Εξώφυλλο

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία

Προς τη γένεση των πόλεων

Εκδότης: Δημήτριος Β. Γραμμένος

  • 1. Τούμπα Θεσσαλονίκης (φωτ. 1917- από το BSA 23, 1918-1919, πιν. ΧΙ: 2).

  • 2. Τράπεζα Νέου Ρυσίου-Καρδίας Ν. Θεσσαλονίκης και στο βάθος αριστερά η δεύτερη τράπεζα του Νέου Ρυσίου (με δεντροφύτευση), από νοτιοανατολικά (φωτ. Κ. Σουέρεφ).

  • 3. Πλατιά Τούμπα (τράπεζα αριστερά) και Φενέρ Τούμπα (τούμπα δεξιά) Πλαγιαρίου Ν. Θεσσαλονίκης, από νοτιοδυτικά (φωτ. Κ.Σ.)

  • 4. Τούμπα Τάμπια (τράπεζα) Νέας Μηχανιώνας Ν. Θεσσαλονίκης, από δυτικά (φωτ. Κ.Σ.)

  • Σχ.1. Οικισμοί προϊστορικών και ιστορικών χρόνων μεταξύ Κάτω Αξιού ποταμού και περιοχής ακρωτηρίων Αίνειας (οι χρονολογήσεις που ακολουθούν τις θέσεις στηρίζονται κυρίως σε ευρήματα κεραμικής).

Ανατολικό τμήμα του Θερμαϊκού κόλπου. Διαδικασίες οργάνωσης του χώρου

(Σχ. 1)

Κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού (3000-1800 π.Χ.) προέκυψαν οι βασικότερες επιλογές θέσεων για να εγκατασταθούν ομάδες κατοίκων στην ανατολική παραθερμαϊκή ζώνη. Είχαν επιλεγεί σημεία ελέγχου τόσο των χερσαίων προσβάσεων στις ακτές, όσο και των σημείων υποδοχής πλοίων. Κατά συνέπεια, οι πρώιμες μορφές κυκλοφορίας των μετάλλων, μέσω ενδοχώρας και μέσω θάλασσας, ανακατέταξαν τη δυναμική των παραλίων και των γειτονικών τους περιοχών.

Διαπιστώνουμε, παράλληλα, ότι μεγαλύτεροι και μικρότεροι οικισμοί της πρώιμης εποχής του χαλκού που εδραιώθηκαν κοντά στα παράλια ή και στον κάτω ρου των ποταμών διασφάλιζαν τις επαφές και τις σχέσεις ανάμεσα στις οργανωμένες κοινότητες και ότι επρόκειτο να έχουν μακροχρόνια παρουσία με σημαντικό στρατηγικό ρόλο (π.χ. τούμπα Καστανά, διπλή τράπεζα Νέας Αγχιάλου, Τούμπα Θεσσαλονίκης, τούμπα Γόνα, τράπεζα Σαραλίκα Τριλόφου) (Εικ. 1).

Οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν κατά την ύστερη εποχή του χαλκού (1500-1100 π.Χ.) παρουσιάζονται κυρίως ως ενισχυτικοί του ήδη υπάρχοντος ελέγχου στις ευαίσθητες περιοχές των ανταλλαγών και αργότερα συναλλαγών με κυρίαρχο άξονα προφανώς τα μέταλλα (χαλκό, χρυσό). Ιδιαίτερη έμφαση φαίνεται ότι δόθηκε στις εκβολές των ποταμών Γαλλικού (τούμπα Λαχανόκηπου Νέας Μαγνησίας / Νέας Ιωνίας, τούμπα Ασπρόβρυση Ωραιοκάστρου) και του Ανθεμούντα (Τούμπα Αγγελάκη Αγίας Παρασκευής, τράπεζα Νέου Ρυσίου Καρδίας).

Τους οικισμούς, παλαιούς και νέους, της ύστερης εποχής του χαλκού μπορούμε να συνδέσουμε με τη μυκηναϊκή κεραμική, δείγματα της οποίας έχουν έρθει στο φως, και τις δραστηριότητες που αυτή υποδηλώνει στη χωροοργάνωση, την οικονομία και τις ιδεολογίες (πρβ. Πιλάλη 1999). Πρέπει να διαμορφώθηκαν τότε οι προϋποθέσεις «συνεταιρισμών» και «ανταγωνισμών», αλλά και το υπόστρωμα μεταβολών στη δομή και τις συμπεριφορές του πληθυσμού. Αυτό το υπόστρωμα, κατά την άποψή μου, συνέβαλε στα χρόνια της πρώιμης εποχής του σιδήρου τόσο στις περιπτώσεις τυπικών και άτυπων αποικισμών όσο και στις διαδικασίες αστικοποίησης και «κρατικών» μορφωμάτων στην περιοχή του Κόλπου.

Σε κάθε περίπτωση, τα οικιστικά κατάλοιπα και η επείσακτη κεραμική με τις τοπικές απομιμήσεις και άλλες εγχώριες κατηγορίες που αποκαλύπτονται στην παραθερμαϊκή ζώνη και στην εγγύς ενδοχώρα σηματοδοτούν τη συνθετότητα των κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών σε ό,τι αφορά στην κατοίκηση πριν από την εμφάνιση των αποικιών στα παράλια του βορειοδυτικού Αιγαίου.

Η βασική καινοτομία των χρόνων της πρώιμης εποχής του σιδήρου (1100-700 π.Χ.) στους οικισμούς της περιοχής που εξετάζουμε, εντοπίζεται στη συγκρότηση διευρυμένων σε σχέση με το παρελθόν οικιστικών χώρων. Καρπό αυτών των οικιστικών και βέβαια δημογραφικών μεταβολών αποτελούν οι οικισμοί σε «τράπεζες», από το σχήμα που αναγνωρίζεται μορφολογικά στον χώρο (πρβ. Γραμμένος - Μπέσιος - Κώτσος 1997). Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια πρωτο-πολεοδομική οργάνωση πριν από τα φαινόμενα που β' ελληνικού αποικισμού στα γειτονικά παράλια. Βέβαια, οι διευθετήσεις των κατοικιών σε περιορισμένο, αλλά ευρύτερο πεδίο από την εικόνα των οικισμών σε τούμπα της ύστερης εποχής του χαλκού δεν αποκλείει -όπως και στις αρχαιότερες φάσεις- την ύπαρξη και άλλων εκτάσεων με κατοικίες -ίσως διάσπαρτες- έξω από τους διασωθέντες οικισμούς σε τράπεζα, σε συνάρτηση με τις παραγωγικές ανάγκες του ίδιου του οικιστικού πυρήνα ή γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, κοντά και μακρυά από τα οριοθετημένα σύνολα σπιτιών (Σουέρεφ 1993).

Η ουσιαστική αυτή μεταβολή στην κατοίκηση, με τα φαινόμενα μορφής τράπεζας, η οποία καταγράφεται αρχαιολογικά και τοπογραφικά, έχει συντελεστεί κατά τον 8ο αι. π.Χ. στην ανατολική περίμετρο του Θερμαϊκού. Θεωρώ ότι οι μετατροπές αυτές στην κατοίκηση απηχούν ασφαλώς και άλλου είδους αλλαγές στην οργάνωση και τη δομή της οικονομίας και της εξουσίας που παραπέμπουν σε προθέσεις και επιτεύξεις αστικών και κρατικών μορφωμάτων, ενταγμένων στην εποχή τους. Η ενίσχυση παλαιότερων οικισμών και η ίδρυση νέων εξέφραζε μάλλον τη γεωπολιτική συσπείρωση που συσχετίζεται με τη γένεση μορφωμάτων με κοινούς άξονες δράσης, οντοτήτων που κινούνταν προς την έννοια της «πόλης» με οικονομικές εξειδικεύσεις εσωτερικά, πριν αυτή λάβει την αρχαϊκή υπόσταση της πόλης-κράτους. Η πιθανότητα οργάνωσης κάποιων «ομοσπονδιών», με την έννοια συστημάτων που ορίζονταν γεωγραφικά και αποτελούνταν από οικισμούς και γαίες με κοινό «κρατικό» πρότυπο, εμφανίζεται να επαληθεύεται στην ανατολική περιοχή του Θερμαϊκού κατά την πρώιμη εποχή του σιδήρου. Η υπαγωγή των συστημάτων οικισμών σε οικονομικούς και πολιτικούς στόχους στα πλαίσια της σταθερής γεωμορφολογίας και των παραδοσιακών ελέγχων στην παραγωγή και την κυκλοφορία των μετάλλων και άλλων αγαθών, διαφαίνεται ως πραγματικότητα που άρχισε να διαμορφώνεται κατά την εποχή του χαλκού. Λειτούργησε δε, τηρουμένων των αναλογιών της εποχής, στη διάρκεια του λεγόμενου β' μεγάλου ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.).

Επιβεβαίωση της υπόθεσης των συστημάτων οικισμών συνιστούν οι ομάδες οικισμών που περιλάμβαναν σημαντικά κέντρα κυρίαρχα σε κατεξοχήν στρατηγικά σημεία της περιοχής:

Α) Ανάμεσα στις ανατολικές όχθες των εκβολών του Αξιού και τις δυτικές όχθες των εκβολών του Γαλλικού, κυριαρχούν οι αρχαίες θέσεις τράπεζα της Γέφυρας και διπλή τράπεζα της Νέας Αγχιάλου, μέχρι τα όρια της πεδινής ζώνης βορειότερα της οποίας διακρίνονται η τούμπα του Καστανά και οι τράπεζες της Νέας Φιλαδέλφειας. Στην περιοχή καταλήγουν παρόχθιες διαδρομές από τη βορεινή ενδοχώρα. Παραμένει ωστόσο ανοικτό το πρόβλημα κατανόησης των γεωλογικών μεταβολών, όπου συναντώνται παραπόταμοι, ρέματα, παλαιές και νεότερες διαμορφώσεις εκβολών. Κατά συνέπεια δυσχεραίνεται και η αναγνώριση της ακτογραμμής και των παράλιων τοπίων της εποχής του σιδήρου καθώς και των ευλίμενων σημείων.

Β) Ανάμεσα στις ανατολικές όχθες των εκβολών του Γαλλικού ποταμού και το ακρωτήριο Καραμπουρνάκι ή τις βόρειες όχθες των εκβολών του Ανθεμούντα κυριαρχούν η τούμπα επί τραπέζης στην Τούμπα Θεσσαλονίκης και η τράπεζα στο Καραμπουρνάκι, μέχρι τα όρια των υψωμάτων που φράζουν βορειότερα την πεδινή ζώνη στον Πεντάλοφο, τη Νεοχωρούδα, το Ωραιόκαστρο (Νταούτμπαλη), την Πολίχνη (τράπεζα), την Πυλαία και τη σημερινή Θέρμη/Σέδες. Και σε αυτή την περιοχή κατέληγαν χερσαίες διαδρομές από την ενδοχώρα (από τις λίμνες, από τη λεκάνη του Λαγκαδά, από την παρόχθια διαδρομή του Γαλλικού). Αμέσως βόρεια και νότια από το Καραμπουρνάκι, στην περιοχή του Λευκού Πύργου και στις εκβολές του Γαλλικού φαίνεται ότι ήταν δυνατή η προσέγγιση πλοίων, αν και το ανάγλυφο έχει μετατραπεί λόγω των προσχώσεων.

Γ) Στη βόρεια όχθη των εκβολών του Ανθεμούντα και στη νότια κυριαρχούν η τούμπα επί τραπέζης της Γόνα και οι δύο τράπεζες του Νέου Ρυσίου και του Νέου Ρυσίου-Καρδίας (Εικ. 2). Στο ίδιο τμήμα του κολπίσκου γύρω από τις εκβολές η τράπεζα της σημερινής Θέρμης/Σέδες «φρουρούσε» τις νοτιοδυτικές πύλες του ορεινού όγκου του Χορτιάτη και νότια του ποταμού η Τούμπα Αγγελάκη της Αγίας Παρασκευής. Από την περιοχή διέρχονταν προφανώς δρόμοι από και προς την ενδοχώρα του Χορτιάτη και της Χαλκιδικής, ενώ οι εκβολές του ποταμού Ανθεμούντα αποτελούσαν την άμεση φυσική και εύκολη επαφή με τις θάλασσες.

Δ) Ανάμεσα στα ακρωτήρια Τούζλα και Μεγάλο Έμβολο μέχρι τα παράλια βόρεια του Τριλόφου υπήρχαν η Τούμπα Τάμπια της Νέας Μηχανιώνας (Εικ. 4), η τράπεζα των Νέων Επιβατών, η Πλατιά Τούμπα του Πλαγιαρίου (Εικ. 3) και η τράπεζα Σαραλίκα του Τριλόφου. Οι δύο τελευταίες ξεχωρίζουν με τις διαστάσεις τους και τις αρχαιολογικές τους ενδείξεις. Η περιοχή αυτή μπορεί να αξιοποιούσε με επάρκεια την αγροτική ενδοχώρα μέχρι την παραλία της Επανομής και της Μηχανιώνας στο βορειοδυτικό Αιγαίο. Ήταν επίσης έκθετη από τρεις πλευρές στη θάλασσα που συνέδεε τον Άθωνα, την Εύβοια και τις Σποράδες με την ενδότερη στεριά του Θερμαϊκού.

Σε τελευταία ανάλυση, στην αρχή του 8ου αι. π.Χ. έχει ήδη συντελεστεί η διαμόρφωση των οικισμών σε τράπεζες που στη βιβλιογραφία χαρακτηρίζονται «των ιστορικών χρόνων» σε αντίθεση με τους οικισμούς σε τούμπα (tell) των «προϊστορικών χρόνων».