Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ρώμη και ο κόσμος της
του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
8.8. Η αυτοκρατορία της τρέλας
Εφτά μήνες αφότου πήρε την εξουσία τον βρήκε μια αρρώστια. Ήταν Οκτώβρης μήνας. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν έβαζε τίποτε στο στόμα του εκτός από λίγο νερό. Τα μάτια του ήταν απλανή και θολά, το δέρμα του ξερό· ξεχνούσε πρόσωπα και πράγματα, έμενε ξάγρυπνος σχεδόν όλη τη νύχτα και στριφογύριζε σαν μανιακός στους διαδρόμους περιμένοντας το χάραμα της μέρας. Αντιλήφθηκα την κρισιμότητα της κατάστασης από το γεγονός ότι με αντιμετώπιζε με μια αβάσταχτη σοβαρότητα. Εκείνο το διάστημα μου εκμυστηρεύτηκε ότι το σύνολο σχεδόν του δωδεκάθεου τον είχε επισκεφθεί στο όνειρό του και του έκανε επίσημη πρόσκληση να επισκεφθεί τον Όλυμπο μαζί με την αδερφή του τη Δρουσίλλα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, με καθησύχασε ότι θα ανέβαλλε προς το παρόν την επίσκεψη επειδή τον χρειαζόταν η Ρώμη. Κάτι στον τόνο της φωνής και στην κίνηση των βολβών έστειλε ρίγη κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης και μου έλεγε ότι ο νεαρός καίσαρας αρμένιζε πέρα από το αστείο και το σοβαρό, στον ωκεανό της μεγαλομανίας και της παραφροσύνης.
Δεν διαψεύστηκα. «Ανέρρωσε» με την αμετακίνητη βεβαιότητα ότι του επιτρεπόταν, και μπορούσε, να κάνει τα πάντα. Όλες οι πολιτικές του (αν μπορώ να καταχραστώ τη λέξη) ενέργειες απέβλεπαν στον εξευτελισμό των θεσμών και κυρίως στην καταρράκωση του γοήτρου της Συγκλήτου, από την οποία αφαίρεσε όλες τις ουσιαστικές και τυπικές εξουσίες που είχε αποφασίσει ο Αύγουστος και είχε σεβαστεί, ακόμη και στις πιο ιδιόρρυθμες εξάρσεις του, ο Τιβέριος. Ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις του ευνοούσαν, υποτίθεται, τη λαϊκή κυριαρχία· στην πραγματικότητα παρέλυσαν κάθε αίσθηση ιεραρχίας και πολιτικής ευθύνης. Το χειρότερο, κατά την άποψή μου, ήταν ότι για πρώτη φορά οι πολίτες της Ρώμης, και κυρίως τα παλαιά πολιτικά τζάκια, ένιωσαν ότι δημοκρατία υπό την κηδεμονία ενός «πρώτου μεταξύ ίσων», όπως το είχε οραματιστεί και προσπάθησε να υλοποιήσει ο Αύγουστος, ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια ανεκτή δεσποτεία και στη χειρότερη ένα αυτοτροφοδοτούμενο χάος - και στην περίπτωση του Καλιγούλα ένα εφιαλτικό πανδαιμόνιο.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο αυτοκρατορικός ασθενής άνοιξε εξωτερικά μέτωπα στη Βόρεια Αφρική και στην Ιουδαία και αντιμετώπισε πραξικοπήματα και ανταρσίες ανάμεσα στα στρατεύματα που στάθμευαν στη Γερμανία. Μόνο η σωφροσύνη ορισμένων ανώτερων αξιωματικών απέτρεψε τα χειρότερα. Στο εσωτερικό οι καταδότες, που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια της εξουσίας του Τιβέριου και που είχαν καταλαγιάσει για ένα διάστημα, ξαναφούντωσαν. Σημαντικά πρόσωπα του δημόσιου βίου εκτελέστηκαν με το πιο διάτρητο κατηγορητήριο - όποτε υπήρχε κατηγορητήριο. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για αιμομικτικές σχέσεις του αυτοκράτορα με την αδερφή του τη Δρουσίλλα, που την αγαπούσε, πάντως, παθολογικά και την εμπιστευόταν τυφλά. Ένας εσμός από γυναίκες απροσδιόριστης ηθικής μπαινόβγαιναν στα αυτοκρατορικά άδυτα και απόρρητα, ενώ η Καισονία, που την παντρεύτηκε πραξικοπηματικά και απροειδοποίητα μόλις του χάρισε μια κόρη, δεν υπήρξε ποτέ αρκετή για τη λάγνα απληστία του. Στα ανάκτορα, αλλά και σε δημόσιες εκδηλώσεις, περιφερόταν πλέον ως Ολύμπιος, διαλέγοντας διαφορετικό θεϊκό κοστούμι για τις πρωινές, απογευματινές και βραδινές εμφανίσεις του.
Ο Καλιγούλας ήταν ουσιαστικά ακαλλιέργητος, παρόλο που είχε μεριμνήσει να μάθει αξιοπρεπώς τα ελληνικά, όπως άλλωστε όλοι οι πολιτικά και πνευματικά φιλόδοξοι Ρωμαίοι. Η φυσική του ροπή ήταν προς τις μονομαχίες και τον ιππόδρομο. Στις πρώτες περνούσε ολόκληρες ώρες προφανώς απολαμβάνοντας τους σκληρούς της αρένας, τους οποίους συχνά προέτρεπε από το αυτοκρατορικό θεωρείο να μην αφήνουν τις δουλειές μισές. Τον άκουσα ο ίδιος να κραυγάζει στον νικητή: «Κάν᾽ τον να νιώσει ότι πεθαίνει!» Διασκέδαζε με την αγωνία του θανάτου, από την οποία είχε εξαιρέσει τον εαυτό του τη μέρα που υπέγραψε την αυτοεγγραφή του στη χορεία των Ολυμπίων. Στον ιππόδρομο ήταν ο φανατικότερος από τους φανατικούς οπαδούς των Πράσινων, τους στάβλους των οποίων επισκεπτόταν τακτικά. Δειπνούσε μαζί με τους αρματηλάτες, τους οποίους θαύμαζε ως αθλητές και (όπως λένε κάποιοι) κυρίως ως άνδρες. Πάντως, είχε στενή σχέση με έναν από τους πιο ακριβοπληρωμένους, τον Εύτυχο, του οποίου υπήρξε και προσωπικός σπόνσορας με ποσά που θα επαρκούσαν για να χορτάσουν όλοι οι άποροι της Ρώμης στα Σατουρνάλια.
Ο Καλιγούλας αγαπούσε τα παράλογα και λάτρευε τα άλογα - κυρίως το δικό του άλογο, στο οποίο επιδαψίλευε περισσότερη τρυφερότητα από ό,τι σε όλες τις αδελφές και τις μετρέσες του μαζί. Το είχε ονομάσει Αστραπή, και μια μέρα ανακοίνωσε στη Σύγκλητο ότι η Αστραπή είχε όλα τα προσόντα για να γίνει συγκλητικός. Ορισμένοι συγκλητικοί αρνούνται το περιστατικό, ίσως επειδή θέλουν να το ξεχάσουν· οι άλλοι, όταν τους ρωτάς, απαντούν «ουδέν σχόλιον». Αν έγινε ψηφοφορία, προφανώς δεν υπήρξαν αρνητικές ψήφοι - ή, αν υπήρξαν, δεν υπάρχουν πλέον οι ψηφίσαντες.
Θα έπρεπε ίσως να πω και δυο λόγια για τη στρατιωτική του δραστηριότητα. Δεν θα κουράσω τον αναγνώστη μου, δεδομένου ότι το ρεπορτάζ για τα στρατιωτικά ανδραγαθήματα του αυτοκράτορα αποτελείται βασικά από ανέκδοτα και φάρσες. Στη Γερμανία ασχολήθηκε κυρίως με ασκήσεις επί χάρτου και φρόντισε να γελοιοποιήσει το ρωμαϊκό στράτευμα στα μάτια των γερμανών πολεμάρχων. Το θεαματικότερο που έκανε όσο χρονοτριβούσε εκεί ήταν να ρίξει κάποιον «για πλάκα» στα παγωμένα νερά του Ρήνου. Συνέβη αυτός ο κάποιος να είναι ο θείος του, που είχε επισκεφθεί τη στρατιά της Γερμανίας εκείνο τον καιρό. Ο θείος με τον οποίον «έκανε πλάκες» ο Καλιγούλας ήμουν πάντα εγώ, ο Κλαύδιος. Εκείνη τη μέρα άρπαξα το χειρότερο κρυολόγημα της ζωής μου. Δεν ξεχνώ όμως ποτέ -και δοξάζω γι᾽ αυτό τους θεούς- ότι είμαι ο μόνος επιζών από τις «πλάκες» του ανεψιού μου.
Η άλλη λαμπρή σελίδα της στρατιωτικής του δράσης γράφτηκε κατά τον τρίτο χρόνο της εξουσίας του, όταν αποφάσισε να εισβάλει στη Βρετανία. Την άνοιξη έφτασε στη Μάγχη, παρέταξε τις λεγεώνες για επιθεώρηση, έδωσε εντολές στους μηχανικούς να ετοιμάσουν τις λεπτομέρειες της απόβασης και έβγαλε έναν λόγο, όπου ανάμεσα σε παραθέματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου, καλοτύχησε τη Σύγκλητο και τον ρωμαϊκό λαό που απολάμβαναν την ασφάλεια της Ρώμης ενώ εκείνος προέτασσε τα στήθη του σε κάθε λογής κινδύνους. Ύστερα, και ενώ όλοι περίμεναν την επιτελική εντολή για να ξεκινήσουν, ο μέγας στρατάρχης εκραύγασε: «Και τώρα, μαζέψτε κοχύλια!» Λεγεωνάριοι και αξιωματικοί κοιτιόντουσαν κεραυνοβολημένοι και άλαλοι. Για λίγη ώρα ακούγονταν μόνο ο αχός των κυμάτων που έσπαγαν στην ακτή και τα σποραδικά κρωξίματα των γλάρων. Μετά όσοι δεν είχαν ακούσει καλά άρχισαν να ρωτούν αυτούς που άκουσαν και τέλος όλοι μαζί αποδόθηκαν στην «Επιχείρηση Κοχύλια». Έτσι ολοκληρώθηκε η Μάχη της Αγγλίας. Οι ιστορικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, αναρωτιούνται ακόμη τι συνέβαινε εκείνη τη μέρα μέσα στον ανισόρροπο λαβύρινθο του μυαλού του. Υποθέτω ότι θα αναρωτιούνται για αιώνες ακόμη.
Στη Ρώμη επέστρεψε πιο μεγαλομανής, ακαταλόγιστος και απρόβλεπτος παρά ποτέ. Τώρα οι χρόνιες αϋπνίες του είχαν ενταθεί· το ίδιο και οι λάγνες φαντασιώσεις του. Οργάνωνε πολυδάπανες δεξιώσεις όπου προσέφερε πρωτοποριακή κουζίνα με εξωτικές γεύσεις - και σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιχρυσωμένο κρέας και ψωμί. Κατόπτευε τους προσκεκλημένους και ζητούσε να μιλήσει ιδιαιτέρως στις γυναίκες των συγκλητικών και αυλικών που τραβούσαν τη διεστραμμένη προσοχή του· και εξευτέλιζε δημοσίως (πριν τον εκτελέσει στη συνέχεια) οποιονδήποτε καθυστερούσε να συνταχθεί με τις αξιώσεις του.