Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Ο"
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ὀλίγος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. μικρός, αντ. μέγας |για μέγεθος 2. ο μικρής έκτασης, ο περιορισμένου χώρου |για έκταση 3. βραχύσωμος, κοντός |για ανάστημα |ΟΜ Β. 1. ο μικρής διάρκειας, ο σύντομος |για χρόνο 2. λίγος, σπάνιος, αντ. πολύς |για αριθμό ή ποσότητα |ως ουσ. οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί, αντ. τὸ πλῆθος |με απρφ. Γ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, ὀλίγου, ἐς ὀλίγον, παρ' ὀλίγον=λίγο έλειψε, σχεδόν, παρά λίγο |φρ. παρ' ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ. ή κτ. ασήμαντο |φρ. δι' ὀλίγου=σε μικρή απόσταση, στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά |φρ. δι' ὀλίγων=με λίγα λόγια, σύντομα |φρ. ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα, σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα |φρ. ἐν ὀλίγοις, σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους, σφόδρα, σε ύψιστο βαθμό |φρ. ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή, ξαφνικά |φρ. ἐπ' ὀλίγον, ὀλίγου γ' εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα |φρ. κατ' ὀλίγον=λίγο-λίγο |φρ. μετ' ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά |ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο, σε μικρό βαθμό |ως επίρρημα ὀλίγῳ - ὀλιγωρέω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φροντίζω λίγο για κπ. ή για κτ., δίνω λίγη προσοχή, παραμελώ |με γεν. |δεν προσέχω, αμελώ |απόλ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δεν λαμβάνομαι υπόψη από κπ., δεν υπολογίζομαι, παραμελούμαι - ὄλλυμι και ὀλλύω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω, αφανίζω, σκοτώνω |χάνω, υφίσταμαι την απώλεια Β. ΜΕΣΟ |χάνομαι, πεθαίνω, σκοτώνομαι |χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι |για πράγματα |ο πρκ. ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα, χάθηκα |η ευκτ. αόρ. ὄλοιο, ὄλοιτο σαν βρισιά, σαν κατάρα=να χαθείς ! - ὁμιλία
Α. εταιρεία, σύλλογος, ομάδα Β. 1. συναναστροφή, κοινωνία, συντροφιά, σχέση |με γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. ἡ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁμιλία=ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος 2. ερωτική σχέση, συνουσία Γ. μάθημα, διδασκαλία - ὄμνυμι και ὀμνύω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. υπόσχομαι με όρκο, ορκίζομαι |με σύστ. Α |με δοτ. προσ. 2. ορκίζομαι για κτ., επιβεβαιώνω ή ενισχύω κτ. με όρκο |με αιτ. |με απρφ. κάθε χρόνου (=ορκίζομαι ότι) |απόλ. |ως μτχ. πρκ. ὀμωμοκώς-ότες 3. ορκίζομαι σε κπ. ή σε κτ., επικαλούμαι ως μάρτυρα |με αιτ. προσ. ή πράγμ., στο οποίο ορκίζεται κπ. |με δοτ. προσ. |με πρόθ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ (σπάνια) 1. (προκειμένου για όρκο) δίνομαι, εκφωνούμαι 2. με επικαλείται κπ. σε όρκο - ὀξύς
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, μυτερός, κοφτερός αντ. ἀμβλύς |τὸ ὀξύ=η κορυφή ενός τριγωνικού σχήματος |φρ. ὀξεῖα γωνία |γεωμετρία Β. δυνατός, έντονος, διαπεραστικός |για αισθήσεις και αισθήματα |σοβαρός, κρίσιμος, επικίνδυνος |για αρρώστιες, σωματικές βλάβες |δυνατός, διαπεραστικός, διεισδυτικός , έντονος, λαμπρός, αντ. ἀμβλὺς |για την όραση, το φως, τα χρώματα |φρ. ὀξὺ βλέπω, ὁρῶ=έχω οξεία όραση, βλέπω καθαρά |έντονος, ξινός |για γεύση ή οσμή |δυνατός, έντονος, διαπεραστικός |για ήχο, φωνή |φρ. ὀξὺ άκούω=ακούω καθαρά, έχω οξεία ακοή |υψηλός τόνος, αντ. βαρὺς |μουσική |φρ. ἡ ὀξεῖα (προσῳδία) Γ. πρόθυμος, ορμητικός, ζωηρός, παράφορος, ευέξαπτος |μτφ. |αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντιληπτική ικανότητα, ταχύς, ευφυής |φρ. ὀξύς εἴς τι |φρ. ὀξὺ νοῶ= αντιλαμβάνομαι γρήγορα Δ. ταχύς, ορμητικός, ευκίνητος |για κίνηση |πιεστικός, επείγων |για καταστάσεις, περιστάσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. έντονα, καθαρά 2. γρήγορα, αμέσως - ὁράω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ |με αιτ. |με κτγ. μτχ. |σπάνια με γεν. |με δευτερεύουσα πρόταση |απόλ. |το απρφ. με επιρρηματική σημασία |έχω την όρασή μου, βλέπω |ζω |μτφ. 2. κοιτάζω κάπου, έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου |με εμπρόθετο προσδιορισμό ή επίρρημα |στρέφω την προσοχή μου σε κτ., παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. |προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου, φυλάγομαι |στην προστ. με πλάγια πρόταση |αναζητώ, φροντίζω, προνοώ για χάρη κπ. 3. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, διακρίνω |με αιτ. |με κτγ. μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |με απρφ. |φρ. ὁρᾶς; ὁρᾶτε;=βλέπεις; βλέπετε; |παρενθετικά σε επεξήγηση ή στην αρχή πρότασης ή ειρωνικά 4. δοκιμάζω, επιχειρώ 5. συναντώ, βρίσκω Β. ΜΕΣΟ 1. βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι |με αιτ. |με κτγ. μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |το απρφ. με επιρρηματική σημασία |ζω |μτφ. 2. κοιτάζω κάπου, έχω στραμμένο κάπου το βλέμμα μου |με εμπρόθετο προσδιορισμό |στρέφω την προσοχή μου σε κάτι, παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω |ως επίρρημα ἰδού=να, ιδού, να πάρε, (εμπαικτικά σε διάλογο) μάλιστα, τί λόγος 3. δοκιμάζω, επιχειρώ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. βλέπομαι |φρ. τά ὁρώμενα=τα ορατά 2. φαίνομαι, εμφανίζομαι |με κτγ. μτχ.