Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ5.3. Οι Φοίνικες: έμποροι ή/και τεχνίτες;

Η διαφορετική αντιμετώπιση των Φοινίκων, του ξένου λαού που αναφέρεται τις πιο πολλές φορές στα ομηρικά έπη, ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια είναι, ίσως, ενδεικτική των κυμαινόμενων συναισθημάτων των Ελλήνων των πρώιμων ιστορικών χρόνων για αυτούς. Έτσι στην Ιλιάδα τους αναγνωρίζουν ως επιδέξιους, «πολυδαίδαλους» τεχνίτες, κατασκευαστές εξαιρετικών, μεταλλικών κυρίως, αντικειμένων, αλλά και υφασμάτων, τα οποία πήγαιναν από χέρι σε χέρι ως δώρα, καθώς ανταλλάσσονταν στο πλαίσιο των σχέσεων ανάμεσα σε μέλη αριστοκρατικών γενών από διαφορετικές περιοχές. Στην Οδύσσεια, οι Φοίνικες αναφέρονται ως «πολυπαίπαλοι», πανούργοι, δηλαδή, έμποροι οι οποίοι είναι συγχρόνως κλέφτες, πειρατές και άρπαγες. Ο τελευταίος αυτός χαρακτηρισμός, πάντως, είναι πολύ πιθανό να συνδέεται με τον ισχυρό ανταγωνισμό Ελλήνων και Φοινίκων στο διεθνές, για την εποχή, εμπόριο, το οποίο διεξαγόταν στην περιοχή της Μεσογείου:

Τα σχετικά παραδείγματα το αποδεικνύουν:

Α.

ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες,

τρῶκται, μυρί᾿ ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ̈ μελαίνῃ.

ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ,

καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα:

τὴν δ᾿ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον.

(Οδύσσεια, ο 415-419)

Αλλά μια μέρα μπήκαν στο λιμάνι θαλασσοπόροι Φοίνικες,

άνθρωποι κερδοσκόποι που κουβαλούσαν με το μαύρο τους καράβι

κάθε λογής πραμάτεια.

Είχε ο πατέρας μου λοιπόν στο σπίτι μια γυναίκα Φοίνισσα,

ψηλή, ωραία, με θαυμαστά χαρίσματα στο χέρι.

Αυτήν την πλάνεψαν οι Φοίνικες παμπόνηροι·

(μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Β.

Πηλεΐδης δ᾽ αἶψ᾽ ἄλλα τίθει ταχυτῆτος ἄεθλα

ἀργύρεον κρητῆρα τετυγμένον· ἓξ δ᾽ ἄρα μέτρα

χάνδανεν, αὐτὰρ κάλλει ἐνίκα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν

πολλόν, ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν,

Φοίνικες δ᾽ ἄγον ἄνδρες ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον,

στῆσαν δ᾽ ἐν λιμένεσσι, Θόαντι δὲ δῶρον ἔδωκαν·

(Ιλιάδα, Ψ 740-744)

Βραβεία καινούργια για το τρέξιμο τότε ο Αχιλλέας πιθώνει

καλόφτιαστο κροντήρι ολάργυρο, που εχώραε λίτρες έξι,

κι άλλο, στη γης ακέρια αν έψαχνες, τη χάρη του δεν είχε.

Μαστόροι ξακουστοί το δούλεψαν με τέχνη, απ' τη Σιδώνα,

και Φοίνικες το φέραν σκίζοντας το ανταριασμένο κύμα,

κι ως στο λιμάνι άραξαν φτάνοντας, στο Θόαντα το χάρισαν.

(μετ. Ι. Κακριδής & Ν. Καζαντζάκης)

Για τους πραγματικούς Φοίνικες γνωρίζουμε πολλά, αλλά και πολύ λίγα ταυτόχρονα. Παρότι αναφέρονται αρκετά στις ελληνικές γραπτές πηγές -αφού, εκτός από τα ομηρικά έπη, υπάρχουν σχετικές αναφορές στον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, αλλά και σε μεταγενέστερους συγγραφείς- η αρχαιολογική τεκμηρίωση της παρουσίας τους είναι δύσκολη, παρά τις προόδους της σχετικής έρευνας τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα (βλ. Μπουρογιάννης 2012) οι Φοίνικες προέρχονταν από την περιοχή του σημερινού Λιβάνου (εικ. 4.158), ασχολούνταν με το εμπόριο, τόσο το δικό τους, όσο και το διαμετακομιστικό, και έκαναν συχνές επισκέψεις στο Αιγαίο, μετά τον 12ο αι. π.Χ. (εικ. 4.159). Στην περιοχή του Αιγαίου δρούσαν εμπορικά και ανεφοδιάζονταν, ίσως, στα λιμάνια των νησιών, αλλά και των παραλίων της ηπειρωτικής χώρας. Ξεκινούσαν από πόλεις όπως η Σιδώνα, η Τύρος, η Βύβλος κ.ά, για να ασκήσουν την εμπορική τους δραστηριότητα και κινούνταν σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ο ρόλος της Σιδώνας πρέπει να ήταν σημαντικός γιατί στα ομηρικά έπη, τουλάχιστον, ο όρος Σιδώνιοι χρησιμοποιείται, εναλλακτικά, για να δηλώσει όλους τους Φοίνικες.

Το συγκεκριμένο όνομα, Φοίνικες, τους το έδωσαν οι Έλληνες. Φαίνεται πως οι ίδιοι δεν αυτοαποκαλούνταν έτσι. Η σχέση τους με την κόκκινη πορφύρα, με την οποία έβαφαν τα υφάσματα, ή και το μελαμψό τους χρώμα, θεωρούνται ως πιθανές αιτίες αυτής της ονομασίας η οποία συνδέεται, ετυμολογικά, με τη λέξη της Αρχαίας Ελληνικής «φοινός», που σημαίνει αυτόν που έχει το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος. Δεν είναι σαφές πως αυτοπροσδιορίζονταν, πιθανολογείται, όμως, ότι, επειδή από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ -περίοδο κατά την οποία υιοθετήθηκαν από τους Έλληνες τα «φοινικήια» γράμματα και μετασχηματίστηκαν στο ιστορικό ελληνικό αλφάβητο- και μετά ήταν οργανωμένοι σε πόλεις-κράτη και δεν συσχέτιζαν τον εαυτό τους με κάποιο εθνικό ή φυλετικό όνομα. Είναι, επίσης, πολύ πιθανό με αυτό το όνομα να αποκαλούνταν από τους Έλληνες όλοι οι λαοί και οι άνθρωποι που προέρχονταν από την Εγγύς Ανατολή και ασκούσαν εμπόριο στο Αιγαίο. Το τελευταίο φαινόμενο παρατηρήθηκε και άλλες φορές στην Ιστορία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε, για παράδειγμα, στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όταν όλοι οι έμποροι, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκεύματος, αποκαλούνταν «Έλληνες».

Τα αρχαιολογικά δεδομένα που συνδέονται με την παρουσία των Φοινίκων στο Αιγαίο είναι αρκετά (βλ. Σταμπολίδης 2012). Πρόκειται για αντικείμενα ανατολικής προέλευσης που βρέθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου, αλλά και για κάποια αιγαιακής προέλευσης που εντοπίστηκαν στην Εγγύς Ανατολή, όπως, για παράδειγμα, στην Τύρο. Παραταύτα, επικρατεί ένας προβληματισμός γιατί από τη μια μεριά δεν είναι σαφές πώς ένα συγκεκριμένο ανατολίτικο αντικείμενο θεωρείται αποκλειστικά φοινικικής προέλευσης, ενώ από την άλλη πλευρά η παρουσία ανάλογων αντικειμένων στο Αιγαίο μπορεί να οφείλεται στη δράση ντόπιων εμπόρων που τα μεταφέρουν από τόπο σε τόπο και, συνεπώς, να μην οδηγεί, απαραίτητα, σε φοινικική παρουσία στην περιοχή. Ο ρόλος Κρητών, Κυπρίων, Ευβοέων και Κυκλαδιτών σε αυτό το εμπόριο θα μπορούσε να ήταν σημαντικός.

Οι επαφές φαίνεται να γίνονται πιο έντονες από τον 8ο αι. π.Χ. και μετά, γεγονός που συνάδει με την πρώτη καταγραφή των ομηρικών επών. Υπήρχαν, όμως, και από πιο νωρίς όπως αποδεικνύουν ανάλογα ευρήματα από τα νεκροταφεία στο Λευκαντί της Εύβοιας. Ο πλούτος «φοινικικών» αντικειμένων σε έναν τάφο του 9ου αι. π.Χ. (εικ. 4.160, 4.161), οδήγησε σε μια πρώιμη ταύτιση μιας νεκρής με ανατολίτισσα πριγκίπισσα, γεγονός, όμως, που διαψεύστηκε από τη μεταγενέστερη έρευνα.

Εκτός από το Λευκαντί και άλλες ταφές σε άλλες περιοχές της Ελλάδας απέδωσαν ανάλογα ανατολικής προέλευσης αντικείμενα-κτερίσματα: κεραμική, μετάλλινα αγγεία, κοσμήματα από φαγεντιανή και ελεφαντόδοντο, αθύρματα (παιδικά παιχνίδια) κ.ά. Ξεχωρίζουν ανάλογες περιπτώσεις στην Κνωσό, στην Ελεύθερνα και στον Κομμό στην Κρήτη, στα νεκροταφεία της Αθήνας, στο ιερό της Ήρας στη Σάμο, αλλά και στην Ιαλυσό της Ρόδου όπου πιθανολογήθηκε ακόμα και η ύπαρξη μιας πιο μόνιμης φοινικικής παρουσίας και όχι μιας παροδικής εμπορικής. Η τελευταία αυτή πιθανότητα, πάντως, δηλαδή κάποιοι, ελάχιστοι έστω, Φοίνικες να κατοίκησαν στο Αιγαίο ενισχύεται από την εύρεση ολιγάριθμων, τριών και δύο αντίστοιχα, χαρακτηριστικών ταφικών στηλών των Φοινίκων, των λεγόμενων "cippi" (εικ. 4.162), στην Ελεύθερνα και στην Κνωσό της Κρήτης.