Α2.3.1. Η συζυγική ομιλία Έκτορα και Ανδρομάχης
Οι προηγούμενοι τυπολογικοί, λειτουργικοί και σημειολογικοί ορισμοί αφορούν κατ' εξοχήν στην κορυφαία ομιλητική σχέση της Ιλιάδας, στη συζυγική δηλαδή ομιλία Έκτορα και Ανδρομάχης, η οποία διαβαθμίζεται, με κατιούσα φορά, στις ραψωδίες Ζ (στ. 407-493), X (στ. 477-514) και Ω (στ. 725-745).
Τα δύο βασικά υποκείμενα της ομιλητικής αυτής σχέσης είναι ο Πριαμίδης Έκτωρ (ο επιφανέστερος και σημαντικότερος υπερασπιστής της Τροίας) και η Ανδρομάχη, το γενεολογικό μητρώο της οποίας ενδιαφέρει ιδιαίτερα: κατάγεται από βασιλική οικογένεια της Θήβας, από την Πλάκο της Κιλικίας· στο πλαίσιο του τρωικού πολέμου έχει χάσει πατρίδα, αδέλφια και γονείς· για τον τριπλό αυτόν αφανισμό ευθύνεται ο Αχιλλέας. Με τους όρους αυτούς, η προσήλωση της Ανδρομάχης στον Έκτορα είναι κυριολεκτικώς αποκλειστική, γι' αυτό και το πρόσωπό της εμφανίζεται στην Ιλιάδα σε συνάφεια μόνον προς τον Έκτορα και την τραγική του τύχη.
Στην ομιλητική, ωστόσο, σχέση Έκτορα και Ανδρομάχης διαμεσολαβεί, ως βωβό πρόσωπο, και το νήπιο τέκνο τους, ο Αστυάναξ ή Σκαμάνδριος - και τα δύο ονόματα, προπαντός το πρώτο, δεν είναι καθόλου αδιάφορα, όπως θα δούμε, για τη δική μας σύγκριση. Ο ρόλος του Αστυάνακτα αναγνωρίζεται καθ' οδόν: το παιδί συστήνει με τη σιωπηλή παρουσία του και το φοβισμένο του κλάμα την κορυφή του συζυγικού τριγώνου, ευνοώντας τη σύγκλιση των βασικών ομιλητικών υποκειμένων, που βρίσκονται, εξαιτίας του πολέμου, σε απόσταση μεταξύ τους. Τούτο φαίνεται καθαρά στην πρώτη βαθμίδα της συζυγικής ομιλίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο δεύτερο μισό της έκτης ραψωδίας (στ. 369-502).
Σε αυτήν, εξάλλου, τη βαθμίδα έχουμε και τη μοναδική εν ζωή ιλιαδική συνάντηση και συνομιλία Έκτορα και Ανδρομάχης, που πραγματοποιείται απρογραμμάτιστα και παρ' ελπίδα στις Σκαιές Πύλες - συμβολικό όριο πολεμικού και ομιλητικού χώρου στην Ιλιάδα. Η προηγούμενη αριστεία του Διομήδη (5.144 κε.) απειλεί ήδη την τειχισμένη πόλη της Τροίας, και η απειλή αυτή αποτελεί τον λόγο εισόδου του Έκτορα στο κάστρο (ο Έλενος τον επιφορτίζει με την εντολή να κινητοποιήσει τη μάνα του και τις σεβάσμιες Τρωάδες ώστε με πέπλο και προσευχές να ικετεύσουν το ξόανο της Παλλάδας προς αποτροπή του έσχατου κινδύνου (6.77-101)· η φήμη της ίδιας απειλής προκαλεί και την έξοδο της Ανδρομάχης από τον συζυγικό θάλαμο στις επάλξεις του κάστρου, όπου συναντά τον Έκτορα, έτοιμο ήδη να διαβεί τις Σκαιές Πύλες (στ. 392-406)· εκεί μάταια προσπαθεί να αποτρέψει την επιστροφή του άντρα της στο πεδίο της μάχης, με επιχειρήματα αμυντικής τακτικής και συναισθηματικής αγωνίας (στ. 407-439).
Η ομιλητική σκηνή επιβαρύνεται εξαρχής από τα προαισθήματα του Έκτορα για τη βέβαιη πτώση της Τροίας, ως παρεπόμενα της οποίας προβλέπονται ο δικός του φόνος, η χηρεία και η δουλεία της γυναίκας του, η ορφανική δυστυχία του μικρού παιδιού (στ. 441-465). Η ούτως ή άλλως βαριά αυτή ατμόσφαιρα ανακουφίζεται κάπως εξαιτίας του νηπίου: που περνά από την αγκάλη της παραμάνας στα χέρια του πατέρα και εφεξής στον κόρφο της μάνας, προκαλώντας κατά σειρά: τον μερικό αφοπλισμό του Έκτορα· την ευχή του πατέρα στον Δία να έχει ο γιος του ευκλεέστερο μέλλον από το δικό του· το δακρυσμένο γέλιο της Ανδρομάχης· το τρυφερό τέλος παρηγορητικό χάδι του άντρα της (στ. 467-493).
Το σύνολο της ομιλητικής σκηνής μοιράζεται σε πράξη και λόγο των ομιλητικών υποκειμένων: η πράξη περιβάλλει τον λόγο. Ο συνδυασμός αυτός δίνει έντονη την αίσθηση της παράστασης, και προσφέρεται σε θεατρική μεταγραφή. Τούτο φαίνεται καθαρά και στον επίλογο της σκηνής: ο Έκτωρ παρηγορεί και συγχρόνως αποτρέπει τη γυναίκα του· ο ίδιος οφείλει να συνεχίσει το ευκλεές πολεμικό του έργο, με τίμημα έστω τον θάνατο, που τελικώς τον αποφασίζουν οι θεοί· εκείνη πρέπει να γυρίσει στον θάλαμο και να επιδοθεί στα γυναικεία της καθήκοντα (στ. 495-500)· ο Έκτωρ φορεί ξανά την περικεφαλαία του και φεύγει (στ. 494)· η Ανδρομάχη υποχωρεί κοιτάζοντας πίσω της και κλαίει· όταν φτάνει στο σπίτι, το κλάμα μεταβάλλεται σε επιτάφιο θρήνο· βέβαιη η γυναίκα ότι δεν θα ξαναδεί τον άντρα της, τον μοιρολογεί ζωντανό (στ. 499-502).
Οι δύο επόμενες εμφανίσεις της Ανδρομάχης στην Ιλιάδα επισυμβαίνουν με τον Έκτορα πλέον νεκρό και έχουν την τυπική μορφή του επικήδειου θρήνου (22.477-514 και 24.725-745). Η λειτουργική αυτή συγγένεια υπαγορεύει λίγο πολύ και συγγενές περιεχόμενο: καθώς το ομιλητικό τρίγωνο έχει κλονιστεί πια στη βάση του, η χηρεία και η σκλαβιά της γυναίκας, η ορφανική τύχη και η πιθανή κατακρήμνιση του παιδιού από το κάστρο της Τροίας προβάλλονται τώρα με ιδιαίτερη έμφαση και μοιράζονται δυσανάλογα στους δύο κομμούς· όπου βεβαίως προέχει ο σπαραχτικός θρήνος της γυναίκας για τον πρόωρα αφανισμένο άντρα της.
Παρά τις ομοιότητές τους, όμως, οι θρήνοι έχουν και χαρακτηριστικές διαφορές. Η κυριότερη διαφορά εντοπίζεται στον χώρο και στον χρόνο τους. Ο θρήνος της εικοστής δεύτερης ραψωδίας σκηνοθετείται πάνω στις επάλξεις του κάστρου, με τον νεκρό Έκτορα να διασύρεται μπροστά στα μάτια της γυναίκας του από τον Αχιλλέα. Ο θρήνος της εικοστής τέταρτης ραψωδίας υπακούει σε τυπικότερη σκηνοθεσία: την εφάρματη επιστροφή του νεκρού Έκτορα στην Τροία την αναγγέλλει πάνω από το κάστρο η Κασσάνδρα ως παραισθητικό νόστο του ήρωα (στ. 704-706)· Τρώες και Τρωάδες συρρέουν στις πύλες για να υποδεχτούν τον νεκρό (στ. 707-709)· με την επιμονή του Πριάμου, ο νεκρός προτίθεται στο παλάτι (στ. 716-717)· χορός εξαρχόντων εγκαινιάζει τον επικήδειο οδυρμό (στ. 719-721)· κρατώντας το κεφάλι του νεκρού, η Ανδρομάχη προφέρει πρώτη τον δικό της κομμό (στ. 725-745)· έπονται οι θρήνοι της Εκάβης (στ. 748-759) και της Ελένης (στ. 762-775).
Όπως τονίσαμε ήδη, ο νεκρός και διασυρμένος Έκτωρ, ύστερα από παρέμβαση των θεών και τη μακρά εταιρική ομιλία του Πριάμου με τον Αχιλλέα, επιστρέφεται στην Τροία και προοικονομείται η ταφή του, με συμφωνημένη, ολιγοήμερη έστω, ανακωχή Δαναών και Τρώων (24.656-667) - αυτήν την τροπή του ομιλητικού θέματος ονομάσαμε προηγουμένως "νεκρώσιμο νόστο". Τον ιλιαδικό νεκρώσιμο νόστο παραλαμβάνει ο ποιητής της Οδύσσειας και τον γυρίζει σε αίσιο, μέσα βέβαια από ατέλειωτες περιπλανήσεις, τον χαμό όλων των εταίρων του, την εκδικητική μνηστηροφονία.