Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ρώμη και ο κόσμος της
του Θ. Παπαγγελή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
8.6. Ένα παιδί με ειδικές ανάγκες
Από παιδί ήμουν φιλάσθενος. Έβλεπα πιο συχνά τους οικογενειακούς μας γιατρούς παρά τους δασκάλους μου. Τους φθινοπωρινούς μήνες η μητέρα μου η Αντωνία μετρούσε τις μέρες που δεν είχα πυρετό - ήταν πιο εύκολο. Ο έλληνας γιατρός που με παρακολουθούσε έλεγε ότι ήταν κρίμα που ο Ιπποκράτης έφυγε πριν εμφανιστεί το ιατρικό μου περιστατικό, αλλά ήταν βέβαιος ότι ούτε ο Ιπποκράτης θα μπορούσε να καταλήξει σε διάγνωση. Το ίδιο φάρμακο που ημέρωνε τον βήχα μου εξαγρίωνε το υπόλοιπο σώμα μου και το γέμιζε με εξανθήματα που έκαναν μέρες να καταλαγιάσουν. Το βότανο που δρόσιζε την κάψα του πυρετού και σταματούσε τις αναγούλες μού έφερνε λήθαργο και παραμιλητό. Οι φαρμακοποιοί εξάντλησαν πάνω μου το ρεπερτόριό τους. Κάποιο από τα αμέτρητα φάρμακα που πήρα μου έσωσε τη ζωή, και κάποιο άλλο μου προκάλεσε ένα είδος παράλυσης - ή, τουλάχιστον, έτσι εξήγησαν οι γιατροί το μόνιμο συνάχι μου, τις ακούσιες κινήσεις του κεφαλιού μου και το χρόνιο ψεύδισμά μου. Ο θετός παππούς μου, ο Αύγουστος, προβληματιζόταν πολύ από την κατάσταση και έδειχνε αμηχανία όταν εκδήλωνα τέτοια συμπτώματα μπροστά σε ξένους. Από την άλλη μεριά, ήταν ο μόνος που έδειχνε να εκτιμά την ικανότητά μου να σκέφτομαι λογικά και πειθαρχημένα όταν μου έθετε διάφορα ερωτήματα. Νομίζω ότι ήταν ο μόνος που πίστευε ότι τα σωματικά μου κουσούρια δεν σήμαιναν αναγκαστικά και πνευματική καθυστέρηση - γιατί όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν ακριβώς αυτό, με πρώτη τη μητέρα μου, που συχνά την άκουγαν να λέει: «Αυτός είναι πιο βλάκας κι από τον δικό μου τον Κλαύδιο.» Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ ότι άξιζε τον κόπο να εκπαιδευτώ με την προοπτική κάποτε να αναλάβω δημόσιο αξίωμα.
Αυτό μπορεί να ήταν κακό, ήταν όμως και καλό αφού μου άφησαν ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με τα πράγματα που με ενδιέφεραν, κυρίως με την ιστορία, όπου ευτύχησα πολύ νωρίς να έχω τη στήριξη και τη συμβουλή του μεγάλου Λίβιου. Με γοήτευε η πρόσφατη ιστορία της Ρώμης, και άρχισα τις προσωπικές μου έρευνες από το κοσμοϊστορικό γεγονός της δολοφονίας του Ιουλίου Καίσαρα και της περιόδου των μεγάλων εμφυλίων πολέμων που ακολούθησαν. Όταν ο Λίβιος διάβασε κάποιο από τα ιστοριογραφικά μου πρωτόλεια έδειξε ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία και μου πρότεινε αμέσως να κάνω δημόσια παρουσίαση του έργου μου διαβάζοντας ορισμένα κομμάτια ο ίδιος. Δέχτηκα μετά χαράς.
Ήμουν πάντα άτυχος. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο και εγώ ετοιμαζόμουν να αρχίσω την ανάγνωση, όταν κάποιος που είχε φτάσει καθυστερημένα, και που ήταν υπέρβαρος, διέλυσε με το βάρος του τον πάγκο όπου κάθησε, ξαπλώνοντας στο δάπεδο άλλους δέκα από το ακροατήριο. Από τη στιγμή εκείνη η εκδήλωση διαλύθηκε μέσα σε ακατάσχετα χαχανητά. Και όταν, μετά από ώρα, τα γέλια καταλάγιασαν και επιχείρησα να αρχίσω, είχα τόσο έντονη στα μάτια μου την εικόνα του περιστατικού που δεν κατάφερνα να σοβαρευτώ.
Λένε ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι πάντα πιο στοργικοί και τρυφεροί με τα εγγόνια τους από ό,τι οι ίδιοι οι γονείς. Αυτό δεν ίσχυε για τη γιαγιά μου τη Λιβία, που όποτε μου απηύθυνε τον λόγο ήταν για να μου κάνει κάποια παρατήρηση. Ο θείος μου ο Τιβέριος μου μιλούσε βασικά μόνο μια φορά τον χρόνο, στα Σατουρνάλια, και στη συνέχεια ξεχνούσε την ύπαρξή μου για δώδεκα μήνες. Όταν διαδέχτηκε τον Αύγουστο (ήμουν τότε στα 24) του ζήτησα να αναλάβω κάποιο επίσημο πόστο. Με έκανε ύπατο «άνευ χαρτοφυλακίου» και μου έστειλε και ένα χρηματικό ποσό με τη διευκρίνιση ότι δεν προοριζόταν για την αντιμετώπιση των εξόδων που θα έφερνε η άσκηση του αξιώματος αλλά για να αγοράσω παιχνίδια στις γιορτές των Σατουρναλίων. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι αυτή ήταν η μόνη σχετικά επιτυχημένη απόπειρα του θείου να κάνει χιούμορ. Αυτή ήταν και η μόνη απόπειρα που έκανα κι εγώ με δική μου πρωτοβουλία να πάρω μέρος στη δημόσια ζωή - μετά την οποία επέστρεψα για μια εικοσαετία περίπου στη μελέτη, την ιδιώτευση και την αφάνεια ανάμεσα στο σπίτι που είχα στα προάστια της Ρώμης και στο ησυχαστήριο μου στην Καμπανία. Δεν περνούσα άσχημα. Στο μακρύ αυτό διάστημα έκανα πολλούς και πιστούς φίλους ανάμεσα στους διανοουμένους, και ο κόσμος, όταν με αναγνώριζε στον δρόμο, μου έδειχνε πάντα τη συμπάθειά του.
Ο Τιβέριος δεν είχε διάθεση να επαναλάβει τη μοναδική του χιουμοριστική χειρονομία, γι᾽ αυτό δεν με έβαλε καθόλου στον λογαριασμό όταν, στα τελευταία του, προβληματιζόταν για τη διαδοχή του. Θα μπορούσε, ίσως, κανείς να θεωρήσει ένα είδος μαύρου χιούμορ την τελική του απόφαση να ορίσει διάδοχό του τον Γάιο. Και θα ήταν πρωτίστως χιούμορ αν δεν ήταν πάνω απ᾽ όλα τραγωδία. Ήμουν ήδη στα 46 όταν ο ανεψιός μου, έμπλεως ευτυχίας, φόρεσε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι.