Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ3.5. Η «πολύχρυσος Μυκήνη»

Δ3.5.1. Ο τόπος και η ανακάλυψή του

Κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού, στην Αργολίδα στον οποίο έδωσαν και το όνομά τους οι Μυκήνες συνδέονται με έναν από τους πρωταγωνιστές των ομηρικών επών, τον αρχηγό της τρωικής εκστρατείας, τον βασιλιά Αγαμέμνονα. Το επίθετο «πολύχρυσες»,[10] άλλωστε, είναι ένα ομηρικό επίθετο που συνοδεύει την αναφορά τους («πολύχρυσος Μυκήνη») στους στίχους των επών (Οδύσσεια γ 304, Ιλιάδα Η 180) προσδιορίζοντας, προφανώς τον πραγματικό ή μυθικό πλούτο της πόλης του Αγαμέμνονα. Η αναζήτησή τους βασίστηκε, κυρίως, στις πληροφορίες του αρχαίου Έλληνα περιηγητή του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανία. Αυτός είδε με τα μάτια του και περιέγραψε την περιοχή των Μυκηνών στο δεύτερο βιβλίο του έργου του «Ελλάδος Περιήγησις», στα «Κορινθιακά». Εκτός από τις περιγραφές του Παυσανία είναι γεγονός ότι η Πύλη των Λεόντων, τουλάχιστον, ήταν ορατή κατά τον 19ο αιώνα, καθώς από το 1700 περίπου είχε αποκαλυφθεί ξανά μετά από αιώνες που είχε σκεπαστεί από τη γη της Αργολίδας. Τη βρήκε τυχαία ένας Βενετός αρχιτέκτονας, ο οποίος έψαχνε για μεγάλους λίθους στην περιοχή προκειμένου να ενισχύσει την οχύρωση του φρουρίου του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο.

Τα ερείπια των Μυκηνών τον 19ο αιώνα προσείλκυσαν ξένους λόγιους, ζωγράφους και περιηγητές. Το 1802, ήδη, ο διαβόητος λόρδος Έλγιν, γνωστός για τη δράση του στην αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα, επισκέφτηκε την Πύλη των Λεόντων, σκέφτηκε να διαλύσει και να αφαιρέσει το γνωστό ανάγλυφο, αλλά φαίνεται πως δεν είχε τα απαραίτητα μέσα για τη μεταφορά του. Για μερίδα της ευρωπαϊκής διανόησης, εξάλλου, ο χώρος των Μυκηνών είχε αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός ρομαντικού συμβόλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αξιοποιούνταν, έτσι, κατά το δοκούν και από τους ρομαντικούς διανοούμενους επαναστάτες της εποχής, όσο και από τους μοναρχικούς και υπερόπτες αριστοκράτες και ευγενείς (Γκιρ 2007: 70-71). Πολλοί από αυτούς επισκέπτονταν σχεδόν προσκυνηματικά τον χώρο, όπως ο Γάλλος Σατωβριάνδος το 1806. Φαίνεται, πάντως, πως οι ντόπιοι κάτοικοι δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε αυτά τα ερείπια, από τη στιγμή, μάλιστα, που δεν είχαν αναδειχτεί και ήταν κάπως απομονωμένα στην ευρύτερη αργολική πεδιάδα, όπως δείχνουν και λιθογραφίες της εποχής (λ.χ. εικ. 4.38).

Μια ιστορία που διασώζεται και αναφέρεται στα χρόνια του πρώτου βασιλιά του νεότερου ελληνικού κράτους Όθωνα είναι αποκαλυπτική για τα παραπάνω. Λέγεται ότι ο βασιλιάς ζήτησε από τον στρατηγό του, Γενναίο Κολοκοτρώνη, γιο του γνωστού αγωνιστή του 1821 Θεόδωρου, να τον συνοδεύσει στις Μυκήνες για να περιηγηθεί τον χώρο. Εκείνος, μην έχοντας ιδέα για το πού βρίσκονται οι Μυκήνες, απευθύνθηκε στους πρόκριτους και τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι, όμως, δεν γνώριζαν καν το όνομα των Μυκηνών. Άρχισε, τότε, να ρωτάει τους χωρικούς και τους βοσκούς αν είχαν δει πού περνούσαν ώρες και ώρες οι λόρδοι, οι ξένοι περιηγητές δηλαδή, που επισκέπτονταν την περιοχή τους. Έτσι του υποδείχθηκε το χωριό Χαρβάτι, όπου ήταν ο χώρος των Μυκηνών. Ο Γενναίος συνειδητοποίησε, μάλιστα, ότι είχε κάποτε πολεμήσει τους Τούρκους εκεί, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στα συγκεκριμένα ερείπια.

Η «αναγέννηση» των Μυκηνών οφείλεται κι αυτή στο πείσμα, αλλά και στις ερμηνείες του Ερρίκου Σλήμαν, του πρώτου ανασκαφέα της Τροίας. Έξι χρόνια μετά την πρώτη ανασκαφή στην Τροία έρχεται στις Μυκήνες, το 1876, για να ολοκληρώσει την εικόνα του Τρωικού πολέμου, εντοπίζοντας και τα ανάκτορα του αρχηγού των Αχαιών, του Αγαμέμνονα (εικ. 4.39). Τα ευρήματά του ήταν σημαντικά, αλλά ο πόθος του να τα συνδέσει με τους ήρωες της Τροίας τον οδήγησε, και πάλι όπως και στην Τροία, σε άστοχα συμπεράσματα. Οι αντιπαραθέσεις του με τον Έλληνα επιβλέποντα της ανασκαφής Π. Σταματάκη ήταν συχνές. Ανακάλυψε τους πέντε από τους έξι τάφους του περίφημου ταφικού περιβόλου Α (βλ. κεφ. Δ3.5.4) -τον έκτο ανακάλυψε ο Π. Σταματάκης, όταν ο Σλήμαν έφυγε-, οι οποίοι περιείχαν σημαντικά κτερίσματα της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής, φέρνοντας για πρώτη φορά στο προσκήνιο σκελετικά κατάλοιπα των ίδιων των Μυκηναίων. Ο ενθουσιασμός του δεν κρυβόταν. Σε τηλεγράφημά του προς τον τότε βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α΄ κατέθετε τη χαρά του, την ανιδιοτέλειά του και την αφοσίωσή του στην επιστήμη και την Ελλάδα για αυτόν τον «άπειρον θησαυρόν εκ καθαρού χρυσού», όπως σημείωνε που μπορούσε να γεμίσει από μόνος του ένα μουσείο:

Εύρον εν τοις τύμβοις άπειρον θησαυρόν αρχαιολογικών αντικειμένων εκ καθαρού χρυσού. Ο θησαυρός ούτος αρκεί μόνος να πληρώση μέγα μουσείον, όπερ εσταί το λαμπρότερον των επί του κόσμου, και όπερ καθ' όλους τους επιόντας αιώνας θέλει ελκύει εν Ελλάδι μυριάδας ξένων εκ πάσης χώρας. Επειδή εργάζομαι εξ αγνού και μόνου έρωτος προς την επιστήμην, ουδεμίαν έχω απαίτησιν και εικότως επί του θησαυρού τούτου, ον παρέχω μετ' απείρου ενθουσιασμού άθικτον εις την Ελλάδα. Είθε, Μεγαλειότατε, συν Θεώ οι θησαυροί ούτοι να γίνωσιν ο ακρογωνιαίος λίθος απείρου εθνικού πλούτου.

Ερρίκος Σλήμαν, Τηλεγράφημα προς τον βασιλιά Γεώργιο Α', 28 Νοεμβρίου 1876

Οι ερμηνείες του Σλήμαν συνεχίστηκαν. Στον πρώτο τάφο του περιβόλου ανακάλυψε τον σκελετό ενός άνδρα που έφερε μια χρυσή προσωπίδα, που από τότε έγινε πασίγνωστη (εικ. 4.40). Για τον Σλήμαν τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Όπως, όμως αποδείχτηκε αργότερα, οι τάφοι αυτοί χρονολογούνταν τον 16ο αι. π.Χ. και, συνεπώς, δεν είχαν καμιά σχέση με τον ίδιο τον Μυκηναίο βασιλιά και τη συνοδεία του, όπως πίστευε ο Σλήμαν, καθώς σύμφωνα με τις δικές του απόψεις ο Αγαμέμνονας έζησε και δολοφονήθηκε τον 12ο αι. π.Χ. Παραταύτα η ανακάλυψή του, άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία ενός νέου επιστημονικού κλάδου, των Μυκηναϊκών σπουδών.

Οι προϊστορικές συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου φιλοξενούν σημαντικά μυκηναϊκά ευρήματα, ενώ ένα αρχαιολογικό μουσείο που δημιουργήθηκε το 2003, στον ίδιο τον χώρο των Μυκηνών φιλοξενεί μια κατατοπιστική για τους πολυπληθείς επισκέπτες έκθεση. Κατά τον 20ό αιώνα μεγάλα ονόματα της αρχαιολογίας, Έλληνες και ξένοι, όπως οι Γ. Μυλωνάς, Ι. Παπαδημητρίου, Α. Γουέϊς (A. Wace) και Σ. Ιακωβίδης συνέδεσαν το όνομά τους με τις Μυκήνες. Το 1952 ανακαλύφτηκε και ο, αρχαιότερος του Α, ταφικός περίβολος Β (βλ. κεφ. Δ3.5.6). Η έρευνα της θέσης συνεχίζεται, βέβαια, μέχρι σήμερα, ενώ η διαχρονική σημασία των Μυκηνών και οι διαφορετικές νοηματοδοτήσεις των αρχαιολογικών ευρημάτων ανά τους αιώνες ανάλογα με τις κυρίαρχες πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αντιλήψεις κάθε εποχής είναι χαρακτηριστική (βλ. Γκιρ 2007). Μπορεί, λοιπόν, σήμερα να χάνει όλο και περισσότερο έδαφος η άποψη ότι οι Μυκήνες συνδέονται άμεσα ιστορικά με τα ομηρικά έπη, ο θρύλος της όμως και η επίδρασή της παραμένουν συναισθηματικά και ιδεολογικά ισχυρές.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές έδειξαν ότι ο λόφος των Μυκηνών κατοικείται από την 7η χιλιετία π.Χ. (Νεολιθική Εποχή). Οι Μυκηναίοι εμφανίστηκαν 5000 χρόνια περίπου μετά. Η ηγετική τάξη των πρώτων από αυτούς θάφτηκε στους Ταφικούς Περιβόλους Α και Β, ενώ τα περισσότερα μυκηναϊκά κτίριά της καταστράφηκαν στα τέλη του 12ου αι. π.Χ. Ο ιδρυτικός μύθος της πόλης, τον οποίο διασώζει ο αρχαίος περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας, αναφέρει ως θεμελιωτή της τον ήρωα Περσέα, που σκότωσε και ένα γνωστό μυθολογικό τέρας, τη Μέδουσα. Ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες και βασίλεψε σε αυτές κατά τον 14ο αι. π.Χ. Στην υπηρεσία του ήταν και οι Κύκλωπες, οι οποίοι, πάλι σύμφωνα με τον μύθο, έκτισαν τα ογκώδη τείχη που την περιέβαλαν, τα ονομαστά «κυκλώπεια» τείχη (εικ. 4.41).

Η πόλη, σημειώνει ο Παυσανίας, πήρε το όνομά της είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης, το στρογγυλό μέρος της λαβής του ξίφους του μυθικού ήρωα Περσέα, είτε επειδή ο ίδιος ανακάλυψε μια πηγή κάτω από τη ρίζα ενός μανιταριού, ενός «μύκητος» δηλαδή. Με την πόλη συνδέονται, επίσης, ονόματα μυθικών βασιλιάδων που ήταν πολύ γνωστοί στην αρχαιότητα κυρίως μέσα από τα έπη και τις τραγωδίες των αρχαίων Ελλήνων τραγικών. Ο Ευρυσθέας που υπέβαλε τους δώδεκα άθλους στον Ηρακλή, ήταν τρίτης γενιάς απόγονος του Περσέα. Επειδή ο τελευταίος ήταν άτεκνος, τον διαδέχθηκε κατόπιν εκλογής από τους κατοίκους των Μυκηνών, ο Ατρέας, πατέρας του Αγαμέμνονα και ιδρυτής του πολύπαθου βασιλικού οίκου των Μυκηνών, των Ατρειδών.

Δυο ψηλοί λόφοι, ο Προφήτης Ηλίας και η Σάρα ορίζουν εκατέρωθεν, αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, το χαμηλό ύψωμα των Μυκηνών. Ο σημερινός επισκέπτης ανεβαίνοντας στην κορυφή του λόφου για να επισκεφτεί το μυκηναϊκό ανάκτορο, βλέπει να χωρίζει τον λόφο από τη Σάρα μια βαθιά χαράδρα, ο Χάβος, στην οποία έχει κατακρημνιστεί και μέρος του αρχικού μυκηναϊκού ανακτόρου (εικ. 4.42). Αποκατεστημένα σε επίπεδο κάτοψης υπολείμματα του παλατιού συναντά σήμερα ο επισκέπτης εκεί που θα ήταν κάποτε το αυθεντικό. Όλες οι άλλες πλευρές του, πάντως, φαίνεται πως περικλείονταν από τείχη.

10 Μυλωνάς 1981, Μυκήνες 1998, Ιακωβίδης 2003.