ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Δημιουργία της ελληνιστικής κοινής 

Νίκος Παντελίδης (2007) 

Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο παράδειγμα μας δίνει η χρήση της ευκτικής στην Καινή Διαθήκη. Υπάρχουν μόνο σαράντα μια περιπτώσεις ευκτικής σε κύριες προτάσεις (κατά προσέγγιση, αφού η κατάσταση περιπλέκεται από την ύπαρξη διάφορων αναγνώσεων του κειμένου). Από αυτές, οι τριάντα οκτώ είναι ευχετικές ευκτικές (όλες, εκτός από μια, σε τρίτο πρόσωπο) και οι δεκαπέντε από αυτές είναι περιπτώσεις της στερεότυπης έκφρασης μὴ γένοιτο, που επιβιώνει ακόμα στα νέα Ελληνικά σαν λεξιλογική μονάδα· οι υπόλοιπες τρεις είναι δυνητικές ευκτικές με το ἄν. Υπάρχουν έντεκα ευκτικές σε δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το εἰ, οι τέσσερις από τις οποίες είναι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις. Πιθανότατα δεν υπάρχουν ευκτικές σε τελικές προτάσεις. Βρέθηκαν μερικές πλάγιες ευκτικές σε πλάγιες ερωτήσεις -μερικές φορές συνοδευόμενες από το ἄν- αλλά καμιά δεν βρέθηκε στον πλάγιο λόγο. Η κανονική σύνταξη της υποθετικής πρότασης με εἰ + ευκτική και με απόδοση ευκτική + ἄν δεν απαντά στους συγγραφείς της Κ.Δ., παρόλο που ορισμένες από τις χρήσεις της τους ήταν γνωστές από την επαφή τους με τη λογοτεχνική παράδοση και παρά το γεγονός ότι διατήρησαν μερικές 'αποσυστηματοποιημένες' ευκτικές σε φράσεις που εξελίσσονταν περισσότερο σε λεξιλογικές μονάδες παρά σε συντακτικές δομές.

[…]

Οι ρηματικοί τύποι, που δεν ξεχωρίζουν τα πρόσωπα, δηλ. το απαρέμφατο και η μετοχή, εξακολούθησαν να επιβιώνουν, παρά το γεγονός ότι παρουσιάστηκαν εναλλακτικοί τύποι για τις περισσότερες συντακτικές τους χρήσεις. Ιδιαίτερα το ἵνα + υποτακτική εμφανίζεται σαν μια εναλλακτική δομή για τις πιο πολλές χρήσεις του απαρεμφάτου εκτός από τον πλάγιο λόγο. Ο τονικός ρυθμός σε μερικούς Ύμνους του Ρωμανού (6ος αι.) μας δείχνει πως το ἵνα στην καθαυτό λειτουργία του ως υποτακτικού συνδέσμου -σαν απλός δείκτης της υποτακτικής, που συχνά δεν μπορούσε να διαχωριστεί μορφολογικά από την οριστική- άρχιζε να προφέρεται ἱνά: ο πρόγονος του νεοελληνικού να, που είναι ο δείκτης της υποτακτικής. Καθώς το σύστημα των τριων εγκλίσεων -οριστική, υποτακτική και ευκτική- που τα αρχαία είχαν κληρονομήσει από τα ινδοευρωπαϊκά έδωσε τη θέση του σε ένα δυικό εγκλιτικό σύστημα, οριστική και υποτακτική, πάρα πολλές από τις διακρίσεις που έκανε η κλασική γλώσσα στη σύνταξη της σύνθετης πρότασης, δεν μπορούσαν πια να γίνουν. Το γεγονός αυτό καθρεφτίζεται στη φιλολογική γλώσσα της εποχής -ακόμα και σ' αυτή που επιζητά να μιμηθεί τα αττικά- με τη χαλαρότητα στη χρήση των εγκλίσεων. Υποτακτική και ευκτικές χρησιμοποιούνται παράλληλα σε παρόμοιο γλωσσικό περιβάλλον ενώ παρουσιάζονται οριστικές σε περιπτώσεις που τα αρχαία απαιτούσαν μια υποτακτική ή ευκτική κ.ο.κ. Ιδιαίτερα, είναι φανερό ότι δεν γινόταν πια η διάκριση ανάμεσα στις γενικές και ειδικές αναφορικές και χρονικές προτάσεις: οι ὅταν, ἐπειδάν κλπ. χρησιμοποιούνται από τώρα και στο εξής με οριστική. Με την εξαφάνιση της δυνητικής ευκτικής εμφανίζεται μια νέα σειρά από περιφραστικές δομές, στις οποίες τον παρατατικό ενός βοηθητικού ρήματος -του ἔχω ή μέλλω ή θέλω ή ὀφείλω- ακολουθεί ένα απαρέμφατο.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:47