Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀνάξιος
- επίθετο
- -ος, -ον ή -α, -ον
- ἀναξίως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ., κατώτερος 2. αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει |με απρφ. |με γεν. 3. ανάρμοστος, ανάξιος, άχρηστος, άξιος καταφρόνησης, τιποτένιος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, χωρίς να το αξίζει κπ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που δεν είναι ίσης αξίας με κπ., κατώτερος
- ΣΟΦ Φιλ 439 ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι
- ΗΡ 7.9 τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ κατοικημένους οὐκ ἐάσεις καταγελάσαι ἡμῖν͵ ἐόντας ἀναξίους
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1333b τήν τε τῶν πολεμικῶν ἄσκησιν οὐ τούτου χάριν δεῖ μελετᾶν͵ ἵνα καταδουλώσωνται τοὺς ἀναξίους
- 2. αυτός που δεν πρέπει ή δεν είναι δίκαιο να υποστεί κακό, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει
- ΣΟΦ ΟιδΚ 1446 ἀνάξιαι γὰρ πᾶσίν ἐστε δυστυχεῖν
- ΔΗΜ 28.19 μηδὲ τὴν μητέρα κἀμὲ καὶ τὴν ἀδελφὴν ἀνάξια παθόντας περιίδητε
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1386b τῷ γὰρ λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς ἀναξίαις κακοπραγίαις ἀντικείμενόν ἐστι τρόπον τινὰ καὶ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ἤθους τὸ λυπεῖσθαι καὶ ἐπὶ ταῖς ἀναξίαις εὐπραγίαις
- με απρφ.
- ΠΛ Πρωτ 356a δῆλον ὅτι ἀναξίων ὄντων νικᾶν. καὶ τίς ἄλλη ἀναξία ἡδονῇ πρὸς λύπην ἐστίν͵ ἀλλ΄ ἢ ὑπερβολὴ ἀλλήλων καὶ ἔλλειψις;
- ΙΣΟΚΡ 19.36 ἀνάξιος ἦν υἱὸς εἰσποιηθῆναι Θρασυλόχῳ καὶ λαβεῖν αὐτοῦ τὴν ἀδελφήν
- με γεν.
- ΗΡ 1.73 ὥστε ἀνάξια σφέων αὐτῶν πεπονθότες
- ΠΛ Κριτ 53e εἰ δὲ μή͵ ἀκούσῃ͵ ὦ Σώκρατες͵ πολλὰ καὶ ἀνάξια σαυτοῦ
- ΙΣΟΚΡ 2.37 μηδὲν ἀνάξιον τῆς τιμῆς ταύτης πράξεις
- 3. ανάρμοστος, ανάξιος, άχρηστος, άξιος καταφρόνησης, τιποτένιος
- ΔΗΜ 20.7 εἰ γὰρ φαῦλοι καὶ ἀνάξιοί τινες κατὰ τὸν τούτων λόγον εἰσίν
- ΠΛ Ευθυδ 304e περὶ οὐδενὸς ἀξίων ἀναξίαν σπουδὴν ποιουμένων
- ΙΣΟΚΡ 6.2 αἰσχρὸν νομίσας εἰ τὴν ἰδίαν τοῦ βίου τάξιν διαφυλάττων περιόψομαι τὴν πόλιν ἀνάξια ψηφισαμένην αὑτῆς
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, χωρίς να το αξίζει κπ.
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1386b δεῖ γὰρ ἐπὶ μὲν τοῖς ἀναξίως πράττουσι κακῶς συνάχθεσθαι καὶ ἐλεεῖν
- ΠΛ Πολ 536c λέγων γὰρ ἅμα ἔβλεψα πρὸς φιλοσοφίαν, καὶ ἰδὼν προπεπηλακισμένην ἀναξίως ἀγανακτήσας μοι δοκῶ
- ΙΣΟΚΡ 11.17 τοῖς ἀναξίως δυστυχοῦσιν
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.8 ἐμαυτὸν μὲν ὁρῶ οὕτω ταπεινῶς καὶ ἀναξίως ἐλαύνοντα
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: στερητικό ἀν- + ἄξιος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2α
- επίθετο υπερθ. ἀναξιώτατος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀξία, ἀναξία, ἀξίωμα, ἀξίωσις, ἀξιοθέατα
- ρήματα: ἀξιόω
- επίθετα: ἄξιος, ἀνάξιος, ἀξιοεργός, ἀξιοθαύμαστος, ἀξιοθέατος, ἀξιόθρηνος, ἀξιοκοινώνητος, ἀξιόλογος, ἀξιόμαχος, ἀξιόμισος, ἀξιομνημόνευτος, ἀξιόνικος, ἀξιοπενθής, ἀξιόπιστος, ἀξιότιμος, ἀξιοφίλητος, ἀξιοσπούδαστος
- επιρρήματα: ἀξίως, ἀναξίως, ἀξιοπίστως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- λεσβ. ἀξιάω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀξιόγραφον, ἀξιοπρέπεια
- ρήματα: ἀξιοπαθῶ
- επίθετα: ἀξιωματικός, ἀξιόαγνος, ἀξιοδάκρυτος, ἀξιοδιήγητος, ἀξιόζηλος, ἀξιοζήλωτος, ἀξιοθάνατος, ἀξιόθεος, ἀξιοκαταφρόνητος, ἀξιόκλεος, ἀξιόκτητος, ἀξιόληπτος 'επαινετός', ἀξιομακάριστος, ἀξιομάχητος, ἀξιομίμητον, ἀξιομίσητον, ἀξιοπρεπής, ἀξιοτίμητος, ἀξιοσπούδαστον
- επιρρήματα: ἀξιοζήλως, ἀξιομάχως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αξιανάγνωστος, αξιογέλαστος, αξιόγραπτος, αξιοζήλευτος, αξιοθρήνητος, αξιοκαταγέλαστος, αξιοκατάπληκτον, αξιολάτρευτος, αξιολύπητος, αξιομαθής, αξιόμεμπτος, αξιόμισθος, αξιοπαρατήρητος, αξιοπερίεργος, αξιοπεριφρόνητος, αξιοπίστευτος, αξιοπρόσεκτος, αξιοσήμαντος, αξιοτιμώρητος, αξιοφύλακτος, αξιοχρεωσύνη, αναξιόμεμπτος, αναξιομισθία, αναξιοπάθημα, αναξιοπιστία, αναξιοπρέπεια, αναξιόχρεος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ήπ. Καππ. Κύπ. αξιάζω 'αξίζω', Ζαγορά αξιάζου, Πόντ. αξάζω, Κρ. Θήρα αξάζω
- Η λέξη ἄξιος ως πρώτο συνθετικό δίνει μια πολύ πλούσια παραγωγή λέξεων στην κλασική, ελληνιστική και μεταγενέστερη ελληνική γλώσσα. Πολλές από αυτές τις λέξεις βρίσκονται σε χρήση μέχρι σήμερα.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ