Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ρώμη και ο κόσμος της

του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

13. Εις την οδόν Φιλελλήνων

13.1. Και φίλοι και γραικύλοι

Δεκέμβρης του 60 π.Χ. Ο Κικέρων γράφει από τη Ρώμη επιστολή στον αδελφό του Κόιντο, ο οποίος είναι διοικητής στη ρωμαϊκή επαρχία της Μ. Ασίας.

Αγαπητέ μου Κόιντε,

Πολλά και ενδιαφέροντα τα νέα που περιέχει η τελευταία επιστολή σου, πολλές, όπως καταλαβαίνω, και οι έγνοιες που συνοδεύουν το αξίωμα και τα καθήκοντά σου. Αναρωτιέσαι αν είναι αγαθή τύχη ή κατάρα που σου έλαχε να διοικείς Έλληνες. Θα έλεγα ότι είναι και τα δύο. Ας υποθέσουμε ότι ήσουν διοικητής σε κάποια γαλατική, ισπανική ή αφρικανική επαρχία. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι ο κόσμος στις επαρχίες αυτές είναι απαίδευτος και κοινωνικά καθυστερημένος, με μια λέξη «βάρβαρος». Τι θα έκανες στην περίπτωση αυτή; Δεν θα προσπαθούσες να επιβάλεις μια στοιχειώδη τάξη και να δημιουργήσεις, όσο περνούσε από το χέρι σου, τις προϋποθέσεις για τη βελτίωση του επιπέδου αυτών των λαών; Αυτή θα ήταν, ασφαλώς, η αποστολή σου γιατί αυτό επιτάσσουν οι ανθρωπιστικές μας παραδόσεις. Οι θεοί ευλογούν τη Ρώμη και της έχουν αναθέσει την αποστολή να δαμάσει το τραχύ ήθος των υποτελών της και να τους δώσει την ευκαιρία να γευτούν τα αγαθά της πολιτικής οργάνωσης και της πνευματικής ζωής στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Σου λέω, βέβαια, πράγματα που γνωρίζεις.

Θα πρέπει να γνωρίζεις το ίδιο καλά ότι ο τόπος και ο κόσμος που διοικείς έχει μια πολύ ξεχωριστή ιστορία. Ο πολιτισμός, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι ελληνική εφεύρεση· η παιδεία έχει ελληνικές ρίζες και από τις ρίζες αυτές τραφήκαμε κι εμείς σαν έθνος. Δεν θα διστάσω ποτέ να ομολογήσω ότι το λαμπρό οικοδόμημα της Ρώμης δεν θα μπορούσε να υψωθεί χωρίς τη συμβολή του ελληνικού πολιτισμού· και ότι όσα πετύχαμε εμείς οι Ρωμαίοι τα πετύχαμε υιοθετώντας την εκπαίδευση, την τέχνη και τις επιστήμες των Ελλήνων. Και η εκπολιτιστική αποστολή της Ρώμης είναι κι αυτή συνέχεια του ελληνικού φωτός. Γι᾽ αυτούς τους λόγους, είμαστε σήμερα ηθικά υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τους Έλληνες με τον σεβασμό που αρμόζει στη μεγάλη τους ιστορία, και με την πολιτική μας συμπεριφορά να ξεπληρώσουμε κατά κάποιο τρόπο το χρέος μας απέναντί τους.

Έχω αρκετή πολιτική πείρα για να ξέρω, βέβαια, ότι ο σχεδιασμός της πολιτικής δράσης δεν μπορεί πάντα να καθοδηγείται από ιστορικούς συναισθηματισμούς. Και ξέρω καλά ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις στην παρούσα περίοδο υπαγορεύουν μια σθεναρή, για να μην πω παραδειγματικά αυστηρή, στάση, προκειμένου να τεθούν έγκαιρα υπό τον έλεγχό σου οι αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού στις πρόσφατες φορολογήσεις. Παρ᾽ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπήκοοί σου έχουν μακρά παράδοση πολιτικής σκέψης και πράξης, προσπάθησε να συζητήσεις με τους εκπροσώπους τους, χωρίς να δίνεις την εντύπωση ότι όλα είναι προαποφασισμένα και τίποτε δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Αν μη τι άλλο, οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να κάνουν συζήτηση και εκτιμούν αυτούς που τους δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουν. Και φυσικά θα το εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο αν τους φιλοδωρήσεις και με ολίγα ελληνικά. Είμαι βέβαιος ότι έχεις μάθει αρκετά για να μπορείς να τους κάνεις μια τέτοια φιλοφρόνηση. Πιστεύουν -και δεν έχουν και άδικο, εδώ που τα λέμε- ότι μιλούν την πιο πλούσια, ωραία και εκφραστική γλώσσα του κόσμου· και θα γίνουν πιο δεκτικοί όταν ακούσουν τον ρωμαίο διοικητή τους να τους υποδέχεται στο κυβερνείο «ελληνιστί». Δεν θα είχες, ασφαλώς, παρόμοια προβλήματα και υποχρεώσεις αν είχες να κάνεις με Γαλάτες, σκέψου όμως αν θα προτιμούσες να βλέπεις από το παράθυρο του κυβερνείου τις καλύβες του Βερκινγκετόριξ με φόντο τα βουνά και τις βελανιδιές ή τους ναούς, τα θέατρα και τις βιβλιοθήκες της Ιωνίας.

Στη Ρώμη ο καιρός είναι καλός και έχουμε σχετική ησυχία. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό αλλά, αν το χειρότερο σενάριο που έχω στο μυαλό μου ισχύει, σίγουρα κάποιος στρατηγός ετοιμάζεται να επιτεθεί με «ανήθικους σκοπούς» εναντίον της πολύπαθης δημοκρατίας μας. Αλλά ας μη μελαγχολήσω περισσότερο για σήμερα.

Να είσαι πάντα καλά.

Αν υπήρχαν φιλέλληνες στη Ρώμη, ο Κικέρων ήταν σίγουρα ένας απ᾽ αυτούς. Ο Κόιντος, πάντως, δεν θεωρούσε την ιστορική θέα από το μεγάλο παράθυρο του κυβερνείου αρκετή για να ξεχάσει τα μεγάλα προβλήματα που τον έζωναν. «Και ελληνικά τους μίλησα», απάντησε, «και επί μακρόν συζήτησα με τους εκπροσώπους τους. Αλλά αυτοί δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους· οι μεν διαβάλλουν τους δε και όλοι μαζί κάνουν ό,τι μπορούν για να φανούν αφερέγγυοι και αναξιόπιστοι. Δεν είμαι βέβαιος αν μισούν τη ρωμαϊκή διοίκηση περισσότερο από ό,τι επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον. Τι έχεις να πεις επ᾽ αυτού;»

Αγαπητέ μου Κόιντε,

Από ό,τι φαίνεται έχεις πολλά να μάθεις ακόμη. Τίποτε από αυτά που μου γράφεις δεν μου κάνει εντύπωση. Και για να πάψεις να εντυπωσιάζεσαι και εσύ, σκέψου ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει τις πολιτικές τους ελευθερίες εδώ και έναν σχεδόν αιώνα. Ναι, δυστυχώς, εδώ και πολύν καιρό ο χαρακτήρας τους διαμορφώνεται περισσότερο από την πολιτική τους υποτέλεια παρά από τις παραδόσεις του παρελθόντος τους. Πολλοί από αυτούς έχουν γίνει καιροσκόποι και κόλακες και, όπως διαπίστωσες και μόνος σου, ενώ έχουν ισχνή αίσθηση της σύγχρονης πολιτικής τους κατάστασης, διατηρούν ακέραιη την ικανότητά τους να πλατειάζουν και να θεωρητικολογούν με τον πιο άκαιρο τρόπο. Υπήρξα και εγώ ο ίδιος αποδέκτης της ελληνικής επιπολαιότητας και δουλοπρέπειας. Απλούστατα, από έναν ενστικτώδη σεβασμό για όλα εκείνα που επισήμανα στην προηγούμενη επιστολή μου προσπάθησα πάντα να ανακαλύψω τους καλούς, έντιμους και αξιοπρεπείς Έλληνες, αυτούς που τιμούν την ιστορία τους. Δεν είναι πάντα εύκολο να τους εντοπίσεις, αλλά ασφαλώς υπάρχουν. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα προσωπικής σου εκτίμησης και προσωπικών χειρισμών. Αν τα συμφέροντα της ρωμαϊκής διοίκησης επιβάλλουν να τους στενοχωρήσεις, κάν᾽ το. Μάλλον καλό θα τους κάνει.

Υγίαινε.

Εδώ έπεσε πολύ νερό στο φιλελληνικό κρασί. Ο Κικέρων αγαπάει, ή έστω συμπαθεί, τους Έλληνες υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και η κυριότερη από αυτές είναι «να μοιάζουν με τους ένδοξους προγόνους τους», αυτούς που, όπως του είχαν πει οι δάσκαλοί του στο ρωμαϊκό σχολείο, είχαν μεγαλουργήσει και είχαν δώσει τα φώτα του πολιτισμού και στην ίδια τη Ρώμη. Οι σύγχρονοι Έλληνες (λέει) είναι κατά κανόνα «ξεπεσμένοι» και μόνο κατ᾽ εξαίρεση άξιοι της ιστορίας τους.

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τρεις εθνικούς όρους για να αναφερθούν στους Έλληνες: (α) Graius. Σπάνιο, ποιητικό και εξιδανικευτικό. Παραπέμπει περισσότερο στους Έλληνες μιας μυθικής και ηρωικής εποχής, μορφές απρόσιτες, σχεδόν πέρα από τον χρόνο και τις ιστορικές συγκυρίες, σαν τον Όμηρο, ας πούμε, (β) Graecus. Ο πιο συχνός και ουδέτερος όρος. (γ) Graeculus. («γραικύλος», όπως το ακούμε καμιά φορά και σήμερα). Είναι υποκοριστικό και σημαίνει τον «μικρό Έλληνα». Η συχνότητα εμφάνισής του αυξάνεται στα χρόνια που ακολούθησαν την τελική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, το 146 π.Χ. Σπάνια δείχνει κάποια συγκαταβατική συμπάθεια· συνήθως σημαίνει τον «σύγχρονο Έλληνα της παρακμής» πάντα σε αντιδιαστολή προς τους «παλιούς, καλούς Έλληνες». Ο Κικέρων (σε άλλη επιστολή του) διακηρύσσει και το παινεύεται που είναι φιλέλληνας· απλώς οι γραικύλοι είναι γραικύλοι, και ο Κόιντος πρέπει να φυλάγεται από αυτούς.

Ο Κικέρων ήταν μεγάλη προσωπικότητα και θεωρείται ένας από τους «Πατέρες» της δυτικής κουλτούρας. Τα παιδιά ακούν (γενικά) τους πατεράδες, και, ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούν, επηρεάζονται από τις απόψεις τους. Τα «παιδιά» του Κικέρωνα στη Δύση, για αιώνες πολλούς και με ποικίλους τρόπους, θυμούνται τα λόγια του Κικέρωνα όταν αναφέρονται στην Ελλάδα και τους Έλληνες. Οι μεγάλοι ευρωπαίοι φιλέλληνες του 18ου και 19ου αιώνα είναι φιλέλληνες για τους ίδιους πάνω κάτω λόγους που είναι και ο Κικέρων· και παρόλο που δείχνουν μεγαλύτερη συμπάθεια και κατανόηση για τους «ραγιάδες» της Τουρκοκρατίας, νοσταλγούν το ελληνικό παρελθόν με τον ίδιο περίπου τρόπο που το νοσταλγεί και ο Ρωμαίος. Η ιστορία του φιλελληνισμού αρχίζει ουσιαστικά στη Ρώμη· και από τη Ρώμη ο σύγχρονος κόσμος κληρονόμησε τον θαυμασμό για την ιδανική Ελλάδα, την απογοήτευση για την Ελλάδα που δεν ήταν «και τόσο ιδανική» και τις επιφυλάξεις του για τους Έλληνες που, σαν τους υπηκόους του Κόιντου, δεν κατάφερναν «να αρθούν στο ύψος της προγονικής κληρονομιάς τους».