Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "άν"

8 εγγραφές [1 - 8]
ἀναγκαῖος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α.Με ενεργητική σημασία αυτός που εξαναγκάζει, υποχρεώνει, επιβάλλει |με απρφ. Β. Με παθητική σημασία 1. απαραίτητος, αναγκαίος |(συχνά σε υπερθ.) ελάχιστος αναγκαίος |φρ. ἀναγκαῖόν ἐστι=είναι αναγκαίο, είναι επιβεβλημένο 2. στενοί, αγαπητοί |για συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς Γ. |το ουδ. ως ουσ. 1. τὰ ἀναγκαῖα=τα απαραίτητα, τα χρήσιμα 2. τὸ ἀναγκαῖον, τὰ ἀναγκαῖα=λογική αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη λογικής επαγωγής |φιλοσοφία 3. οἱ ἀναγκαῖοι=συγγενείς εξ αίματος, γονείς |για οικογένεια ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατ' ανάγκη, αναγκαστικά 2. ελλιπώς |φρ. ἀναγκαίως ἔχειν=πρέπει, οφείλει να... |φρ. ἀναγκαιότατα λέγεις (για έντονη κατάφαση ή συμφωνία)
ἀνάγκη
Α. 1. εξαναγκασμός, ανάγκη |φρ. ἐξ ἀνάγκης, ὑπ' ἀνάγκης, δι' ἀνάγκης, κατ' ἀνάγκην 2. θεϊκή βούληση, νόμοι, μοίρα |προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού, τη Μοίρα 3. φυσική αναγκαιότητα |φιλοσοφία |φυσική ανάγκη, επιθυμία, όρεξη |στον πληθ. οι φυσικοί νόμοι 4. λογική αναγκαιότητα |φιλοσοφία Β.κρίσιμη περίσταση, δυσμενής θέση Γ.άσκηση ή χρήση βίας |σωματικό μαρτύριο |φρ. ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να..., αναγκαίο να... |φρ. πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να... |φρ. πολλὴ ἀνάγκη, πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως, ακριβώς έτσι |η δοτ. ως επίρρημα 1. διά της βίας, με το ζόρι 2. αναγκαστικά
ἀναίτιος
|αυτός που δεν είναι η αιτία μιας πράξης, δεν είναι υπαίτιος, αθώος |αθώος από τη διάπραξη κπ. αδικήματος |με γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. |ως ουσ. τὸ ἀναίτιον=αυτό που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία ενός γεγονότος ή μιας πράξης
ἀνάξιος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ., κατώτερος 2. αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει |με απρφ. |με γεν. 3. ανάρμοστος, ανάξιος, άχρηστος, άξιος καταφρόνησης, τιποτένιος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, χωρίς να το αξίζει κπ.
ἀνία
1. θλίψη, πόνος, στεναχώρια |ΦΙΛΟΣ 2. συχνά στον πληθ. συμφορές, βάσανα, δυστυχίες |βάρος, ενόχληση |συμφορά! |επιφωνημ.
ἀνιαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός |για ανθρώπους |βλαβερός |για ζώα 2. λυπηρός, θλιβερός |δυσάρεστος, αντ. του ἡδύς 3. με παθητική σημασία θλιμμένος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ενοχλητικά, δυσάρεστα 2. άθλια, οικτρά
ἀντίος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που τοποθετείται απέναντι, μπροστά σε κπ. ή κτ. |για τόπο |με γεν. |με δοτ. 2. ενάντιος, αντίπαλος, αντίθετος, ανάποδος |μτφ. |αυτός που έρχεται απέναντι, βαδίζει σε αντίθετη κατεύθυνση |με ρήμα κίνησης |με δοτ. |αυτός που βαδίζει εναντίον κπ., ο επιτιθέμενος |με γεν. |με δοτ. Β. |ἀντίον, ἀντία ως πρόθεση με γεν.=κατενώπιον, απέναντι |σε αντίθεση με... |με λεκτικό ρήμα |μπροστά από, προς την κατεύθυνση |με ρήμα κίνησης |εναντίον |ΕΠΙΡΡΗΜΑ απέναντι, μπροστά, αντίθετα |φρ. ἀντίον ηὔδα=απάντησε, αποκρίθηκε
ἀντιποιέω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ανταποδίδω μια ενέργεια ή πράξη Β.ΜΕΣΟ 1. επιζητώ, επιδιώκω κτ. |με γεν. |εγείρω αξιώσεις, προβάλλω απαιτήσεις, διεκδικώ 2. αμφισβητώ την κυριότητα |προβάλλω δικαιώματα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι 3. καυχιέμαι |με απρφ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες