Ε1. Εισαγωγή
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής του, ο Μ.Ι. Φίνλεϋ (M. I. Finley), έστρεψε τη μελέτη του στην ομηρική κοινωνία, δημοσιεύοντας στα 1954 το κλασικό πια βιβλίο Ο κόσμος του Οδυσσέα (βλ. Finley 1998). Εκεί προσπάθησε να συστηματοποιήσει και να συνδυάσει, για πρώτη φορά, τις πληροφορίες των ομηρικών επών, και, κυρίως, της Οδύσσειας με ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις. Ο τρόπος με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες προσλάμβαναν τον Όμηρο, αλλά και οι αοιδοί και οι ήρωες, ο πλούτος και η εργασία, ο ομηρικός «οίκος», οι συγγενείς και η κοινότητα, τα ήθη και οι αξίες όπως αναδύονται από τα ομηρικά έπη, αναδύθηκαν όλα ως ερευνητικά ζητούμενα στα επιμέρους κεφάλαια της παραπάνω μελέτης.
Από τότε αρκετοί ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα έχοντας ως αφετηρία τα ομηρικά κείμενα στηρίζοντας, τις περισσότερες φορές, τις απόψεις τους στις θέσεις του Φίνλεϋ. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η πρόοδος επιστημών όπως η αρχαιολογία και η ιστορία και ο δικός τους συνδυασμός με τα ομηρικά έπη βοήθησε να πέσει περισσότερο φως στην ομηρική κοινωνία. Ως αποτέλεσμα κλασικές προσεγγίσεις, όπως αυτή του Φίνλεϋ, ενισχύθηκαν ή ακόμα και αμφισβητήθηκαν. Στο παρόν κείμενο επιχειρείται η παράθεση αυτών των νέων δεδομένων και των συμπερασμάτων που προέκυψαν από την ανάλυσή τους.
Σύμφωνα με τους κλασικούς κοινωνιολογικούς ορισμούς:
Μια κοινωνία υπάρχει πάντα ως δομημένο σύνολο, ως οντότητα με τη δική της ιδιαίτερη «λογική» που συγκροτείται στη θέση οργανωμένων και ιδιαίτερων ανθρώπινων σχέσεων σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή της εξέλιξής της (Βασιλείου & Σταματάκης 1992: 208).
Η συζήτηση για την ομηρική κοινωνία συνδέεται άμεσα, σε αυτό το πλαίσιο, με κάποιες από τις διαστάσεις του λεγόμενου «ομηρικού ζητήματος». Είναι γεγονός ότι στα ομηρικά έπη, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια δηλαδή, αποτυπώνονται συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές και οργανωτικές δομές, ήθη και αξίες, αντιλήψεις και ιδέες. Απηχούν όλα αυτά μια πραγματική κοινωνία ή είναι γεννήματα της ποιητικής φαντασίας; Έχουν συμβολική, διδακτική, λογοτεχνική ή ιστορική αξία; Ποιό είναι το όριο μεταξύ πραγματικών και φανταστικών κοινωνιών; Πώς μπορεί, να διαχωρίσει κανείς τα στοιχεία που υποδηλώνουν πραγματικές κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων από αυτά που παραπέμπουν σε ιδεατούς κόσμους, στους οποίους ενσωματώνονται μεν κοινωνικές αντιλήψεις και αξίες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι αυτές είναι υπαρκτές ή δεν αποτελούν ακόμα και αντιστροφή της πραγματικότητας;
Ποιά είναι η σχέση, για παράδειγμα, της κοινωνίας των Φαιάκων και των Κυκλώπων στην Οδύσσεια με αυτή της Ιθάκης, της Πύλου ή της Σπάρτης στο ίδιο έπος ή με την κοινωνία των Τρώων και του στρατοπέδου των Αχαιών στην Ιλιάδα; Πόσο αντικατοπτρίζουν αυτές οι κοινωνίες την υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση και τις πραγματικές κοινωνικές αντιλήψεις; Τα παραπάνω ερωτήματα που προκύπτουν αβίαστα σε οποιονδήποτε/οποιαδήποτε ασχολείται ή μελετάει την επική ποίηση είναι καθοριστικά για την ευρύτερη κατανόησή της, αν βέβαια δεν την αντιμετωπίζει μόνο ως ένα λογοτεχνικό προς απόλαυση δημιούργημα, αλλά θέλει να την εντάξει στα ευρύτερα συμφραζόμενα μέσα στα οποία αυτή γεννήθηκε και εξελίχτηκε.
Η σχέση των ομηρικών επών με την ιστορία συνιστά, συνεπώς, μια καθοριστική πτυχή του όλου προβλήματος. Για να συλλέξουμε πληροφορίες για την κοινωνία της ομηρικής περιόδου ή των ιστορικών περιόδων στις οποίες αναφέρονται τα έπη (πίν. 1) μπορούμε να ακολουθήσουμε, εκτός από τον δρόμο της ανάλυσης των ίδιων των κειμένων και τον δρόμο της προσέγγισης και ερμηνείας των καταλοίπων του υλικού πολιτισμού. Παρά το ότι δεν υπάρχει απόλυτη σιγουριά για το ποιά ιστορική περίοδος είναι η περίοδος που περιγράφουν τα ομηρικά έπη τα πορίσματα της αρχαιολογίας μπορούν να βοηθήσουν προς την κατεύθυνση της κατανόησης και της ομηρικής κοινωνίας.
Οι ιστορικές περίοδοι που συσχετίζονται με τα ομηρικά έπη |
||
Ύστερη Εποχή του Χαλκού |
1750–1200 π.Χ. |
Υστεροελλαδική Ι–ΙΙΙΒ (Μυκηναϊκά χρόνια) |
Ύστερη Εποχή του Χαλκού |
1200–1100 π.Χ. |
Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ–το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου |
Πρώιμη Εποχή Σιδήρου |
1100–900 π.Χ. |
Σκοτεινοί Αιώνες |
Πρώιμη Εποχή Σιδήρου |
900–700 π.Χ. |
Γεωμετρικά χρόνια |
Αρχαϊκή Εποχή (ο 8ος αι. π.Χ. τοποθετείται μεταξύ Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων ως εποχή μετάβασης) |
800–700 π.Χ. |
Γέννηση των ομηρικών επών (800–700 π.Χ.). |
Τα κατάλοιπα του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος οργανώνει και χρησιμοποιεί τον χώρο του, τα κάθε λογής πράγματά του δηλαδή, αλλά και όσα σχετίζονται με τα έθιμα ταφής και τον «κόσμο» των νεκρών προσφέρουν μια εικόνα για τις αρχαίες κοινωνίες. Όταν, επιπλέον, το 1952 αποκρυπτογραφήθηκαν τα συλλαβογράμματα της Γραμμικής Β γραφής που εντοπίστηκαν στις μυκηναϊκές πήλινες πινακίδες (εικ. 5.1), υπήρξε μεγάλη αισιοδοξία ότι θα φωτιστεί περισσότερο και η ομηρική εποχή. Εκείνο, όμως, που αποδείχθηκε περίτρανα ήταν ότι οι όποιες σκόρπιες και αποσπασματικές πληροφορίες των πινακίδων στην κοινωνική οργάνωση και, κυρίως, η μυκηναϊκή κοινωνική ιεραρχική πυραμίδα με τον άνακτα στην κορυφή της και μια σειρά άλλους αξιωματούχους, με τίτλους όπως βασιλεύς, λαβαγέτας, κορέται, προκορέταικ.λπ. δεν αντιστοιχούσε στις ομηρικές περιγραφές.
O ιστορικός Ρ. Όσμπορν (R. Osborne) συστηματοποίησε όλο τον σχετικό προβληματισμό (Osborne 2006: 206). Τα ερωτήματα που έθεσε είναι καίρια και χαρακτηριστικά. Ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στον κόσμο που έζησε ο Όμηρος και στον κόσμο που δημιούργησε; Κατά πόσον όλα όσα περιέχονται στα έπη αντανακλούν έναν πραγματικό κόσμο; Μήπως είναι προϊόντα μιας πλούσιας ποιητικής φαντασίας; Αν ο κόσμος που περιγράφεται στα ομηρικά έπη είναι πραγματικός για ποιά ιστορική περίοδο μας προσφέρει τόσο καίριες πληροφορίες και περιγραφές; Αν πάλι, είναι φανταστικός κατά πόσο δανείζεται στοιχεία από μια υπαρκτή πραγματικότητα που τη μετουσιώνει ποιητικά; Ποιό ήταν, επιπλέον, το κοινό των πρώτων ομηρικών επών; Είχε σχέση αυτό το κοινό με την πρόθεση του δημιουργού τους; Ποιά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είχε αυτή η κοινωνία; Μέσα από ποιές οργανωτικές δομές και διαμέσου ποιών ερμηνειών, αντιλήψεων και νοημάτων αυτό το κοινό «ευφραινόταν» με την απαγγελία των ραψωδών και το τραγούδι των αοιδών; Αυτή η κοινωνία αναγνώριζε στα ομηρικά έπη τον εαυτό της ή ένα ηρωικό παρελθόν από το οποίο αντλούσε σημασία, αξία και γενικότερα δύναμη; Οι διαπιστώσεις, παράλληλα, κορυφαίων αρχαιολόγων όπως του Κ. Ρένφριου (C. Renfrew) για την αδυναμία των ομηρικών επών να αποτελέσουν οδηγό για την κοινωνική δομή των «ηρωικών» μυκηναϊκών χρόνων, όπως πιστευόταν παλαιότερα, αναδεικνύουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος να συνδεθούν οι πληροφορίες των επών με κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα (Bennett 2004: 90-91).
Μια συγκριτική μελέτη, προσανατολισμένη προς την απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μυκηναϊκή εποχή, από τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες και τη Γεωμετρική περίοδο (1650-700 π.Χ. περίπου) είναι αυτά που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με τα ομηρικά χρόνια και μέσω αυτών μπορεί να αναζητηθούν απαντήσεις για την ομηρική κοινωνία. Η μορφή του «κράτους», οι σχέσεις «πόλεως» και «οίκου» και η συνακόλουθη κοινωνικοπολιτική οργάνωση, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της κοινωνικής ιεραρχίας, αλλά και των μορφών και δομών της εξουσίας, συνιστούν σημαντικές προς διερεύνηση παραμέτρους. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από μια ανάλογη διερεύνηση είναι αν έχουν, άραγε, σχέση με τις ομηρικές περιγραφές οι πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής των Μυκηναίων, η αρχιτεκτονική οργάνωση, τα ταφικά έθιμα, ο υλικός πολιτισμός στο σύνολό του. Μια συγκριτική επισκόπηση όλων των παραπάνω μπορεί να ρίξει φως σε παρόμοια θέματα.