που οριοθετεί το κτήριο από τα δυτικά φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στην παλιότερη φάση 3, χωρίς όμως να πάψει να χρησιμοποιείται και στις επόμενες φάσεις 2 και 1.
Βόρεια του τετράχωρου κτηρίου βρίσκεται ένας ανοιχτός εξωτερικός χώρος. Εκεί, στην επίχωση που αντιστοιχεί στην φάση 1, βρέθηκαν δύο χάλκινα περίαπτα σε σχήμα πουλιού του τέλους 8ου-7ου αι. π.Χ.[96]. Βορειότερα αποκαλύφθηκε ένα μικρό ορθογώνιο κτίσμα (χώρος 3) το οποίο ήταν σε χρήση συγχρόνως με τη φάση 1 του τετράχωρου κτηρίου.
Νότια του τετράχωρου κτηρίου εκτείνεται ένας μεγάλος πιθεώνας (Εικ. 4) ο οποίος ορίζεται από τα δυτικά από δυο αποσπασματικά σωζόμενα τοιχάρια, ενώ δεν σώζονται οι υπόλοιποι τοίχοι του, οι οποίοι πιθανόν καταστράφηκαν από τη συστηματική γεωργική εκμετάλλευση του χώρου στα νεότερα χρόνια. O πιθεώνας αποτελούνταν από δεκαεπτά πιθάρια, τα περισσότερα μεγάλου μεγέθους (ύψους πάνω από 1 μ.), που βρέθηκαν in situ, πολλά από τα οποία διατηρούνταν μέχρι το ύψος της κοιλιάς τους. Μερικά από αυτά διέσωζαν ακόμη και τα καπάκια τους, πεσμένα στο εσωτερικό τους. Ανατολικά του πιθεώνα βρίσκεται ένας υπαίθριος χώρος, ένα είδος αυλής, ο οποίος οριοθετείται στο νότο από έναν μακρύ αναλημματικό τοίχο (Τχ7), μήκους 15 μ. και πλάτους 0,60 μ. Στον χώρο αυτό βρίσκονταν πρόχειρες υπαίθριες πέτρινες κατασκευές ορθογώνιου, ημικυκλικού ή κυκλικού σχήματος. Όπως φάνηκε από το πλήθος των οστράκων αγγείων καθημερινής χρήσης και μαγειρικών σκευών, το πλήθος των οστών ζώων, οστρέων και στάχτης μέσα και γύρω από τις κατασκευές αυτές, ο χώρος χρησιμοποιούνταν για τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες. Διαπιστώθηκε, ακόμη, ότι οι υπαίθριες αυτές κατασκευές είναι σύγχρονες με τη νεότερη οικοδομική φάση (Φ1) του τετράχωρου κτηρίου. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι τα υπολείμματα διαλυμένων λίθινων κατασκευών που βρέθηκαν μέσα στην υποκείμενη γκρίζα επίχωση μαζί με κατάλοιπα οστών ζώων, οστρέων και χοντροειδούς κεραμικής καθημερινής χρήσης πιστοποιούν ότι ο υπαίθριος αυτός χώρος είχε την ίδια λειτουργία και στην παλιότερη φάση 2. Ανάλογη χρήση φαίνεται ότι εξυπηρετούσε και ένας φούρνος (Φ1), διαστάσεων 0,70 x 0,90μ., που βρέθηκε βόρεια των κατασκευών.
Κάτω από τον φούρνο διέρχεται ο αργολιθοδομικός τοίχος 21, που έχει κατεύθυνση Α-Δ, και ο οποίος γωνιάζει και συνεχίζεται προς νότο. Σώζει μόνο μια σειρά λίθων καθ' ύψος και θεμελιώνεται 0,80 μ. βαθύτερα από τον αναλημματικό τοίχο 7, πάνω σε μια ωχροκίτρινη επίχωση που δεν περιέχει κεραμική. Οριοθετεί ένα χώρο (5), διαστάσεων 13,30 x 8,20 μ., του οποίου η λειτουργία είναι ασαφής, επειδή επιχώσθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη της χρήσης του. Η ωχροκίτρινη επίχωση φαίνεται ότι είναι φερτή, ώστε να δημιουργηθεί μια «ταράτσα», με την οποία καλύφθηκε η προγενέστερη χρήση του χώρου. Η επίχωση της «ταράτσας», μέγιστου πάχους ± 2,20 μ., απλώνεται οριζόντια στο κεντρικό τμήμα, όπου δηλαδή εδράζεται ο τοίχος 21, και φαίνεται ότι συνεχίζεται και κάτω από το τετράχωρο κτίριο. «Σβήνει» στα νότια, έχοντας ανωδική κλίση, προς τον αναλημματικό τοίχο 7, ο οποίος είναι θεμελιωμένος στο πάνω μέρος της επικλινούς παρειάς της φυσικής κοιλότητας, και στα βόρεια προς το βόρειο άκρο ενός φυσικού υψώματος (Σχ. 2). Βαθύτερα, εμφανίζεται μια γκρίζα λιπαρή επίχωση πάχους ± 0,75 μ. η οποία περιέχει αποσαθρωμένα οργανικά υλικά αλλά και κατάλοιπα φωτιάς (καμένα πλιθιά, κάρβουνα) κατά τόπους. Μολονότι δεν παρατηρούνται οικοδομικά λείψανα παρά μόνο συσσωρεύσεις λίθων σε ορισμένες περιοχές, η επίχωση χαρακτηρίζεται από άφθονη κεραμική, γραπτή γεωμετρική και ντόπια άβαφη, καλής ποιότητας. Η επίχωση αυτή, που τουλάχιστον στο νότιο τμήμα του χώρου εφάπτεται στο φυσικό βραχώδες επικλινές έδαφος, ακολουθεί τις κλίσεις της υπερκείμενης ταράτσας. Συνεπώς δίνεται η εντύπωση ότι τον χώρο, κάτω από το τετράχωρο κτήριο και ανατολικά του, καταλαμβάνει μια μισγάγκεια[97], μια από τις πολλές που υπάρχουν και σήμερα στον περιβάλλοντα χώρο του οικισμού, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί ως χώρος απορριμμάτων, αλλά πιθανόν και άλλων δραστηριοτήτων, και η οποία στη συνέχεια επιχώσθηκε. Θα πρέπει δηλαδή να υποθέσουμε ότι στο τμήμα αυτό εργατικό δυναμικό μετέφερε εκατοντάδες κυβικά χώματος και γέμισε μια φυσική κοιλότητα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε μια επίπεδη επιφάνεια, πάνω στην οποία στη συνέχεια κατασκευάστηκαν όλα τα οικοδομήματα και οι πρόχειρες κατασκευές που αναφέραμε προηγουμένως.
Κάτω από την ταράτσα, σε βάθος 4,75 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, αποκαλύφθηκε ένα μονόχωρο κτήριο 6 (Σχ. 1, Εικ. 5), διαστάσεων 3,50 x 6,40 μ., το οποίο ήταν κατά τα φαινόμενα και το παλιότερο οικοδόμημα που κατασκευάστηκε στη βορειοανατολική περιοχή του λόφου και το οποίο εδράζεται πάνω σε φυσικό βραχώδες έδαφος. Είχε θεμελίωση από αργούς λίθους και πλίνθινους τοίχους, ενώ στη βόρεια πλευρά του στηριζόταν σε μια φυσική πλαγιά, που λειτουργούσε ως τοίχος και για το σκοπό αυτό είχε διαμορφωθεί κατάλληλα. Ένα στενό άνοιγμα, πλάτους 0,60 μ. στη δυτική πλευρά της θεμελίωσης του αποτελεί την είσοδο προς το εσωτερικό του. Η αργολιθοδομική θεμελίωση σώζεται σε ύψος 0,20 μέχρι 0,50 μ. και έχει πλάτος 0,60 μ. Η ανωδομή του κτηρίου ήταν από ωμά πλιθιά, τμήματα των οποίων βρέθηκαν πεσμένα στο εσωτερικό του. Το δάπεδο του ήταν από πατημένο χώμα πάνω σε υπόστρωμα από σπασμένα κομμάτια αγγείων. Στη βορειοδυτική γωνία του υπολείμματα καμένων πηλών προέρχονται από μια ορθογώνια κατασκευή, η οποία μπορεί να ταυτισθεί με εστία η φούρνο. Το εσωτερικό του κτηρίου περιείχε ελάχιστα κινητά ευρήματα. Ένα μόνο χειροποίητο κύπελλο βρέθηκε δίπλα στην εστία. Φαίνεται λοιπόν πιθανόν ότι το κτήριο αυτό, που θα αποτελούσε μια μονόχωρη οικία, εγκαταλείφθηκε πριν από την κατάρρευση των τοίχων του. Μετά την εγκατάλειψη του επιχώσθηκε με ένα παχύ στρώμα ερυθροκίτρινου χώματος.
Αξίζει ακόμα να αναφερθεί η παρουσία ενός μεγάλου αναλημματικού τοίχου (Τχ 37), που βρέθηκε, αρκετά διαλυμένος, στα νοτιοανατολικά του κτηρίου 6 (Σχ. 1), και ο οποίος πιθανότατα στήριζε την ταράτσα που προαναφέραμε, από τα ανατολικά. Σώζεται σε μήκος 12 μ. και έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Το πλάτος του δεν στάθηκε δυνατό να εξακριβωθεί λόγω της κατάρρευσης του βόρειου μετώπου στο πρανές του λόφου. Ανατολικότερα δυο ακόμη τοίχοι (Τχ 7α και Τχ 36), που σώζονται αποσπασματικά, φαίνεται ότι επίσης λειτουργούσαν ως αναλήμματα.
Η κεραμική του άνω πλατώματος, άβαφη και γραπτή, ανήκει αποκλειστικά στην εποχή σιδήρου-γεωμετρικών χρόνων και είναι αυτή που απαντά σε γειτονικές περιοχές, όπως π.χ. στην Αγχίαλο[98], την Τσαουσίτσα, το Αξιοχώρι (Βαρβαρόφτσα)[99], τον Καστανά[100]. Χαρακτηριστική είναι μια κατηγορία γραπτής εισηγμένης γεωμετρικής κεραμικής, που αποτελείται από σκύφους και κύπελλα με λεπτά τοιχώματα και καθαρό πηλό και διακοσμείται με ομόκεντρους κύκλους και κρεμαστές γραμμές[101]. Η ντόπια γραπτή κεραμική, απομίμηση της εισακτής, διακρίνεται για τις οριζόντιες ταινίες, τους ομόκεντρους κύκλους, τους διαγραμμισμένους ρόμβους και τρίγωνα. Αρκετά είναι και τα όστρακα που ανήκουν στη γνωστή πια εγχώρια κεραμική του μυχού του Θερμαϊκού με το ασημίζον επίχρισμα και τα ίδια επίσης γεωμετρικά μοτίβα[102] (Εικ. 6). Τέλος, άβαφα αγγεία της εποχής σιδήρου συνυπάρχουν με τα προηγούμενα. Επικρατούν υδρίες με συστραμμένες λαβές, μόνωτα κύπελλα, φιάλες με διχαλωτές λαβές, λεκανίδες. Οι φιάλες είναι συχνά διακοσμημένες με χαρακτή διακόσμηση με νυχιές, με συνδεόμενους κύκλους, με ζικ-ζακ γραμμές. Χαρακτηριστικός είναι ένας ευβοϊκός σκύφος με γραπτή διακόσμηση δικτυωτού κοσμήματος που βρέθηκε σε λάκκο απορριμμάτων και χρονολογείται στο β' μισό του 8ου αι. π.Χ.[103]. Από μια πρώτη εξέταση η κεραμική αυτή μπορεί να χρονολογηθεί στον 9ο-7ο αι. π.Χ.
Στο νότιο φρύδι του υψώματος σε απόσταση περίπου 60 μ. από τον χώρο του τετράχωρου κτηρίου και γύρω στα 8 μ. χαμηλότερα, εμφανίσθηκαν οικοδομικά λείψανα της ίδιας εποχής. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε σε μήκος 20 μ. ένας αργολιθοδομικός τοίχος Τχ 2, Τχ 9 κατεύθυνσης Α-Δ και πλάτους 0,60 μ., πιθανόν με αναλημματική λειτουργία, νότια του οποίου με κάθετους επίσης αργολιθοδομικούς τοίχους σχηματίζονται συνεχόμενα δωμάτια (Σχ. 3).
Τα πέντε δωμάτια (1-5), που βρίσκονται σε μια σειρά, κατά τον άξονα Α-Δ, στηρίζονται προς τον βορρά στον μακρύ αναλημματικό τοίχο (Τχ 2, Τχ 9). Το έκτο (6) βρίσκεται νοτιότερα, σε επαφή με το δωμάτιο 2. Μολονότι το νότιο τμήμα τους δεν διατηρείται, η διάταξή τους στον χώρο, όπου υπάρχει μια έντονη κατωφέρεια προς νότο, καθώς επίσης και η ύπαρξη του αναλημματικού τοίχου στα βόρεια, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι καθένα είχε είσοδο από τον νότο, δηλαδή η πρόσοψή τους «έβλεπε» προς το ποτάμι, τον σημερινό Γαλλικό ποταμό. Ο βόρειος αναλημματικός τοίχος στο κατώτερο τμήμα του ακουμπούσε σε φυσική επίχωση και φαίνεται ότι συγκρατούσε τα χώματα που πιθανόν έπεφταν από τα ψηλότερα σημεία του λόφου. Το γεγονός ότι δεν έχουν εντοπισθεί ανοίγματα επικοινωνίας μεταξύ των δωματίων, αλλά μερικές φορές διπλοί τοίχοι, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένδειξη ότι αποτελούν μονόχωρα ανεξάρτητα κτήρια. Ωστόσο δεν μπορεί να αποκλεισθεί και η πιθανότητα να απαρτίζουν ένα μεγάλο κτίριο.
Τα δυο δυτικότερα δωμάτια (1, 2) έχουν στο βόρειο τμήμα τους δάπεδα που αποτελούνται από μεγάλες πλακαρές πέτρες (Εικ. 7). Στο δωμάτιο 2, μάλιστα, διαπιστώθηκαν δυο τέτοια επάλληλα πλακόστρωτα δάπεδα που φαίνεται ότι αντιστοιχούν σε δυο οικοδομικές φάσεις του κτηρίου (Φ1, Φ2). Ανάμεσα στα δυο πλακόστρωτα υπήρχε ένα πλούσιο στρώμα καταστροφής στο οποίο βρέθηκαν αρκετά μικρά και μεσαίου μεγέθους αγγεία, όπως οπισθότμητοι πρόχοι και προχοΐσκες, ένα κύπελο με προχοή, μια φιάλη, ένας αμφορέας, μια χύτρα. Στο ίδιο στρώμα υπήρχαν και υπολείμματα καμένων πλίνθων και καμένες μάζες πηλού που προέρχονταν από την κατάρρευση της στέγης, αλλά και των πλίνθινων τοίχων, η καταστροφή των οποίων προήλθε κατά τα φαινόμενα από πυρκαγιά. Η παρουσία των πλίνθων υποδηλώνει ότι το δωμάτιο 2 στη φάση 2 είχε, ως επί το πλείστον, πλίνθινους τοίχους.
Τα δωμάτια 3, 4 και 5, δεν έχουν πλακόστρωτα δάπεδα, αλλά και αυτά διατηρούν ένα αντίστοιχο πλούσιο στρώμα καταστροφής, που περιείχε επίσης πλιθιά, μάζες πηλού και αγγεία. Ιδιαίτερα στο στρώμα καταστροφής, στο δυτικό τμήμα του δωματίου 4, βρέθηκαν στη θέση τους ένδεκα αγγεία, μερικά αποθηκευτικά και άλλα που αποτελούν σκεύη συμποσίου, όπως δυο πιθαμφορείς, δυο αμφορείς, μια πρόχους, μια προχοΐσκη, ένας κάνθαρος, ένα κύπελο (Εικ. 8). Από τα υπολείμματα πλίνθων θα πρέπει να υποθέσουμε ότι και εδώ, στη φάση 2, το δωμάτιο είχε κατασκευασθεί με πλίνθινους τοίχους, εκτός από τη βόρεια πλευρά του που ήταν αργολιθοδομική. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί ότι βαθύτερα από το δάπεδο της φάσης 2 εντοπίσθηκε ένας πλίνθινος τοίχος σε σχήμα Γ, ακόμη παλιότερος, ο οποίος αποτελεί το νότιο και νοτιοδυτικό όριο του αντίστοιχου χώρου, ενώ το νότιο τμήμα του εφάπτεται σε έναν σύγχρονό του αργολιθοδομικό τοίχο με κατεύθυνση Α-Δ (Τχ 11). Το γεγονός ότι αγγεία της φάσης 2 εδράζονται σχεδόν πάνω στους δυο αυτούς τοίχους, δείχνει ότι κατά την οικοδομική φάση 3 το δωμάτιο θα ήταν μικρότερο.
Βορειοδυτικά του συγκροτήματος των δωματίων μια λιθορριπή, ορθογώνιου οχήματος και έκτασης 11 x 19 μ. (Σχ. 1) υποδηλώνει ίσως ότι στη θέση αυτή θα υπήρχε ένα κτήριο, το οποίο κάποτε καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Πάντως μετά την αφαίρεση της λιθορριπής δεν βρέθηκαν τοίχοι, ούτε στάθηκε δυνατό να εντοπισθούν ίχνη της θεμελίωσής του.
Η κεραμική του συγκροτήματος στο νότιο φρύδι του λόφου ανήκει επίσης στην εποχή σιδήρου. Επικρατούν κυρίως τα μεγάλα πιθοειδή αγγεία, δεν λείπουν όμως και τα μικρότερα όπως πρόχοι, αμφορείς, φιάλες, κύπελλα, μερικά από τα οποία διακοσμούνται με εγχάρακτη διακόσμηση τριγώνων, κύκλων, ζικ-ζακ γραμμών ή νυχιών. Ακόμα, εκπροσωπείται η γραπτή κεραμική με γεωμετρική διακόσμηση ταινιών, ομόκεντρων κύκλων και γραμμιδίων. Ένα σιδερένιο μαχαιρίδιο, ένα πήλινο σφονδύλι και τμήματα από μυλόπετρες, είναι μερικά από τα λιγοστά μικροαντικείμενα που βρέθηκαν στον χώρο αυτό.
Ανατολικά του λόφου με τη γεωμετρική εγκατάσταση σε δυο περιοχές στην πεδιάδα εντοπίσθηκαν διάσπαρτοι λάκκοι, οι οποίοι μπορούν να θεωρηθούν προσωρινού χαρακτήρα οικιστικές εγκαταστάσεις. Εννέα λάκκοι βρέθηκαν διάσπαρτοι σε μια έκταση ενός στρέμματος και άλλοι πέντε σε έκταση 1.200 τ.μ. Πρόκειται για αβαθή ορύγματα, σκαμμένα στο φυσικό έδαφος, κυκλικά ή ελλειψοειδή σε κάτοψη. Το βάθος τους κυμαίνεται κατά προσέγγιση από 0,25 έως 1,05 μ., ενώ η διάμετρος τους από 1 έως 3,50 μ.
Και στις δυο περιοχές των λάκκων βρέθηκε άφθονη κεραμική χειροποίητων και τροχήλατων άβαφων αγγείων της εποχής σιδήρου και ίσως των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων. Η κεραμική περιλαμβάνει ερυθροβαφείς κύλικες, γκρίζες πρόχους με γωνιώδεις λαβές, θραύσματα αβαφών πίθων, αμφορέων και φιαλών και λίγα όστρακα με γεωμετρική διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων. Βρέθηκαν ακόμη αρκετά όστρεα, οστά ζώων, κάρβουνο, κομμάτια ψημένου πηλού καθώς επίσης και λίγα μικροευρήματα, όπως π.χ. λίγα σιδερένια μαχαιρίδια, σφονδύλια, υφαντικά βάρη, τριπτήρες, τμήμα από μυλόπετρα και άλλα εργαλεία.
96 Πρβ. J. Bouzek, Graeco-Macedonian bronzes (1974), εικ. 49, 20.
97 Την ερμηνεία αυτή πρότεινε ο καθηγητής της γεωλογίας στο ΑΠΘ κ. Γ. Σιρίδης.
98 Πρβ. Μ. Τιβέριος, ΑΕΜΘ 4, 1990, 322 εικ. 7-11. Του ίδιου, Εγνατία 3, 1991-92, 216-217 εικ. 15-17.
99 W. Heurltey, Praehistoric Macedonia (1939), 232-240.
100 A. Hochstetter, Die handgemachte Keramik, Kastanas III (Berlin 1984), π.χ. πιν. 267, 270-71.
101 Βλ. π.χ. M.R. Popham - L.H. Sacket - P.G. Themelis, Lefkandi I, 297 κ.ε., πιν. 265α.
102 Τιβέριος, ΑΕΜΘ 4, 1990, 322 εικ. 11.
103 Πρβ. Popham - Sacket - Themelis, ό.π. 59, αριθ. 3, πιν. 36.