Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀγαθός
    • επίθετο
    • -ή, -όν
    • εὖ, σπάνια άγαθῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. ικανός, δυνατός, γενναίος |με αιτ. της αναφοράς 2. ευμενής, ευεργετικός, καλός, πιστός |φρ. ἀγαθὸς δαίμων |φρ. ἀγαθὴ τύχη 3. ευγενικής, αριστοκρατικής καταγωγής |ως ουσ. οἱ ἀγαθοί=οι αριστοκράτες 4. ορθός, σωστός, δίκαιος 5. καλός, ικανός πνευματικά ή διανοητικά |με αιτ. της αναφοράς |καλός |με ηθική σημασία |φρ. καλὸς κἀγαθὸς Β. |για πράγματα και αφηρημένες έννοιες 1. καλής ποιότητας, εξαιρετικός |εύφορος, πλούσιος |ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος 2. αγαθός, καλός |με ηθική σημασία |ως ουσ. τὸ ἀγαθὸν=αγαθό, ευεργεσία |στον πληθ. τὰ ἀγαθὰ |φρ. δρᾶν, ποιεῖν, πάσχειν ἀγαθὸν=ευεργετώ, ωφελώ, ωφελούμαι |φρ. καλὸν κἀγαθόν |η ιδέα, η έννοια του αγαθού 3. ο σκοπός, το επιθυμητό τέλος κάθε ενέργειας και επιστήμης ΕΠΙΡΡΗΜΑ καλά, αγαθά

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • για πρόσωπα
    • 1. ικανός, δυνατός, γενναίος
    • ΟΜ Οδ 18.383 οὕνεκα πὰρ παύροισι καὶ οὐκ ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖς { καθώς σε τριγυρίζουν τιποτένιοι και άνανδροι }
    • ΗΡ 1.95 οὗτοι περὶ τῆς ἐλευθερίης μαχεσάμενοι ἐγένοντο ἄνδρες ἀγαθοὶ καὶ ἀπωσάμενοι τὴν δουλοσύνην ἐλευθερώθησαν
    • ΘΟΥΚ 2.100.5 οὐδεὶς ὑπέμενεν ἄνδρας ἱππέας τε ἀγαθοὺς καὶ τεθωρακισμένους
    • με αιτ. της αναφοράς
    • ΟΜ Ιλ 10.60 τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος
    • ΗΡ 9.122.3 φύειν καὶ ἄνδρας ἀγαθοὺς τὰ πολέμια
    • 2. ευμενής, ευεργετικός, καλός, πιστός
    • ΗΣ Εργ 346 πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ᾽ ἀγαθὸς μέγ᾽ ὄνειαρ
    • ΗΡ 3.63 Πρήξασπες, σὺ μὲν οἷα ἀνὴρ ἀγαθὸς ποιήσας τὸ κελευόμενον
    • φρ. ἀγαθὸς δαίμων
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 106 λαβὲ δὴ καὶ σπεῖσον ἀγαθοῦ δαίμονος
    • Σε πρόποση προς τιμή του θεού στην αρχή και το τέλος του συμποσίου για να εξασφαλιστεί η ευμένειά του.
    • φρ. ἀγαθὴ τύχη
    • ΔΕΙΝ 1.98 δέξεσθε τὴν ἀγαθὴν τύχην͵ ἣ τιμωρήσασθαι παρέδωκε τῶν ῥητόρων τοὺς τὴν πόλιν διὰ τὴν αὑτῶν δωροδοκίαν ταπεινὴν πεποιηκότας
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.5.51 ἀγαθῇ τύχῃ ἡμεῖς τε ἱππεῖς γενοίμεθα { είθε με τη βοήθεια των θεών να γίνουμε και εμείς ιππείς }
    • 3. ευγενικής, αριστοκρατικής καταγωγής
    • ΟΜ Οδ 15.324 οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες { δουλειές που κάνουν οι φτωχοί στους αρχοντοθρεμμένους }
    • ΘΕΟΓΝ ελ 1.43 οὐδεμίαν πω͵ Κύρν΄͵ ἀγαθοὶ πόλιν ὤλεσαν ἄνδρες { Κύρνε, ποτέ καμιά πόλη δεν κατέστρεψαν οι αριστοκράτες }
    • ως ουσ. οἱ ἀγαθοί=οι αριστοκράτες
    • ΠΙΝΔ Πυθ 4.285 οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς
    • ΣΟΦ Ηλ 1083 οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν ζῶν κακῶς εὔκλειαν αἰσχῦναι θέλει { κανείς από τους ευγενείς δεν ντροπιάζει το καλό του όνομα, γιατί έχει πέσει σε δυστυχία }
    • 4. ορθός, σωστός, δίκαιος
    • ΗΣ Εργ 191 οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου οὐδ΄ ἀγαθοῦ { καμιά τιμή δεν θάχει πια όποιος δεν κρατάει τον λόγο ούτε ο δίκαιος ούτε ο αγαθός }
    • ΣΟΦ Φιλ 1050 χὤπου δικαίων κἀγαθῶν ἀνδρῶν κρίσις
    • ΠΛ Πρωτ 326d νόμοι, ἀγαθῶν καὶ παλαιῶν νομοθετῶν εὑρήματα
    • 5. καλός, ικανός πνευματικά ή διανοητικά
    • ΠΛ Γοργ 498c ἀλλὰ μὴν οἵ γε φρόνιμοι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι ἀγαθοί, οἱ δὲ δειλοὶ καὶ ἄφρονες κακοί;
    • με αιτ. της αναφοράς
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 687 ἀγαθὸς ὢν γνώμην ἀνήρ
    • ΠΛ Νομ 899b ψυχαὶ ἀγαθαὶ δὲ πᾶσαν ἀρετήν
    • καλός
    • με ηθική σημασία
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 609 υἱὸν Οἰκλέους λέγω͵ σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ͵ μέγας προφήτης
    • ΗΡ 1.87 μαθόντα τὸν Κῦρον ὡς εἴη ὁ Κροῖσος καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀνὴρ ἀγαθός
    • φρ. καλὸς κἀγαθὸς
    • ΠΛ Πολιτ 376c τὴν φύσιν ἔσται καλὸς κἀγαθὸς ὁ μέλλων ἔσεσθαι φύλαξ πόλεως
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.17 Σωκράτην δεικνύντα ἑαυτὸν καλὸν κἀγαθὸν ὄντα καὶ διαλεγόμενον κάλλιστα περὶ ἀρετῆς
    • ΙΣΟΚΡ 15.138 ἀλλ΄ ἦν καλὸς μὲν κἀγαθὸς ἀνὴρ καὶ τῆς πόλεως καὶ τῆς Ἑλλάδος ἄξιος
    • Β.
    • για πράγματα και αφηρημένες έννοιες
    • 1. καλής ποιότητας, εξαιρετικός
    • ΟΜ Οδ 15.507 δαῖτ΄ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο
    • ΟΜ Οδ 15.491 ζώεις δ΄ ἀγαθὸν βίον
    • ΠΙΝΔ Ολ 6.100 ἀγαθαὶ ἄγκυραι
    • εύφορος, πλούσιος
    • ΟΜ Οδ 15.405 νῆσός ἀγαθὴ͵ εὔβοος εὔμηλος͵ οἰνοπληθὴς πολύπυρος
    • ΞΕΝ Οικ 16.7 περὶ τῆς γῆς ὁποία τε ἀγαθή ἐστι καὶ ὁποία κακή
    • ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος
    • ΕΥΡ Ιππολ 427 γνώμην δικαίαν κἀγαθὴν
    • ΠΛ Γοργ 499c ἡδοναί τινές εἰσιν αἱ μὲν ἀγαθαί͵ αἱ δὲ κακαί· ἀγαθαὶ μὲν αἱ ὠφέλιμοι͵ κακαὶ δὲ αἱ βλαβεραί
    • ΗΣ Εργ 317 αἰδὼς δ΄ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένον ἄνδρα κομίζει { η βλαβερή ντροπή ακολουθεί τον φτωχό }
    • 2. αγαθός, καλός
    • με ηθική σημασία
    • ΟΜ Οδ 3.266 φρεσὶ γὰρ κέχρητ΄ ἀγαθῇσι { γιατί είχε ακόμη αγαθό το φρόνημά της }
    • ΠΙΝΔ Νεμ 4.83 ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων
    • ως ουσ. τὸ ἀγαθὸν=αγαθό, ευεργεσία
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.3.20 ὦ μέγα ἀγαθὸν σὺ τοῖς φίλοις Κῦρε
    • ΟΜ Οδ 4.237 Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ
    • ΠΛ Πολ 608e τὸ μὲν ἀπολλύον καὶ διαφθεῖρον πᾶν τὸ κακὸν εἶναι͵ τὸ δὲ σῷζον καὶ ὠφελοῦν τὸ ἀγαθόν
    • στον πληθ. τὰ ἀγαθὰ
    • ΗΡ 2.172 ἦν οἱ ἄλλα τε ἀγαθὰ μυρία...
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 873 ὅσ΄ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς ἁπλῶς
    • φρ. δρᾶν, ποιεῖν, πάσχειν ἀγαθὸν=ευεργετώ, ωφελώ, ωφελούμαι
    • ΘΟΥΚ 3.68.1 εἴ τι ἐν τῷ πολέμῳ ὑπ΄ αὐτῶν ἀγαθὸν πεπόνθασι
    • ΛΥΣ 13.92 εἰ τοίνυν τι ἐκεῖνοι ἀγαθὸν τὴν πόλιν φανεροί εἰσι πεποιηκότες { εάν είναι φανερό ότι εκείνοι ευεργέτησαν την πόλη }
    • φρ. καλὸν κἀγαθόν
    • ΠΛ Απολ 21d κινδυνεύει μὲν οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.23 πάντα μὲν οὖν ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι
    • η ιδέα, η έννοια του αγαθού
    • ΠΛ Πολ 505a ἐπεὶ ὅτι γε ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέα μέγιστον μάθημα
    • ΠΛ Πολ 518c ἕως ἂν εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὄντος τὸ φανότατον δυνατὴ γένηται ἀνασχέσθαι θεωμένη (ἡ ψυχή)· τοῦτο δ΄ εἶναί φαμεν τἀγαθόν { ώσπου να γίνει ικανή (η ψυχή) να αντέχει να αντικρύζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον· και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό }
    • 3. ο σκοπός, το επιθυμητό τέλος κάθε ενέργειας και επιστήμης
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1097a τί οὖν ἑκάστης τἀγαθόν; ἢ οὗ χάριν τὰ λοιπὰ πράττεται; ἐν ἰατρικῇ μὲν ὑγίεια͵ ἐν στρατηγικῇ δὲ νίκη͵ ἐν οἰκοδομικῇ δ΄ οἰκία͵ ἐν ἄλλῳ δ΄ ἄλλο͵ ἐν ἁπάσῃ δὲ πράξει καὶ προαιρέσει τὸ τέλος { Ποιο είναι για καθεμιά από αυτές το αγαθό; Δεν είναι άραγε αυτό προς χάρη του οποίου γίνονται όλα τα υπόλοιπα; Τούτο είναι στην ιατρική η υγεία, στη στρατηγική η νίκη, στην οικοδομική η οικία, σε άλλη τέχνη κάτι άλλο, σε κάθε πράξη και απόφαση γενικά ο σκοπός }
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ καλά, αγαθά
    • ΘΟΥΚ 4.63.2 τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα
    • ΕΥΡ Μηδ 576 εὖ μὲν τούσδ΄ ἐκόσμησας λόγους
    • ΙΣΟΚΡ 10.45 τῶν μὲν οὖν εὖ φρονούντων οὐδεὶς ἂν ἐπιτιμήσειεν
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1388b οἷα προσήκει τοῖς ἀγαθῶς ἔχουσι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΓΑΘΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
    • επίθετο συγκρ. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων, λῴων, φέρτερος, υπερθ. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λῷστος, φέριστος/ φέρτατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀγαθοεργίη
      • επίθετα: ἀγαθοειδής, ἀγαθοεργός, ἀγαθοφανής
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • κυπρ. ἀζαθός 'αγαθός', λακων. ἀγασός 'αγαθός'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀγαθογονία, ἀγαθοδαιμονισταί 'αυτοί που δεν πίνουν παρά μόνο με σύνεση', ἀγαθοδότης, ἀγαθοδοσία, ἀγαθοεργασία, ἀγαθοθέλεια 'επιθυμία για το καλό', ἀγαθοποιία, ἀγαθότης, ἀγαθωσύνη
      • ρήματα: ἀγαθουργέω-ῶ, ἀγαθοδαιμονέω-ῶ 'έχω το σπίτι του αγαθού δαίμονος', ἀγαθοποιέω-ῶ, ἀγαθόω-ῶ 'ευεργετώ'
      • επίθετα: ἀγαθοθελής, ἀγαθοποιός
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αγαθ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αγαθοβουλία, αγαθοδοξία, αγαθοθυμία, αγαθολογία, αγαθοπιστία, αγαθογνώμων, αγαθοεργικός, αγαθόπιστος, αγαθοπόνηρος, αγαθοπροαίρετος, αγαθόστρυφνος, αγαθόψυχος, αγαθοεργώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %αγαθ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %αγαθ%