Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

13.3. Το παιχνίδι με τις ταυτότητες

Πόσο αντικειμενικά και αξιόπιστα είναι τα πορίσματα μιας τέτοιας «δημοσκόπησης»; Συχνά το βρίσκουμε πιο εύκολο να πούμε τι δεν είναι παρά τι είναι κάποιος ή κάτι. Και το ίδιο συμβαίνει όταν προσπαθούμε να προσδιορίσουμε την ατομική ή συλλογική μας ταυτότητα. Από την άποψη αυτή, και με βάση τα πορίσματα της δημοσκόπησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ρωμαίοι περιγράφουν περισσότερο τον εαυτό τους παρά τους Έλληνες με τη μέθοδο του «είμαι ό,τι δεν είσαι, δεν είμαι ό,τι είσαι». Έχουν, φυσικά, τους λόγους τους γι᾽ αυτό.

Μιλήσαμε για έναν ρωμαϊκό κώδικα κοινωνικής ιδεολογίας και συμπεριφοράς, έναν «κατάλογο προγονικών αρετών» που αποτελούσε, σύμφωνα με τους Ρωμαίους, την αφετηρία και το στήριγμα της προκοπής τους: σοβαρότητα χαρακτήρα, λιτότητα, ευσέβεια προς τους θεούς, την οικογένεια και την πατρίδα, ηθική αξιοπιστία κ.ά. Είναι ενδιαφέρον ότι τα μειονεκτήματα που συνήθως αποδίδουν οι Ρωμαίοι στους Έλληνες αποτελούν το «αρνητικό» αυτών των αρετών, δηλώνουν, με άλλα λόγια, την απουσία τους. Αυτό γίνεται συστηματικά και σχεδόν ιδεοληπτικά από την πλευρά των Ρωμαίων ακριβώς επειδή ο ρωμαϊκός κατάλογος προγονικών αρετών είναι πολύ βαθιά και σχεδόν ιδεοληπτικά ενσωματωμένος στον τρόπο με τον οποίο οι Ρωμαίοι αναφέρονται στον εαυτό τους. Έτσι, οι «σύγχρονοι Έλληνες», με όλα τα πιθανά κουσούρια τους, αποτελούν σε μεγάλο βαθμό απλό πρόσχημα για μια «επιχείρηση εθνική ταυτότητα». Δηλαδή άλλη φωτιά, άλλος καπνός. Το αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές (που δεν αφορά μόνο τους Ρωμαίους) είναι αυτό που λέμε «εθνικά στερεότυπα»· και τέτοια εθνικά στερεότυπα ξέρουμε όλοι από τα ανέκδοτα του τύπου «μια φορά ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος και ένας Έλληνας…» Τα ανέκδοτα αυτά λειτουργούν και έχουν «πλάκα» όταν αποδώσουμε σε κάθε εθνικότητα ένα τυπικό χαρακτηριστικό που προσδιορίζει, υποτίθεται, τη συμπεριφορά της: ο Γερμανός είναι άκαμπτος και συστηματικός, ο Αμερικανός είναι πλούσιος αλλά αφελής, ο Έλληνας είναι έξυπνος και καταφερτζής. Αν δεχτούμε ότι τα στερεότυπα δεν εμφανίζονται χωρίς λόγο, θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι άλλο τόσο υπερβάλλουν και σχηματοποιούν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ο λόγος αυτός είναι συχνά η συλλογική, εθνική αυτοκολακεία. Το αρνητικό στερεότυπο για τον άλλο είναι ταυτόχρονα ένας έπαινος για τον εαυτό μας.

Να πούμε και κάτι άλλο. Οι Ρωμαίοι, από πολλές απόψεις, βρίσκονταν «στριμωγμένοι». Με την αυξημένη αίσθηση στρατιωτικής και πολιτικής υπεροχής απέναντι στους διαιρεμένους και υποταγμένους Έλληνες, το έβρισκαν λίγο άβολο να πρέπει να παραδεχτούν ότι η Ελλάδα είχε προηγηθεί πολιτισμικά και είχε «προλάβει» να καθορίσει τους κανόνες του πολιτισμικού παιχνιδιού. Δεν μπορούσαν να αρνηθούν την πραγματικότητα, μπορούσαν όμως να «εκδικηθούν» με το να αρνούνται εντελώς στους Έλληνες αυτά που κατά παράδοση απέδιδαν στον εαυτό τους: την ηθική ακεραιότητα και το πρακτικό πνεύμα - για να μην πούμε ότι σε στιγμές εθνικιστικής έξαρσης και ρατσιστικής χοντροκεφαλιάς διατείνονταν ότι οτιδήποτε είχαν κάνει οι Έλληνες αυτοί μπορούσαν να το κάνουν καλύτερα.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι οι Ρωμαίοι έχουν να διαφεντέψουν και να συντηρήσουν μια παγκόσμια εξουσία και πρέπει να δικαιολογήσουν την πολιτικοστρατιωτική τους παρουσία εκτός Ιταλίας. Όταν, λοιπόν, κατηγορούν τους σύγχρονούς τους Έλληνες για πολιτική παρακμή και ανικανότητα να βάλουν σε τάξη το σπίτι τους, μπορεί να λένε τη μισή αλήθεια· η άλλη μισή είναι ότι έτσι θεμελιώνουν το δικαίωμά τους να τους εξουσιάζουν αυτοί, και μάλιστα να παρουσιάζουν αυτή την εξουσία τους ως δώρο μιας «Θείας Πρόνοιας» η οποία φρόντισε να κάνει τη Ρώμη κοσμοκράτειρα για το καλό της ανθρωπότητας. Αυτό εξάλλου υπαινίσσεται και ο «φιλέλλην» Αύλος Ματέρνος, ο οποίος μάλιστα κατηγορεί τους Έλληνες για αγνωμοσύνη στις περιπτώσεις που η Ρώμη άσκησε απέναντι τους «συναισθηματική πολιτική».