Δ2.2. Πότε δημιουργήθηκαν τα έπη;
Ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες
Οι ειδικοί συγκλίνουν σήμερα στην άποψη ότι τα έπη γράφτηκαν τον 8ο αιώνα π.Χ. και ότι, συνεπώς, ο υλικός πολιτισμός και γενικότερα ο κόσμος που περιγράφεται σ' αυτά ανήκει σ' εκείνη, κυρίως, την ιστορική περίοδο. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένοι, όπως ο ιστορικός Ρ. Όσμπορν (R. Osborne), που τοποθετούν τη δημιουργία των επών -στη μορφή, τουλάχιστον, που μας έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα- γύρω στα τέλη ή αμέσως μετά το 700 π.Χ., κατά την εποχή της γένεσης και διαμόρφωσης της ελληνικής πόλης (Osborne 2000). Η αρχαιολογία προσφέρει σημαντικές ενδείξεις γι' αυτήν την υπόθεση.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα περιλαμβάνουν:
α) την εμφάνιση της γραφής, με τις πρώτες αλφαβητικές επιγραφές όπως αυτή στην οινοχόη (εικ. 4.6), αγγείο που προέρχεται από το Δίπυλο και χρονολογείται στα 750-735 π.Χ. και αποτελεί δώρο στον καλύτερο χορευτή (βλ. Μπουλώτης 1983) ή την επιγραφή στο «ποτήρι του Νέστορος (εικ. 4.7),
β) την εμφάνιση, επίσης, της αφηγηματικής τέχνης με παραστάσεις επάνω στα αγγεία (για παράδειγμα βλ. εικ. 4.8),
γ) ευρήματα που συνδέονται με τον πόλεμο, όπως ο στρατιωτικός εξοπλισμός -οι ασπίδες με τα Γοργόνεια, για παράδειγμα (εικ. 4.9, 4.10)-, καθώς και
δ) την εύρεση ναών και αγαλμάτων θεών. Όλα τα παραπάνω καθώς και η γνώση μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα για την ύπαρξη αποικιών και ενός κόσμου που εκτείνεται από τη Φοινίκη, την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά μέχρι τη Σικελία στα δυτικά παραπέμπουν, σύμφωνα πάντα με την άποψη του Ρ. Όσμπορν, σε μια υστερότερη χρονολόγηση των επών (Osborne 2006: 218). Τα ταφικά έθιμα που συνδέονται με την αριστοκρατική τάξη του τέλους του 7ου αι. π.Χ. από την περιοχή της Εύβοιας, αλλά και από υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας αξιοποιούνται για να ενισχύσουν την παραπάνω άποψη. Ο τρόπος που οι νεκροί αποτεφρώνονται και οι στάχτες τους μαζί με τις συνοδευτικές προσφορές προς τον νεκρό, τα κτερίσματα, τοποθετούνται στους τάφους παραλληλίζεται με αντίστοιχες πρακτικές από την Ιλιάδα, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του νεκρού Πάτροκλου, αλλά και με ανάλογες αναφορές από την Οδύσσεια (Crielaard 2002).
Μια έμμεση απόδειξη ότι τα έπη ή οι ιστορίες που αναφέρονται σ' αυτά ήταν γνωστές τον 8ο αι π.Χ. είναι ένα αρχαιολογικό εύρημα από την ιταλική χερσόνησο. Στις Πιθηκούσες, αποικία των Ευβοέων στον κόλπο της Νεαπόλεως, βρέθηκε το 1954, στον τάφο ενός δεκάχρονου αγοριού, ένα αγγείο σε κομμάτια (όστρακα). Όταν συναρμολογήθηκαν τα όστρακα και συμπληρώθηκαν τα κενά (εικ. 4.7α) έγινε αντιληπτή η ύπαρξη μιας τρίστιχης επιγραφής (εικ. 4.7β) που αναφέρεται στο ποτήρι του Νέστορα και εύχεται όποιος πίνει από αυτό να έχει τις χαρές της θεάς Αφροδίτης.
Το αγγείο έχει προέλευση την Ιαλυσό της Ρόδου, ήταν δηλαδή προφανώς εμπορική εισαγωγή ή αντικατοπτρίζει, απλά, την παρουσία Ροδίων στη συγκεκριμένη ιταλική αποικία. Θεωρείται ότι όποιος χάραξε την επιγραφή, τριάντα περίπου χρόνια μετά τη δημιουργία του αγγείου, γύρω στο 720 π.Χ., είχε υπόψη του την Ιλιάδα. Στην έμμετρη επιγραφή διαβάζουμε, «επί τα λαιά», από τα δεξιά προς τα αριστερά δηλαδή:
«του Νέστορα είμαι το καλόπιοτο ποτήρι όποιος όμως πιεί από αυτό το ποτήρι αμέσως θα τον καταλάβει ο πόθος για την ομορφοστεφανωμένη Αφροδίτη».
Η επιγραφή αυτή συνδέεται, συνήθως, με το Κ 632-7 της Ιλιάδας, όπου έχουμε την περιγραφή του στολισμένου με χρυσά καρφιά αγγείου πόσης του Νέστορα που χαρακτηρίζεται ως «δέπας περικαλλές» και το οποίο μόνο αυτός μπορεί να σηκώσει από το τραπέζι όταν είναι γεμάτο (Osborne 2000: 183-185), αλλά και με τα χρυσά κύπελλα που εντοπίζονται στις ανασκαφές των μυκηναϊκών κέντρων και θα ήταν, προφανώς, πολυτελή αγγεία πόσης των Μυκηναίων (Στεφανή 2011:80).
Μια ξεκάθαρη επίδραση του κόσμου των ομηρικών επών και, κυρίως, των ταφικών εθίμων της Ιλιάδας αναγνωρίζουν, επίσης, αρκετοί ερευνητές στους λεγόμενους «πριγκιπικούς» ή «βασιλικούς» τάφους του 8ου-6ου αι. π.Χ. στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Ίσως η επίδραση αυτή να συσχετίζεται με ένα κύμα «ηρωολατρείας» (Coldstream 1997: 458-461) που εντοπίζεται κατά τον 8ο αι. π.Χ. στον ελληνικό χώρο και συνδέεται, προφανώς, με την ανάγκη συγκρότησης της ταυτότητας των πρώτων ελληνικών κοινοτήτων και της σύνδεσης με ένα ηρωικό παρελθόν στο πλαίσιο του αναδυόμενου θεσμού της «πόλης-κράτους» (Osborne 2000). Η σύνδεση της Σαλαμίνας με τον Όμηρο ξεκινά, ήδη, από την αποδιδόμενη ίδρυσή της, αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο, στον Τεύκρο.[5] Πρόκειται για τον γιο του Αιακού, μυθικού βασιλιά του ομώνυμου ελληνικού νησιού, και αδελφό του Αίαντα του Τελαμώνιου, ήρωα του Τρωικού πολέμου, που αυτοκτόνησε (εικ. 4.11) ντροπιασμένος από τις συνέπειες του παροξυσμού του, όταν δεν κέρδισε, ως ο πιο ικανός, τα όπλα του Αχιλλέα μετά τον θάνατο του τελευταίου.
Στις ανασκαφές που έγιναν στην κυπριακή Σαλαμίνα από το 1952 μέχρι το 1974 υπήρξαν ευρήματα τα οποία παραλληλίστηκαν με την αντίστοιχη σκηνή (Ψ 108-261) της Ιλιάδας (Coldstream 1997: 462-464), όπου ο Αχιλλέας φροντίζει για την ταφή του Πατρόκλου. Προς τιμήν του νεκρού σφάχτηκαν πρόβατα και βόδια με το λίπος των οποίων αλείφτηκε το σώμα του ώστε να καεί καλύτερα στην πυρά, η οποία σβήστηκε στο τέλος με κρασί, ενώ αμφορείς γεμάτοι με μέλι και λάδι συνόδεψαν τον νεκρό στον κάτω κόσμο. Η ανθρωποθυσία 12 νεαρών Τρώων, αλλά και τεσσάρων αλόγων αποτελούσε, επίσης, μέρος της ομηρικής τελετουργίας. Οι στάχτες του Πάτροκλου συγκεντρώθηκαν σε χρυσό τεφροδόχο αγγείο, μια φιάλη, και τυλίχτηκαν με λινό ύφασμα. Ένας χωμάτινος λόφος (τύμβος) που υψώθηκε επάνω της αποτέλεσε το επιστέγασμα της ταφής.
Στη Σαλαμίνα παρατηρήθηκαν όλα τα παραπάνω στοιχεία. Στον δρόμο ενός από τους «βασιλικούς» τάφους της νεκρόπολης βρέθηκαν οστά βοοειδούς, αλλά και ένας σκελετός κάποιου ανθρώπου που σκοτώθηκε με δεμένα τα χέρια. Στους περισσότερους τάφους, και πάλι στον δρόμο τους, υπήρχαν μεγάλοι αμφορείς, σ' έναν από τους οποίους διαβάστηκε σε κυπριακή συλλαβική γραφή η λέξη «έλαιον», ενώ στα υπολείμματα μιας πυράς βρέθηκαν, ανέγγιχτα από τη φωτιά, έξι ακέραια αγγεία (πρόχοι, οινοχόες και φιάλες) που θα μπορούσαν, κάλλιστα, να έχουν χρησιμοποιηθεί για το σβήσιμο με κρασί της φωτιάς που άναψε για να καεί ο νεκρός. Οι στάχτες από την πυρά των νεκρών τοποθετούνταν, όπως δείχνει μια παλαιότερη ταφή του ίδιου νεκροταφείου σε χάλκινα αγγεία, σε λέβητες. Τα ίχνη υφάσματος που διατηρήθηκαν στην εσωτερική επιφάνεια ενός από αυτούς τους λέβητες προσφέρουν ένα ακόμη όμοιο δεδομένο σε σχέση με τα έπη. Παρότι στα κτερίσματα των νεκρών δεν συμπεριλαμβάνονται σκελετοί αλόγων, εντούτοις δυο παρόμοιοι σκελετοί βρέθηκαν στον δρόμο ενός τάφου, μαζί με τμήματα τεσσάρων αρμάτων που θα έσερναν άλογα, ένα από τα οποία, το χρονολογικά νεότερο, αποκαταστάθηκε.
Υπάρχουν όμως και άλλες απόψεις για τη χρονολόγηση των επών. Μελετώντας τα ίδια τα κείμενα η Σ. Σέρραττ (E.S. Sherratt), και εφαρμόζοντας μια καθαρά αρχαιολογική μεθοδολογία πιστεύει ότι, όπως ακριβώς μπορεί κανείς να διακρίνει τη χρονολογική στρωματογραφία μιας αρχαιολογικής θέσης, είναι δυνατό να εντοπίσει διαφορετικά χρονολογικά «στρώματα» και στα έπη, ότι δηλαδή το περιεχόμενό τους προέρχεται από διαφορετικές εποχές. Θεωρεί, λοιπόν, ότι μια πρώτη μορφή της προφορικής επικής παράδοσης δημιουργήθηκε στην Πελοπόννησο πριν από την εμφάνιση των μυκηναϊκών ανακτόρων ή κατά τη διάρκεια της πρώιμης ανακτορικής περιόδου, ανάμεσα στο 1600 και το 1400 π.Χ. Κατά τους 14ο και 13ο αι., την κυρίως μυκηναϊκή ανακτορική περίοδο, η προφορική παράδοση των επών διατηρήθηκε χωρίς σημαντικές αλλαγές στα κείμενα. Μετά τα ανάκτορα, από τον 12ο έως τον 8ο π.Χ. αιώνα επέρχονται σημαντικές κατά τόπους αλλαγές στα έπη, αφήνοντας όμως και αυθεντικά κατάλοιπα από την αρχική τους μορφή. Η τελική σύνθεση των επών, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη πάντα, προέκυψε στα τέλη του 8ου αι. (Sherratt 1990: 817 κ.εξ.).
Η άποψη της Sherratt είναι ενδιαφέρουσα γιατί προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα του υλικού πολιτισμού, όπως ακριβώς αυτός αποτυπώνεται στα έπη. Είναι, επίσης, ενδιαφέρουσα η πρόταση ότι τα έπη δεν μπορούν να συνδεθούν, με βάση τις αρχαιολογικές πληροφορίες, αποκλειστικά με μια εποχή, αλλά μοιάζουν να είναι ένα αμάλγαμα από διαφορετικές εποχές. Η παραπάνω ερευνήτρια θεωρεί, λοιπόν, ότι -αφού τα έπη εμπεριέχουν διαφορετικές εποχές στις οποίες συντέθηκαν και διαδίδονταν προφορικά από στόμα σε στόμα- τα αντικείμενα που αναφέρονται σε αυτά, ο υλικός πολιτισμός κάθε εποχής, δηλαδή, διατηρείται σε αντίστοιχες ενότητες των επών ανάλογα με τη σπουδαιότητα των τελευταίων. Έτσι εξηγείται και η παρουσία στα έπη αντικειμένων που δεν ανήκουν σε μόνο μία ιστορική περίοδο. Είναι επίσης δυνατό, με βάση τις αναφορές σε συγκεκριμένα αντικείμενα, να «χρονολογηθούν» και να αποδοθούν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και συγκεκριμένα χωρία, στίχοι δηλαδή, του ομηρικού έπους (Sherratt 1990: εικ 4).
Η ίδια ερευνήτρια θεωρεί ότι οι ομηρικές περιγραφές δεν έχουν καμιά σχέση με την Ιστορία και ότι ο Τρωικός πόλεμος είναι μια επινόηση του τέλους του 8ου π.Χ. αιώνα στην οποία συναιρούνται επιβιώσεις και αναμνήσεις από άλλες εποχές. Δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα μιας αντιφατικής, φαινομενικά, προσπάθειας που αποσκοπούσε, τόσο στο να «χτιστεί» μια συνείδηση που να ενώνει τους κατοίκους των αναδυόμενων εκείνη την εποχή ελληνικών πόλεων-κρατών και να τους διαμορφώνει σε πολίτες αυτών των ξεχωριστών κρατών, όσο και στο να ενισχυθούν οι πανελλήνιοι δεσμοί με την αναφορά σε ένα κοινό, ένδοξο παρελθόν που κυριαρχούνταν από ήρωες που πολεμούσαν μαζί και υποστήριζαν ο ένας την τιμή του άλλου (Sherratt 2010). Μέσω των επών, με άλλα λόγια, επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί ένα κοινό «πανελλήνιο» παρελθόν στο οποίο ενοποιούνταν διαφορετικές παραδόσεις από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Σε αυτό το παρελθόν θα μπορούσαν να αναφέρονται οι διαφορετικές ελληνικές πόλεις-κράτη και να θεωρούν ότι από αυτό προέρχονται όλες οι πεποιθήσεις, οι αξίες και οι πρακτικές τους.
Σύμφωνα με τον Μπ. Πάουελ (B. Powell), πάντως, η συγγραφή των ομηρικών επών ή του ιστορικού Ομήρου συμπίπτει με την εφεύρεση του αλφαβήτου τον 8ο αι. π.Χ., παρόλο που, όπως είναι αποδεκτό, ο δημιουργός των επών δεν γνώριζε τη γραφή. Μοναδική υπόμνηση γραφής στα έπη, άλλωστε, είναι η αναφορά στα «σήματα λυγρά», γραμμένα σε πινακίδα που διπλώνει («ἐν πίνακι πτυκτῷ») στη γνωστή ιστορία του Βελλεροφόντη που περιγράφεται στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας. Η γνώση της γραφής συνδέεται με την αριστοκρατική τάξη, αφού με αυτήν σχετίζονται και οι πρώτες επιγραφές, όπως το παραπάνω αναφερόμενο «ποτήρι του Νέστορα», αλλά και ένα δεύτερο παράδειγμα του 740 π.Χ., η οινοχόη του Διπύλου (εικ. 4.6), που ήταν, προφανώς, έπαθλο κάποιου χορευτικού αγώνα. Η αριστοκρατική αυτή τάξη αποτελούσε, σύμφωνα με την ίδια άποψη, και το κοινό των ομηρικών επών, ενώ η Εύβοια θεωρείται ο γεωγραφικός χώρος όπου υιοθετήθηκε το αλφάβητο και η Ιλιάδα πιθανολογείται ότι μπορεί να είναι ένα ευβοϊκό έπος που αναφέρεται στον περίφημο Ληλάντιο πόλεμο που έγινε, στα τέλη του 8ου και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., μεταξύ Ερέτριας και Χαλκίδας (Powell 2009: 32-38).
Τα τελευταία χρόνια και κυρίως από το 1990 και μετά, όταν ξεκίνησε καινούργιες ανασκαφές στην Τροία ο Γερμανός αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν Μάνφρεντ Κόρφμαν, επανήλθε στο προσκήνιο η άποψη για το ιστορικό υπόβαθρο του Τρωικού πολέμου. Ο Γ. Λάτατζ (Joachim Latacz), καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, υποστηρίζει, βασισμένος στα τελευταία αυτά ευρήματα ότι το ιστορικό υπόβαθρο της Ιλιάδας βρίσκεται στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, και εντοπίζεται στην προσπάθεια της μυκηναϊκής Ελλάδας, στο δεύτερο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ., με αιχμή του δόρατος μια νέα δύναμη, τη βοιωτική Θήβα, να ασκήσει επεκτατική πολιτική προς τα ανατολικά (Latacz 2005).
Η νέα τάση, πάντως, αυτών που διερευνούν την ιστορικότητα του Τρωικού πολέμου στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι να προσπαθούν να τον προσεγγίσουν από τη μεριά των Ανατολικών αρχείων και επιγραφών, των χεττιτικών κυρίως, αλλά και των αιγυπτιακών, συγκρίνοντας ονομασίες πόλεων και λαών και ακολουθώντας ομοιότητες λέξεων. Σε αυτό το πλαίσιο η Wilusa των ανατολικών κειμένων συνδέεται με τη λέξη Ίλιον (άλλη ονομασία της Τρωάδας), η Taruisa με την Τροία, οι Danuina είναι οι Δαναοί και οι Ahhiyawa οι Αχαιοί, o Alaksandus είναι ο Αλέξανδρος (Πάρης;) ο Pariyamuwas ο Πρίαμος και ο Attarisiyas ο Ατρέας, ενώ η πόλη Μίλητος στη Μικρά Ασία ταυτίζεται με τη Millawanda των αρχείων και θεωρείται προγεφύρωμα των Μυκηναίων στην Ανατολή (βλ. Raaflub 2006: 451-453).
Σύμφωνα με έναν άλλον ερευνητή, όμως, τον Τζ. Μπένετ (J. Bennett), αποκλείεται ο Όμηρος να γνώριζε την Εποχή του Χαλκού. Αξιολογώντας τα αρχαιολογικά ευρήματα θεωρεί πως τα ομηρικά έπη αναφέρονται σ' ένα ηρωικό παρελθόν.
Η εικόνα που μπορούμε να ανασυνθέσουμε για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο παρουσιάζει από πολλές απόψεις διαφορές από την εικόνα που συνθέτει ο Όμηρος ως προφορικός ποιητής του 8ου αιώνα για το ηρωικό παρελθόν. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά κλίμακας: η εικόνα της Εποχής του Χαλκού περιλαμβάνει μεγάλα ανακτορικά συμπλέγματα, με πολυπληθές εργατικό δυναμικό,, που ελέγχουν εκτεταμένες περιφέρειες στις οποίες υπήρχαν δευτερεύοντα κέντρα. Ταφές -ή τουλάχιστον τα ορατά τους υπολείμματα- φαίνεται να γίνονταν σε μεγαλύτερη, πιο μνημειακή κλίμακα. Υπάρχουν επίσης διαφορές ως προς την ποιότητα: η γραφή είναι συνυφασμένη με τη διοίκηση αυτών των κέντρων, και η κοινωνική ιεραρχία εμφανίζεται πιο σύνθετη, με έναν ηγέτη (wanax) και μια σχετικά περίπλοκη ιεραρχία αξιωματούχων αριστοκρατών (Bennett 2009: 645).
Ο ίδιος ερευνητής θεωρεί, πάντως, ότι, σύμφωνα με το πώς περιγράφονται συγκεκριμένα αντικείμενα στα ομηρικά έπη, αυτά έχουν αρκετές ομοιότητες με τη χρήση ανάλογων αντικειμένων της Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, όπως αυτή προκύπτει, τουλάχιστον, από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Περιγραφές όπως αυτές του σκήπτρου του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα Β, 100-108 ή των αγγείων του Αχιλλέα από τη φοινικική Σιδώνα (Ιλιάδα, Ψ 740-748) είναι, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, αντικείμενα που έχουν «εξωτική» προέλευση, αλλά και τη δική τους ιστορία (Bennett 2004: 93-95). Προσδίδουν κύρος στον κάτοχό τους και μπορεί να ειπωθεί πως αποτελούν ιδιοκτησία του και τον συνοδεύουν, ορισμένες φορές, ως διακριτικό γνώρισμά του. Η εικονογράφηση κάποιων αντικειμένων, από την άλλη μεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της κατασκευασμένης από τον ΄Ηφαιστο ασπίδας του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα και πάλι (Σ 481-617), συνδέεται αξεδιάλυτα με τη διήγηση διαφόρων ιστοριών που περιγράφουν τον ομηρικό κόσμο.
Η παραπάνω άποψη ερμηνεύει με αρκετά τολμηρό στη σύλληψη, αλλά ενδιαφέροντα τρόπο τον υλικό πολιτισμό που αποκαλύπτουν οι αρχαιολόγοι. Γι' αυτήν, λοιπόν, τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν παρόμοιες χρήσεις και σχέσεις ανάμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα και τα αντικείμενα που περιγράφονται στα ομηρικά έπη. Τα κτερίσματα που συνοδεύουν τους νεκρούς στους Ταφικούς Περιβόλους Α και Β των Μυκηνών (βλ. κεφ. 3.5) είναι αντικείμενα γοήτρου, όπως το σκήπτρο του Αγαμέμνονα ή τα αγγεία του Αχιλλέα, που έχουν τη δική τους ιστορία, ορισμένα έχουν, επίσης, «εξωτική» προέλευση και ενισχύουν, προφανώς, την ταυτότητα των νεκρών. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλου είδους αντικείμενα όπως το αγγείο του 13ου-12ου αι. π.Χ. με πιθανή Κυπριακή προέλευση που χρησιμοποιείται ως τεφροδόχος στον τάφο του «Ήρωα» στο Λευκαντί.
Επιπλέον, η εικονογράφηση κάθε είδους αντικειμένων (παραστάσεις κυνηγιού, μαχών, αρμάτων, αλλά και σκηνές από τα έπη σε μεταγενέστερες περιόδους) από περόνες μέχρι αγγεία εμπεριέχει και υποβοηθά την αφήγηση μιας ιστορίας, όπως συμβαίνει και με την ασπίδα του Αχιλλέα. Στα μυκηναϊκά ανάκτορα και μέγαρα, όπως σε αυτό της Πύλου, οι τοιχογραφίες συμβάλλουν στην υποδήλωση της συμβολικής υπεροχής του μυκηναίου «άνακτα» μέσα από εικονογραφικές αφηγήσεις και από τελετουργικού χαρακτήρα «γιορτές» οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την παρουσία εικόνων, αντικειμένων, προσώπων, αλλά μπορεί και προφορικών παρουσιάσεων ή απαγγελιών, ανάλογων με αυτές των επών (Bennett 2004: 95 κ.εξ.).
Μπορούν, τελικά, τα αρχαιολογικά ευρήματα να δώσουν απαντήσεις για τον ομηρικό υλικό κόσμο συγκρινόμενα με τον υλικό πολιτισμό των ομηρικών επών; Οι απόψεις των σύγχρονων ερευνητών προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα νέα διάσταση σ' αυτό το ζήτημα. Ο Ian Morris υποστηρίζει ότι
ο υλικός και ο επικός πολιτισμός ήταν δυο τρόποι με τους οποίους οι Έλληνες του 8ου αιώνα οικοδόμησαν τον κοινωνικό κόσμο στον οποίο ζούσαν. Πρόκειται για δύο σημαντικά πεδία στα οποία ο άνθρωποι κατασκεύαζαν εικόνες του κόσμου στον οποίο ήθελαν να ζουν και απέρριπταν τις αντίθετες εικόνες που δεν ήθελαν, ενώ προσθέτει πως «ο Όμηρος χρησιμοποιεί αντικείμενα -άλλα της εποχής του, άλλα αρχαία και άλλα δικής του επινόησης- για να ανακαλέσει το παρελθόν, δημιουργώντας «επική απόσταση»… Τα έπη και το αρχαιολογικό υλικό μπορούν να κατανοηθούν σωστά όταν εξετάζονται από κοινού, ως κατάλοιπα ανταγωνιστικών προσπαθειών του 8ου αιώνα για αυτοπροσδιορισμό, προσπαθειών από τις οποίες προέκυψε ο κλασικός ελληνικός πολιτισμός.
Πιστεύει παράλληλα, υιοθετώντας την άποψη του σημαντικού ομηριστή Γκ. Νάγκυ (G. Nagy), ότι δημιουργείται μ' αυτόν τον τρόπο ένα
«ενοποιημένο πανελλήνιο πρότυπο που συμφωνεί με την ιδεολογία της πόλεως γενικά, αλλά χωρίς να περιορίζεται στην ιδεολογία κάποιας συγκεκριμένης πόλεως» (Morris 2009: 665, 690).
Ο ιστορικός Ρ. Όσμπορν (R. Osborne) μιλώντας, επίσης, για το τέλος της μυκηναϊκής εποχής και τους λεγόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες» (βλ. πίν. 3) αναφέρει χαρακτηριστικά πως «ο μυκηναϊκός κόσμος έληξε με πάταγο και σιγανό κλάμα» (Osborne 2000: 52). Τα ανάκτορα κατέρρευσαν, οι περίφημοι θολωτοί τάφοι, εκτός από τη Θεσσαλία, εξαφανίστηκαν, οι κεραμικοί ρυθμοί άλλαξαν, νέες θέσεις κατοικήθηκαν, αλλά παρόλα αυτά παρατηρούνται και σημάδια συνέχειας του πολιτισμού. Η εγκατάλειψη δεν ήταν μεγάλης κλίμακας. Οι θαλαμοειδείς, μυκηναϊκού τύπου, τάφοι για πολλαπλές ταφές συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε νεκροταφεία όπως αυτά στην Περατή της Αττικής, στα ανατολικά παράλια της Αττικής και στην Ιαλυσό της Ρόδου. Τα μυκηναϊκά έθιμα ταφής συνέχισαν να τελούνται, παρά την παρουσία και νέων εθίμων, όπως η καύση των νεκρών. Το σχηματολόγιο των αγγείων παρέμεινε μυκηναϊκό. Οι εισαγωγές «πολυτελών» αντικειμένων από την Ανατολή, αν και σαφώς πιο περιορισμένες, συνέχισαν να πραγματοποιούνται. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, είναι πολύ πιο πιθανό η παρακμή που διαπιστώνεται στο τέλος του 11ου αι. π.Χ. να μην είναι προϊόν κάποιας εισβολής, αλλά της φτώχειας. Οι τάφοι στα παραπάνω νεκροταφεία υποδεικνύουν, σε αυτά τα πλαίσια, πτώση του βιοτικού επιπέδου και όχι μάχες και εισβολές (Osborne 2000: 53-60).
Το τελικό συμπέρασμα από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι αν θέλουμε να εντοπίσουμε οπωσδήποτε έναν κόσμο που υπήρξε ιστορικά και απεικονίζεται στα ομηρικά έπη θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στις αριστοκρατικές αρχές, ιδέες και αντιλήψεις για τον κόσμο στα τέλη του 8ου και στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Το ερώτημα είναι κατά πόσο σε αυτόν τον κόσμο ενσωματώνονται στοιχεία που προέρχονται από προηγούμενες εποχές, είτε αυτά προέρχονται από την πρόθεση του δημιουργού των επών να δημιουργήσει μια «επική απόσταση», ανάμεσα στο τώρα της εποχής του (Ύστερα Γεωμετρικά Χρόνια) και σε ένα ηρωικό αριστοκρατικό και ένδοξο παρελθόν (Εποχή του Χαλκού;), είτε αποτελούν στοιχεία που ξεκινούν από την Εποχή του Χαλκού (ήδη από τον 16ο αι. π.Χ.) και επιβιώνουν ανά τους αιώνες, μέχρι τον 7ο αι. π.Χ., στα έπη μέσω της προφορικής τους διάδοσης.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι, προφανώς, εύκολη. Ίσως όμως, έχει περισσότερη σημασία το γεγονός ότι αν κανείς έχει πάντα στον νου του ότι τα ομηρικά έπη δεν είναι, κύρια και πρώτιστα, Ιστορία τότε είναι δυνατόν να προσεγγίσει ιστορικά τον κόσμο που περιγράφουν και στον οποίο απευθύνονται, κάτω από αυτό το πρίσμα, ως ένα υποκείμενο στρώμα της υλικής και πνευματικής πραγματικότητας μέσα στην οποία ζουν και δρουν οι ομηρικοί ήρωες.
5 Η συγκεκριμένη ιστορία αποτυπώνεται στην τραγωδία του αρχαίου Αθηναίου τραγικού ποιητή Ευριπίδη, στην Ελένη.