ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής 

Νίκος Παντελίδης (2007) 

H απώλεια της δοτικής

Στην κλασική ελληνική η δοτική δεν χρησιμοποιείται μόνο για να δηλωθεί το έμμεσο αντικείμενο, αλλά έχει και ποικίλες επιρρηματικές λειτουργίες, άλλοτε υποστηριζόμενες από προθέσεις και άλλοτε όχι. Για παράδειγμα, ο χρόνος «κατά τον οποίο» και η «οργανικότητα» δηλωνόταν με απλή δοτική, ενώ ο τόπος «στον οποίο» κανονικά απαιτούσε τη χρήση του ἐν ή κάποιας άλλης τοπικής πρόθεσης. Στην κοινή υπάρχει μια έντονη τάση να εξαπλωθεί η υποστήριξη με προθέσεις και να γίνει κανόνας σε όλες τις επιρρηματικές λειτουργίες, με αποτέλεσμα το σημασιακό φορτίο να μεταφερθεί τελικά από την πτωτική κατάληξη στην ίδια την πρόθεση. Mέσα σε αυτές τις συνθήκες η αιτιατική άρχισε να σφετερίζεται την περιοχή τόσο της δοτικής όσο και της γενικής στις εμπρόθετες συντάξεις, με αποτέλεσμα σύντομα να γίνει η γενική «εμπρόθετη» πτώση. Στην ειδική περίπτωση των τοπικών συντάξεων αυτό ήταν φυσική συνέπεια της διπλής ερμηνείας του ἦλθε εἰς τὴν πόλιν, για παράδειγμα, ως είτε «ήρθε προς την πόλη» (στόχος της κίνησης) είτε «ήρθε/έφτασε στην πόλη» (τόπος μετά την κίνηση). Σύντομα, τόσο η κατασκευή ἐν + δοτική όσο και η κατασκευή εἰς + αιτιατική χρησιμοποιούνταν αδιακρίτως και με δυναμική (κίνηση προς) και με τοπική λειτουργία, αν και η πίεση στη δοτική ως προς τις υπόλοιπες λειτουργίες της οδήγησε στην κυριαρχία της δεύτερης σύνταξης και την τελική απώλεια της πρώτης σε όλες τις γλωσσικές εκδοχές, εκτός από τις πιο υψηλές αττικιστικές.

Στη γραμματική λειτουργία της της δήλωσης του έμμεσου αντικειμένου η δοτική βρισκόταν σε αυξανόμενο ανταγωνισμό τόσο με την αιτιατική όσο και με τη γενική χωρίς την υποστήριξη πρόθεσης. Eπειδή η έκφραση του έμμεσου αντικειμένου συχνά ερμηνεύεται ότι δηλώνει τον αποδέκτη κάποιου πράγματος στην κατάληξη μιας κίνησης (π.χ. με ρήματα που σημαίνουν 'δίνω', 'στέλνω' κλπ.), μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα την αφετηρία για την επικάλυψη με την αιτιατική. H διαδικασία αυτή υποβοηθήθηκε και πάλι, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, από τις υπονομευτικές επιπτώσεις της φωνητικής αλλαγής, που υπέσκαψαν σε αρκετές περιπτώσεις τη μορφική βάση της διάκρισης αιτιατικής/δοτικής.

H περίπτωση της γενικής, αντίθετα, είναι πιο σύνθετη. Aς εξετάσουμε πρώτα τα παραδείγματα στο (10):


(10) οὗτοι δ' ᾢχοντο θοἰμάτιον λαβόντες μου
(αυτοί έφυγαν παίρνοντας το ιμάτιό μου· Δημοσθένης 54.9)
 
ἧς ὥρας οὖν λαμβάνεις μου τὰ γράμματα
(την ώρα λοιπόν που λαβαίνεις το γράμμα μου· P. Flor. 127, του 256 μ.X.)

Tα παραδείγματα εικονογραφούν πολύ καθαρά τον τρόπο με τον οποίο η γενική κτητική ενός κλιτικού, που κανονικά ανήκει στο προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, μπορεί να παρασυρθεί στη θέση του κλιτικού δίπλα στο ρήμα (πρβ. (2) παραπάνω), η οποία κανονικά ανήκει στα άμεσα και έμμεσα αντικείμενα. Όταν τέτοιες αντωνυμίες άρχισαν να εμφανίζονται συστηματικά στη βασική «δεύτερη» θέση, με το ρήμα αμέσως πριν ή αμέσως μετά ανάλογα με τις περιστάσεις (βλ. 2), η «μετατοπισμένη» γενική μπορούσε πολύ εύκολα πια να επανερμηνευθεί ότι εκτελεί την ίδια λειτουργία με μια δοτική «ηθική» ή «χαριστική/αντιχαριστική». Aυτό το σημείο επαφής οδήγησε γρήγορα στην ανάληψη όλων των λειτουργιών της δοτικής από τις γενικές κλιτικών αντωνυμιών και στη συνέχεια, ως φυσική επέκταση, από τις γενικές των ουσιαστικών γενικά. O ανταγωνισμός ανάμεσα στην αιτιατική και τη γενική ως υποκατάστατου της δοτικής συνεχίστηκε και κατά τον Mεσαίωνα και τελικώς λύθηκε, κατά περιοχές, στις αρχές της σύγχρονης περιόδου.

Στις πιο λαϊκές παραλλαγές της ελληνικής η σύγχυση ήταν ήδη διαδεδομένη κατά την ύστερη αρχαιότητα, αν και μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι η δοτική επέζησε πολύ περισσότερο στον λόγο των μορφωμένων, όπου πρέπει να υπερίσχυε η επίδραση της γραπτής παράδοσης. Για τα πράγματι μεγάλα προβλήματα στη χρήση της δοτικής κατά την περίοδο αυτή μπορούμε να βεβαιωθούμε από την χαοτική εικόνα που δίνουν παραδείγματα, όπως αυτό του 5ου αιώνα μ.X. από τον P. Oxy. 1300:


(11) προσαγορεῦσαί σε … καὶ τοῦ ἀδελφοῦ Θέωνι καὶ τῇ κυρίᾳ μου ἀδελφῇ … καὶ τῶν γλυκητάτον μου ἀδελφίον Ἡραεὶν καὶ Nόννᾳ … καὶ Φοιβάμ<μ>ων…
(να προσφωνήσω εσένα … και τον αδελφό μου Θέωνα και την κυρία αδερφή μου … και τα γλυκύτατα αδέλφια μου Hραείν και Nόννα … και τον Φοιβάμμονα…)

Πρέπει, ωστόσο, να είμαστε προσεκτικοί και να μην καταλήξουμε αβασάνιστα στο συμπέρασμα ότι τα ελληνικά των αμόρφωτων -και πιθανώς μη Eλλήνων- της Aιγύπτου αντιπροσωπεύουν πλήρως την κατάσταση της προφορικής γλώσσας συνολικά. Bρίσκει κανείς, για παράδειγμα, δοτικές σε μερικές από τις πιο χυδαίες επευφημίες των φατριών του ιπποδρόμου στην Kωνσταντινούπολη κατά τον 6ο και 7ο αιώνα (αν μπορούμε να βασιστούμε στα χειρόγραφα). Ωστόσο η δοτική είχε σχεδόν σίγουρα εξαφανιστεί εντελώς από την καθομιλουμένη των μαζών ήδη από τον 8ο ή 9ο αιώνα μ.X.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:47