Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Α2.2.3. Ο τύπος της συλλογικής μάχης

Η πρώτη και πρότυπη μάχη της Ιλιάδας

Πρόκειται για τους στ. 422-544 της τέταρτης ραψωδίας. Η σωτήρια προς τον Πάρη παρέμβαση της Αφροδίτης σχεδόν αναιρεί τους όρους της ηρωικής μονομαχίας του με τον Μενέλαο, που είχε σφραγιστεί και με επίσημους όρκους: γιατί την ώρα που φαντασιωμένος ο νόμιμος σύζυγος της Ελένης νομίζει πως σέρνει από το λουρί της περικεφαλαίας του τον παράνομο εραστή, η θεά του έρωτα έχει αναρπάσει τον προστατευόμενό της Αλέξανδρο, τον έχει μεταφέρει ασφαλή στην Τροία, και υποχρεώνει την Ελένη να αγαπηθεί μαζί του. Χλευασμός; Ειρωνεία; Πάντως στα δύο στρατόπεδα δημιουργείται πλήρης σύγχυση, καθώς καταπατήθηκαν και οι αμοιβαίοι όρκοι.

Για να λυθεί η εμπλοκή, παρεμβαίνουν τώρα οι θεοί, κυρίως ο Δίας που, με την επιμονή της Ήρας, πρέπει να βρει τρόπο για να συνεχιστεί ο ιλιαδικός πόλεμος. Επιλέγεται μια μέθοδος ανορθόδοξη: ο Πάνδαρος θα τοξεύσει τον Μενέλαο ύπουλα, θα ενισχύσει έτσι τη σύγχυση των ὁρκίων και θα εξερεθίσει τους Έλληνες σε μια εκδικητική σύγκρουση με τους Τρώες.

Οι αντίπαλοι τώρα ανασυντάσσονται. Ο Αγαμέμνων επιθεωρεί τον δικό του στρατό και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανάβει την όρεξή του για τη μάχη. Βρισκόμαστε ακριβώς στην έναρξη της δικής μας σκηνής, της πρώτης και πρότυπης μάχιμης σύγκρουσης Ελλήνων και Τρώων στην Ιλιάδα, η οποία κατανέμεται στα εξής κεφάλαια:

1. Οι δύο στρατοί συνέρχονται αντιμέτωποι. Τους παραστέκονται αμοιβαίως ο Άρης και η Αθηνά. Τους εξισώνει η διπλή αίσθηση του θάρρους και του φόβου. Τους διαιρεί και μαζί τους συμπλέκει η Έρις, κίνητρο κάθε ανθρώπινης, θεϊκής και κοσμικής διαμάχης (στ. 422-445).

2. Οι δύο στρατοί εν συνεχεία συμβάλλονται και συγχέονται: δεν ξεχωρίζουν νικητές και νικημένοι, οι κραυγές της νίκης από τις οιμωγές της ήττας· όλους τους λούζει το αίμα, που σαν ποτάμι ορμητικό κυλάει πάνω στη γη· η κλαγγή των όπλων και η οξύτητα των φωνών φτάνει μακριά, και θα μπορούσε κάποιος βοσκός επάνω στο βουνό να ακούσει και να απορήσει (στ. 446-456).

3. Κι ενώ ώς τώρα δεν ξεχώρισαν ακόμη επώνυμοι ήρωες, οι πολεμιστές πρώτα μοιράστηκαν, ύστερα πλησίασαν, για να γίνουν μέσα στη συλλογική μάχη αδιάκριτο σφαγείο - τώρα ήρθε η ώρα να ακουστούν ονόματα και να σχηματιστούν πρόσωπα.

(α) Πρώτος ο γιος του Νέστορα Αντίλοχος σκοτώνει τον Τρώα Εχέπωλο, κι ο Ελεφήνωρ, θέλοντας να σκυλεύσει τον νεκρό, θα πληρώσει την αποκοτιά του: θα πάει από το δόρυ του Αγήνορα. Γύρω από τους δύο νεκρούς, Τρώες και Αχαιοί μάχονται εφεξής σαν λύκοι, αλληλοσφάζονται, και οι σκοτωμένοι πολλαπλασιάζονται.

(β) Όμως θα ξεχωρίσει πάλι ο πολύς Αίας, έτοιμος να χτυπήσει ένα παλικαράκι από τη μεριά των επικούρων της Τροίας, που πήρε το όνομά του από τον ποταμό Σιμόεντα, στις όχθες του οποίου τον ξεγέννησε η μάνα του. Τον λένε Σιμοείσιο και θα συντριβεί από το δόρυ του Αίαντα σαν την φτελιά που την γκρεμίζουν πλάι στου ποταμού την όχθη οι ξυλοκόποι και κείτεται στη γη ώσπου να ξεραθεί ψιλόλιγνος ο κορμός της. Συντρέχει όμως από τη μεριά των Τρώων ο Πριαμίδης Άντιφος, που ωστόσο, αντί να βρει τον Αίαντα η βολή του, χτυπά έναν εταίρο τού Οδυσσέα, τον Λεύκο. Ερεθισμένος ο Οδυσσεύς θα ορμήσει, αλλά και αυτού η βολή θα ξεστρατίσει: αντί για τον Άντιφο, θα βρει έναν άλλο γιο του Πριάμου, νόθο, τον Δημοκόωντα. Ξανά συλλογική σύρραξη, και οι Αργείοι προς στιγμήν παίρνουν το επάνω χέρι.

Όμως στην ώρα του θα ακουστεί ο Απόλλων, ο σύμμαχος θεός των Τρώων, για να τους εμψυχώνει, ενώ η Αθηνά θα παίξει ρόλο ανάλογο για τους Έλληνες, ώστε να αποκατασταθεί ξανά η εύθραυστη, έτσι κι αλλιώς, ισορροπία της μάχης.

(γ) Έπεται η τρίτη και έσχατη ομάδα ανδροκτασιών: ο Πείρως από τη Θράκη, σύμμαχος των Τρώων, σκοτώνει τον Διώρη· τον Πείρω τον εξοντώνει, ωστόσο, ο Αιτωλός Θόας. Αποτέλεσμα: Θράκες και Επειοί συμπλέκονται γύρω από τα δυο πτώματα, και πάνω στους νεκρούς σωριάζονται τώρα κι άλλοι νεκροί (στ. 457-538).

4. Επιβάλλεται ο επίλογος της μάχιμης σκηνής, ως απροσδόκητη υπόθεση: αν, λέει ο ποιητής της Ιλιάδας, η θεά Αθηνά έπαιρνε κάποιον από το χέρι και τον οδηγούσε στο πεδίο της μάχης, υπό τον όρο ότι θα έμενε άτρωτος παρατηρητής, αυτός τότε δεν θα μπορούσε να έχει παράπονο από την πλούσια σοδειά του πολέμου.

Έπονται κάποιες παρατηρήσεις, μορφής και περιεχομένου, από όπου η ιδεολογία του ιλιαδικού πολέμου προκύπτει καθαρότερα:

1. Σημειώνεται καταρχήν η αδρή, τριαδική άρθρωση της μάχιμης σκηνής μας: μακρά σχετικώς εισαγωγή, που φέρνει αντιμέτωπους τους δύο στρατούς· διπλή σύγκρουση (ανώνυμων και επώνυμων πολεμιστών), που σχηματίζει τον δίδυμο κορμό της μάχης· τέλος, εξάστιχος επίλογος, για να μετρηθεί η φριχτή σοδειά αυτού του πρότυπου πολέμου.

2. Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά στην κλίμακα της οπτικής και ακουστικής απόστασης με την οποία στήνεται αυτή η μάχη. Η τεχνική εδώ θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτόχρημα κινηματογραφική, καθώς τα διηγημένα πλάνα δίνονται πρώτα από μεγάλη απόσταση, ύστερα πλησιάζουν, για να καταλήξουν σε αφηγηματικές λήψεις από μέσα ή και εξ επαφής. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τους ήχους: μακρινοί στην εισαγωγή, εκκωφαντικοί στη μέση, μηδενισμένοι στον απολογιστικό επίλογο που μοιάζει με βουβό προσκλητήριο νεκρών.

3. Η πρώτη συλλογική μάχη του έπους δεν ενδιαφέρεται να υποδείξει νικητές και ηττημένους. Μόλις η πλάστιγγα πάει να γείρει προς τη μεριά του ενός στρατού, οι θεοί επεμβαίνουν για να ξαναφέρουν την αμφίρροπη ισορροπία. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ζυγίζονται στην ίδια ζυγαριά: θύτες και θύματα μοιράζονται ακριβοδίκαια. Καμιά σοβινιστική μεροληψία. Ό,τι ενδιαφέρει τον ποιητή της Ιλιάδας περισσότερο είναι η κοινή ανθρώπινη μοίρα, που ο πόλεμος τη δοκιμάζει.

4. Στις επώνυμες ανδροκτασίες ραγδαία κάποιος πολεμιστής περνά από τον ρόλο του θύτη στον ρόλο του θύματος: ο Αντίλοχος σκοτώνει τον Εχέπωλο, ο Ελεφήνωρ προσπαθεί να τον σκυλεύσει και σκοτώνεται αμέσως από τον Αγήνορα· ο Πείρως φονεύει τον Διώρη, αλλά φονεύεται πάραυτα από τον Θόαντα. Αυτή είναι η δικαιοσύνη του πολέμου: η ιαχή της νίκης τρέπεται γρήγορα σε οιμωγή ήττας. Και κάτι ακόμη: το φονικό βέλος συχνά ευστοχεί, συχνότερα όμως αστοχεί, βρίσκει άλλον αντ' άλλου: ο Άντιφος, αντί του Αίαντα που σκότωσε τον Σιμοείσιο, σκοτώνει τον σύντροφο του Οδυσσέα Λεύκο· ο Οδυσσεύς, στην εκδικητική του έξαψη, αντί του γνήσιου Πριαμίδη, θανατώνει τον νόθο γιο του Πριάμου Δημοκόωντα. Τελικά, ο πραγματικός σκοπευτής είναι ο θάνατος, που κάθε φορά διαλέγει το θύμα του, συνήθως ανυποψίαστο και ανέτοιμο.

5. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το αμοιβαίο φονικό λάμπει κάπου και κάπως η φιλία, εκείνη που θα κάνει τον Αχιλλέα να βγει στον πόλεμο για να εκδικηθεί τον Πάτροκλο, μόλο που ξέρει πως αυτό το βήμα τον πλησιάζει πια και στον δικό του θάνατο. Μικρό αλλά χαρακτηριστικό δείγμα συντροφικότητας στη δική μας σκηνή αποτελεί το ζεύγος Λεύκος - Οδυσσεύς. Είδαμε πώς ο φόνος του ενός κινητοποιεί τον άλλο.

Μια άλλη σπαρακτική συντροφική χειρονομία ιχνογραφείται στην έσχατη ανδροκτασία της σκηνής μας: ο Πείρως έχει θανάσιμα χτυπήσει τον Διώρη, που δεν πεθαίνει, ωστόσο, αμέσως· βαριά τραυματισμένος, απλώνει τα δυο του χέρια προς τους συντρόφους του ζητώντας βοήθεια· μόνο που εκείνοι τώρα δεν θα τον προλάβουν· έρχεται ο Πείρως κατεπάνω του και μπήγει το κοντάρι του στον αφαλό του Διώρη. Αμέσως το σκότος του θανάτου κλείνει τα βλέφαρά του.

6. Έτσι φτάνουμε στο κρισιμότερο σημείο, που σηματοδοτεί την περί πολέμου ιδεολογία της πρώτης και πρότυπης μάχης του έπους, με την οποία, εν είδει μήτρας, προσχηματίζεται ο ιλιαδικός πόλεμος στο σύνολό του.

Προϋποτίθεται η αφηγηματική αρχή ότι κάθε παραδοσιακού τύπου πολεμική σύγκρουση, αργά ή γρήγορα, καταλήγει στην ανισόρροπη έκβασή της, που μοιράζει τους αντιπάλους σε νικητές και ηττημένους. Τυπικό παράδειγμα ο τρωικός μύθος και πόλεμος, που σφραγίζεται με την άλωση και την ολοκληρωτική καταστροφή της Τροίας από τους νικηφόρους Αχαιούς. Αυτή όμως η παραδοσιακή αρχή δεν φαίνεται να τηρείται στην προκειμένη περίπτωση: όπου, αντί της ανισόρροπης έκβασης του πολέμου, πρώτα υποβάλλεται και ύστερα επιβάλλεται η ισόρροπη εξίσωση των αντιπάλων.

Εξαίρεση αποτελεί το μεσαίο σύμπλεγμα: ύστερα από τον χόλο του Οδυσσέα για τον φόνο του εταίρου του Λεύκου από τον Πριαμίδη Άντιφο και την εκδικητική του επίθεση που καταλήγει στον φόνο του νόθου γιου του Πριάμου Δημοκόωντα, η σύγκρουση προσώρας γίνεται ετεροβαρής. Οι πρόμαχοι των Τρώων και ο ίδιος ο Έκτορας υποχωρούν στην ακάθεκτη ορμή των Αχαιών, που βρίσκουν τώρα χρόνο να μαζέψουν τους νεκρούς τους. Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι η μέχρι στιγμής ισόπαλη σύγκρουση καταλήγει σε νίκη των Αργείων, σύμφωνα και με την παραδοσιακή αρχή που θέλει στο τέλος μιας μάχης διακριτούς νικητές και ηττημένους.

Παρά πάσα όμως προσδοκία, η προσωρινή αυτή ανισορροπία αμέσως αίρεται. Πρώτα με τη μεγαλειώδη εμφάνιση του Απόλλωνα, ο οποίος ψέγει την αδικαιολόγητη φυγή των Τρώων, ενισχύοντας έτσι το πολεμικό τους μένος· αμέσως μετά με την παρέμβαση της Αθηνάς, που κυκλοφορεί ανάμεσα στους Αχαιούς αποτρέποντας το ενδεχόμενο της δικής τους τώρα αμηχανίας απέναντι στο ανανεωμένο ηθικό των Τρώων. Αποτέλεσμα: οι αντίπαλοι στρατοί εκ νέου εξισώνονται και, με αυτούς τους όρους, επιβάλλεται στη συνέχεια το τρίτο σύμπλεγμα ανδροκτασιών, στο οποίο ενέχονται, ως επώνυμοι ήρωες, ο Πείρως, που σκοτώνει βάναυσα τον Διώρη, και ο Θόας, που φονεύει τον Πείρω, καθιστώντας αυτομάτως τον θύτη θύμα.

Εφεξής, γύρω από τα επάλληλα νεκρά σώματα των αντίπαλων ηρώων η φονική μάχη γενικεύεται, και κυριαρχεί πάλι ο αμοιβαίος φόνος. Σε τούτο το σημείο θα μπορούσε να πέσει η αυλαία της πρώτης και πρότυπης σκηνής. Παρά ταύτα, ο ποιητής της Ιλιάδας επιμένει σε έναν απολογιστικό επίλογο, για να δείξει τα συνολικά παρεπόμενα της μάχης που αφηγήθηκε.

Παρατήρηση πρώτη: ο τόνος του επιλόγου ελέγχεται ειρωνικός ήδη από τον εισαγωγικό του στίχο· η σύνταξή του δυνητική (κεν με αλλεπάλληλες ευκτικές), που πάει να πει υποθετική, στην εκδοχή μάλλον του απραγματοποίητου· το απραγματοποίητο, ωστόσο, μετριάζεται με την απροσδόκητη συνδρομή της Αθηνάς, που εξασφαλίζει στον υποθετικό παρατηρητή όρους αφύσικης ασφάλειας τους οποίους ένας θεός μόνον μπορεί να εγγυηθεί· ξαφνικά, οι δυνητικές ευκτικές υποχωρούν και τη θέση τους παίρνει η οριστική τέταντο, που, με τα υποκείμενα και τους επιρρηματικούς προσδιορισμούς της, αποκαλύπτει την πραγματική σοδειά της μάχης.

Παρατήρηση δεύτερη: με την προϋπόθεση πως πρόκειται για αφηγημένη μάχη, ο υποθετικός παρατηρητής του επιλόγου της υπονοεί τον ακροατή-αναγνώστη της προκείμενης αφήγησης· η Αθηνά, εξάλλου, με τον προστατευτικό ρόλο που αναλαμβάνει αναλογεί στον ίδιον τον ποιητή. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος αφηγηματικής συνωμοσίας ραψωδού και ακροατή, οι οποίοι λαθραία συμμετέχουν σε αυτή την τελική αποκάλυψη του πολέμου.

Παρατήρηση τρίτη: στον επίλογο της πρώτης αυτής και πρότυπης μάχης του έπους ο απολογισμός της πραγματοποιείται μέσω του υποθετικού παρατηρητή εξ επαφής, συμψηφίζοντας αυτό που βλέπει ο ίδιος με τα μάτια του. Αυτή η έσχατη σκηνοθεσία της μάχης προάγει την παρομοίωση του βοσκού, ο οποίος ακούει από μακριά πάνω στο βουνό χειμάρρους να συμβάλλονται στη μισγάγκεια και απορεί για τον δούπο τους (στ. 452-456). Πρόκειται, λοιπόν, για κλίμακα η οποία στήνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε στην αρχή ακούμε κι εμείς τη μάχη εξ αποστάσεως· στο τέλος όμως η απόσταση μηδενίζεται και η προηγούμενη ακρόαση γίνεται τώρα θέαση. Και οι δύο πάντως εικόνες, του βοσκού και του ένθετου παρατηρητή, προβάλλουν διαβαθμισμένο το ίδιο πόρισμα: πρώτα οι συμπλεκόμενοι αντίπαλοι δεν ξεχωρίζουν· ύστερα τα νεκρά τους σώματα συμπίπτουν στο πεδίο της μάχης και οριστικά πια εξομοιώνονται.

Είδαμε ήδη δύο φορές ότι η εξίσωση αυτή των αντιπάλων, μέσα στον αμοιβαίο και κοινό τους θάνατο, προοικονομεί την έκβαση του ιλιαδικού πολέμου. Τούτο δεν επιβεβαιώνεται μόνον από το αφηγηματικό γεγονός με το οποίο η Ιλιάδα κλείνει τον δικό της πολεμικό κύκλο. Δύο ισόπαλοι φόνοι, που μοιράζονται αντιστοίχως στα δύο στρατόπεδα: φόνος του Πατρόκλου από τον Έκτορα· φόνος του Έκτορα από τον Αχιλλέα. Σημαντικότερο ίσως είναι ότι ο ποιητής, με τα δρώμενα της εικοστής τέταρτης ραψωδίας, δίνει τη δυνατότητα να αναγνωριστεί και συμβολικά η φονική αυτή εξίσωση, η οποία οδηγεί, συμβολικά επίσης, στη συμφιλίωση των αντιπάλων. Γιατί η μακρά εταιρική ομιλία Αχιλλέα και Πριάμου, όπως θα δούμε παρακάτω, υποκινημένη από τους θεούς, πραγματοποιείται σε ηρωικό επίπεδο με τέτοιον τρόπο, ώστε οι δύο συνομιλούντες εταίροι (γέρος ο ένας, νέος ο άλλος, σπαραγμένοι από τον πόνο και οι δύο) μετατρέπονται από θανάσιμους εχθρούς σε φίλους όταν συνειδητοποιούν την κοινή τους απώλεια μέσα στον ιλιαδικό πόλεμο και εξαιτίας του: ο πατέρας την απώλεια του πιο αγαπημένου του γιου· ο φίλος την απώλεια του πιο αγαπημένου του φίλου.

Έτσι επιτυγχάνεται η επιστροφή του νεκρού Έκτορα στην Τροία και εξασφαλίζεται, μετά τον διασυρμό του, η έντιμη ταφή του, αναλόγως προς την προηγούμενη επιστροφή και ταφή του Πατρόκλου. Η Ιλιάδαπερατώνεται με έναν νεκρώσιμο νόστο, ο οποίος επιβάλλει δωδεκαήμερη αναστολή του τρωικού πολέμου, ενώ συγχρόνως, και τούτο είναι το σημαντικότερο, δηλώνει το συμφιλιωτικό τέλος του ιλιαδικού πολέμου.