Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ὄλλυμι και ὀλλύω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ καταστρέφω, αφανίζω, σκοτώνω |χάνω, υφίσταμαι την απώλεια Β. ΜΕΣΟ |χάνομαι, πεθαίνω, σκοτώνομαι |χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι |για πράγματα |ο πρκ. ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα, χάθηκα |η ευκτ. αόρ. ὄλοιο, ὄλοιτο σαν βρισιά, σαν κατάρα=να χαθείς !
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- καταστρέφω, αφανίζω, σκοτώνω
- ΗΡ 6.86 πάϊς...ὀλέσῃ γενεήν καὶ οἶκον ἅπαντα
- ΑΙΣΧ Περ 532 Ζεῦ βασιλεῦ͵...Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας
- χάνω, υφίσταμαι την απώλεια
- ΑΙΣΧ Αγ 54 πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες { γιατί χάσανε των νεογνών τους τη φροντίδα }
- ΕΥΡ Ελ 367 ματέρες τε παῖδας ὄλεσαν
- Β. ΜΕΣΟ
- χάνομαι, πεθαίνω, σκοτώνομαι
- ΣΟΦ Αντ 696 ἥτις τὸν αὑτῆς αὐτάδελφον ἐν φοναῖς πεπτῶτ΄ ἄθαπτον μήθ΄ ὑπ΄ ὠμηστῶν κυνῶν εἴασ΄ ὀλέσθαι μήθ΄ ὑπ΄ οἰωνῶν τινος
- ΟΜ Οδ 3.235 Ἀγαμέμνων ὤλεθ' ὑπ' Αἰγίσθοιο δόλῳ
- χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι
- για πράγματα
- ΟΜ Ιλ 9.413 ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφθιτον ἔσται
- ο πρκ. ὄλωλα με μέση σημασία=καταστράφηκα, χάθηκα
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.647 αἰδὼς μὲν ἐν ἀνθρώποισιν ὄλωλεν
- η ευκτ. αόρ. ὄλοιο, ὄλοιτο σαν βρισιά, σαν κατάρα=να χαθείς !
- ΣΟΦ Ηλ 291 κακῶς ὄλοιο, μηδέ σ᾽ ἐκ γόων ποτὲ/ τῶν νῦν ἀπαλλάξειαν οἱ κάτω θεοί
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΟΛΛΥΜΙ >
- Θέματα ὀλ- (λ.χ. ὄλ-νυ-μι > ὄλ-λυ-μι, με αφομοίωση) ή ὀλε- (λ.χ. ὀλέ-σω).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- επικ. μέλλ. ὀλέσ(σ)ω
- ὄλλυμι και ὀλλύω, ὤλλυν και ὤλλυον, ὀλῶ, ὤλεσα, ὄλωλα και (σύνθ. -ὀλώλεκα), ὀλώλειν και (σύνθ. -ὀλωλέκειν)
- ὄλλυμαι, ὠλλύμην, ὀλοῦμαι, ὠλόμην
- παθ. αόρ. (σύνθ. -ὀλεσθῆναι), παθ. μέλλ. (σύνθ. -ὀλεσθήσομαι)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ὄλεθρος, ὀλετήρ 'ο φονιάς, αυτός που καταστρέφει', πανωλεθρία, ἀνδρολέτειρα, παιδολέτωρ 'αυτός που σκοτώνει παιδιά', ἐξώλεια 'καταστροφή', πανώλεια 'πανωλεθρία'
- ρήματα: ἀπόλλυμι, ἀνταπόλλυμι, διαπόλλυμι, ἐξαπόλλυμι 'καταστρέφω ολοκληρωτικά', κατόλλυμι 'καταστρέφω εντελώς', παραπόλλυμι 'καταστρέφω, χάνω επιπλέον', προαπόλλυμι, προσαπόλλυμι, συναπόλλυμι
- επίθετα: ὀλέθριος, ὀλοός, ὀλοιός 'καταστρεπτικός, ολέθριος', ὀλόεις 'καταστρεπτικός', πανώλεθρος 'ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος', πανώλης, ὀλοόφρων 'αυτός που σκέπτεται το κακό, ο ολέθριος, ο δόλιος', ὀλεσίθηρ 'αυτός που σκοτώνει τα θηρία', ὀλεσίμβροτος 'αυτός που καταστρέφει τους βροτούς', ὠλεσίκαρπος 'αυτός που καταστρέφει τους καρπούς', ἀνόλεθρος 'αυτός που δεν έχει πάθει καταστροφή'
- επιρρήματα:
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ὀλέτειρα, ὀλεθρία, ὀλέθρευσις, ὀλόθρευσις, ὀλεθριότης, ὀλοθρευτής, ὀλέτης 'ο φονιάς, αυτός που καταστρέφει', ὄλυσος, ἀπόλεσις, γιγαντολέτης, θηρολέτης, πανώλεια 'πανωλεθρία'
- ρήματα: ὀλεθρεύω, ὀλοθρεύω, ἀπόλλω, θηρολετέω
- επίθετα: ὀλεσίπτολις 'αυτός που καταστρέφει τις πόλεις', ὀλεσήνωρ 'αυτός που καταστρέφει τους άνδρες', ὀλετήριος, ὀλεθριώδης, ὀλοθρευτικός, ἀνθρωπόλεθρος, ὀλεθρεργάτης 'αυτός που φέρνει τον όλεθρο' ὀλεσσιτύραννος, ὀλεθροφόρος, ὀλεθροποιός, ὀλεθροτόκος 'αυτός που γεννά την καταστροφή', ὀλοεργής 'καταστρεπτικός', ὠλεσίβωλος, ὠλεσίθυμος 'αυτός που καταστρέφει την ψυχή', ὠλεσίοικος, ὠλεσίτεκνος
- επιρρήματα: ὀλέθρως, πανωλεθρί
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ολεθριότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κρ. όλεθρα (ουδ.) 'σπατάλη ψωμιού', Τήνος παιδόλεθρο 'τα πολλά παιδιά (τα οποία λόγω αριθμού δεν μπορούν θρέψουν επαρκώς οι γονείς)', Πελοπ. ᾽πολωλός, ᾽πολωλό, Πόντ. παλαλός 'λωλός, τρελός'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ