Πρόλογος
Τι μορφές πήραν τα φαινόμενα αποικισμού μεταξύ του 8ου και του 6ου αι. π.Χ. στα παράλια του Θερμαϊκού Κόλπου και της Χαλκιδικής; Πού εντοπίζονται τέτοιου είδους φαινόμενα; Πώς εντάσσονται στα αρχαιολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα των περιοχών αυτών; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις και αιτίες εμφανίζονται; Πόσο επηρέασαν τα φαινόμενα αυτά τον ευρύτερο χώρο; Ποιες οι επιπτώσεις τους στο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο κάθε οργανωμένου οικιστικού συνόλου στην παραθερμαϊκή ζώνη, την παράκτια Χαλκιδική και την άμεση ενδοχώρα τους σε διάφορες στιγμές των αρχαϊκών χρόνων; Ποια τα συγκεκριμένα κατάλοιπα των επεισοδίων των αποικισμών και ποιες οι σημασίες τους;
Προσεγγίσεις στους προβληματισμούς αυτούς προκύπτουν από δύο διαφορετικά επίπεδα πληροφοριών: από τα παλαιά και τα νέα ευρήματα των ανασκαφών από τη μια, από τις αναφορές πηγών της αρχαίας γραμματείας από την άλλη.
Τα φαινόμενα αποικισμού και των εμπορικών σχέσεων με αιγαιακά και ελληνικά κέντρα ήταν σε έξαρση κατά τον 8ο και 7ο αιώνα. Συνέβαλαν ασφαλώς στη διαμόρφωση δικτύων τα οποία περιελάμβαναν μικρούς και μεγάλους οικισμούς στην παραθερμαϊκή ζώνη και στις ακτές της Χαλκιδικής. Κύριο αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών ήταν η συστηματική συνάφεια με εξωτερικούς παράγοντες και η διαμόρφωση εσωτερικών παρεμβάσεων και μετατροπών σε χώρους αγροτικής κατά βάση οικονομίας.
Σειρά από ζητήματα προκύπτουν διερευνώντας τα στοιχεία στη διάθεσή μας για τα οικιστικά και πολιτικά μορφώματα των περιοχών που εξετάζουμε. Αυτά έρχονται να προστεθούν στους αρχικούς προβληματισμούς, αλλά δίνουν όψεις μιας περαιτέρω έρευνας των φαινομένων του αποικισμού και των παραμέτρων που τα πλαισιώνουν. Αναφέρουμε ορισμένα από τα ζητήματα αυτά:
α) Η εσωτερική οργάνωση της οικονομίας και της πολιτικής κάθε οικισμού και η συνεργασία περισσότερων οικισμών με πρότυπο την πόλη-κράτος.
β) Η συσπείρωση γεωπολιτικών ενοτήτων με την επιρροή εξωτερικών από τη θάλασσα παραγόντων (π.χ. Ερετριέων, Χαλκιδέων, Ανδρίων, Ιώνων, Αθηναίων) με κατεύθυνση την υποστήριξη τοπικών και φιλικών συμφερόντων ή αντίθετα με όρους αντιπαλότητας.
γ) Η συγκρότηση πόλων με συγκεκριμένο οικονομικό ή πολιτειακό χαρακτήρα, όπως η περίπτωση της Θέρμης στη Μυγδονία και της Ολύνθου στη Χαλκιδική, κοντά σε αποικίες.
δ) Η ενσωμάτωση ή αφομοίωση «αποικιών» από ισχυρότερα τοπικά στοιχεία.
ε) Τα όρια της ευβοϊκής και ιωνικής παρουσίας στον χώρο μέχρι τους περσικούς πολέμους και οι διεισδύσεις των Αθηναίων ιδιαίτερα μετά τα Περσικά.
Η επιλογή να διερευνήσουμε την περίπτωση των Ευβοέων για μια προσέγγιση των αποικιακών φαινομένων στην περίμετρο του Θερμαϊκού οφείλεται και στους εξής λόγους:
α) Οι Ευβοείς ευνοήθηκαν από τις αρχαίες πηγές έναντι άλλων ως προς την παρουσία τους στον Θερμαϊκό και τη Χαλκιδική.
β) Οι Ευβοείς προώθησαν στις περιοχές που εξετάζουμε την ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοΐας και κατ' επέκταση την παραγωγική κινητικότητα ως προς τη μεταλλουργία και τη μεταλλοτεχνία.
Τα τελευταία χρόνια αναδύθηκαν κατά μήκος των ακτών του Θερμαϊκού Κόλπου νέα στοιχεία αρχαιολογίας (Σχ. 1). Τα πρόσφατα δεδομένα προσφέρουν το έναυσμα για μια σαφέστερη, αλλά όχι ακόμη εξαντλητική, ανάγνωση και μελέτη των αρχαίων πηγών σε ό,τι αφορά τους Ευβοείς και κύρια τους πληθυσμούς που κατοικούσαν βόρεια του όρους Ολύμπου, εκείνους γύρω από τα όρη της Πιερίας και της Ημαθίας, εκείνους κοντά στους ποταμούς Αλιάκμονα, Αξιό, Εχέδωρο και Ανθεμούντα, εκείνους μεταξύ των ορέων του Χορτιάτη (Κισσού) και του Άθωνα[7]. Τα νέα αρχαιολογικά στοιχεία επιτρέπουν την περαιτέρω κατανόηση οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων των ανθρώπινων οικιστικών μορφωμάτων που εδραιώθηκαν κατά μήκος των παραλίων και της μεσογαίας. Επιτρέπουν, επίσης, την επαναπροσέγγιση της πραγματικότητας των σχέσεων ανάμεσα σε γηγενείς και σε ομάδες που δρούσαν στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο, αλλά και ανάμεσα σε γηγενείς και αποίκους. Ο εντοπισμός των πολιτισμικών επιρροών στις υλικές μαρτυρίες προσανατολίζει προς αυτές τις κατευθύνσεις.
Για μια μεθοδολογική διευκόλυνση ομαδοποιώ τα ενδεικτικά αρχαιολογικά ευρήματα που επέλεξα σε τέσσερις κατηγορίες:
α. Ευρήματα από οικισμούς με μάλλον εντόπιο πληθυσμό.
β. Ευρήματα από θεωρούμενες ευβοϊκές αποικίες.
γ. Ευρήματα που σχετίζονται με ταφικά έθιμα.
δ. Ευρήματα που σχετίζονται με ιερά.
7 Το παρόν κείμενο προέρχεται, με μικρές παρεμβάσεις, από την ανακοίνωση μου «Eubei lungo la costa della Grecia settentrionale. Nuovi elementi», στο M. Bats e B. d'Agostino (a cura), Euboica. L'Eubea e lapresenza euboica in Calcidica e in Occidente, Atti del Convegno Internazionale di Napoli 13-16.11.1996, Napoli 1998 (Coll. CJB, 15 AION ArchStAnt Quaderno 12), 229-242. Προδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θεσσαλονικέων Πόλις 19, 2006, 30-55. Για τη μελέτη των αρχαίων πηγών αναφορικά με τις περιοχές μεταξύ των ποταμών Πηνειού και Στρυμόνα βλ. M. Zahrnt, Olynth und die Chalkidien, Untersuchungen zur Staatenbildung auf der Chalkidischen Halbinsel im 5. und 4. Jahr. v. Chr., München 1971. N.G.L. Hammond, A History of Macedonia I, Oxford 1972. D. Müller, Topographischen Bildkommentar zu den Historien Herodots-Griechenland, Wasmuth 121-234. F. Papazoglou, Les villes de Macédoine à l'époque romaine, στο BCH-Suppl. XVI, M.B. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings I, Athens 1996 (Μελετήματα 22). A. Mele, «Calcidica e Calcidesi. Considerazioni sulla tradizione», στο M. Bats e B. d'Agostino (a cura), Euboica. L' Eubea e la presenza euboica in Calcidica e in Occidente, Atti del Convegno Internazionale di Napoli 13-16.11.1996, Napoli 1998 (Coll. CJB, 15 AION ArchStAnt Quaderno 12), 217-228.