Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Π"

17 εγγραφές [1 - 10]
παραγίγνομαι
Α. 1. παρευρίσκομαι |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. βρίσκομαι πλησίον κπ., παρίσταμαι, παρέχω βοήθεια, υποστηρίζω |με δοτ. προσ. 3. προσέρχομαι, έρχομαι σε κτ. ή σε κπ., προστίθεμαι σε κτ. |για πράγματα Β. 1. παρουσιάζομαι, έρχομαι, καταφθάνω, φτάνω στο ίδιο σημείο |απόλ. 2. ωριμάζω, αναπτύσσομαι
παράδοξος
|ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία, απροσδόκητα, εκπληκτικά, παράξενα
παρίστημι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στήνω, τοποθετώ κοντά 2. βάζω στο μυαλό κπ., παρουσιάζω |εμπνέω, προξενώ, διεγείρω |παριστάνω, περιγράφω |κάνω φανερό, αποδεικνύω 3. θέτω κοντά σε άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ |και αόρ. β΄ παρέστην, πρκ. παρέστηκα, υπερσ. παρειστήκειν 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα |βοηθώ, υπερασπίζω 2. έχω έρθει, παρευρίσκομαι, φτάνω |είμαι παρών, πλησιάζω |για γεγονότα και καταστάσεις |παρουσιάζω, εμφανίζω, παρέχω |με ενεργητική διάθεση και Α |παρουσιάζω στο δικαστήριο, εμφανίζω κπ. ως μάρτυρα |δικανικός όρος |με ενεργητική διάθεση και Α |η μτχ. παρεστηκώς, -υῖα, -ός (αττ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς)=ο παρών, ο τωρινός, αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ. 3. παίρνω το μέρος, συμμερίζομαι τη γνώμη κπ. |ελκύω κπ. προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία |με ενεργητική διάθεση και Α 4. έρχομαι σε συμφωνία, υποτάσσομαι, παραδίδομαι |φέρνω κπ. με το μέρος μου με τη βία, εξαναγκάζω, υποτάσσω |με ενεργητική διάθεση και Α 5. έρχομαι στο νου, παρουσιάζομαι |απρόσ. 6. διαθέτω κπ. για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς
παρρησία
Α. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια, η παρρησία |η δοτ. ως επίρρημα παρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά Β. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης
πέμπω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στέλνω, στέλνω μακριά, αποστέλλω |με αιτ. και δοτ. |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και μτχ. 2. στέλνω μήνυμα, στέλνω για να ειδοποιήσω ή να πληροφορήσω, αποστέλλω μια αγγελία ή μια συμβουλή |στέλνω για να πω, στέλνω διαταγή |στέλνω ως δώρο, στέλνω χάρισμα, δίνω ως εφόδια ταξιδιού 3. αποπέμπω, κάνω ή αφήνω κπ. ή κτ. να φύγει 4. οδηγώ, συνοδεύω |συμμετέχω σε μια πομπή, σε μια παρέλαση Β. ΜΕΣΟ |στέλνω ή φροντίζω να σταλεί κπ. κάπου για χάρη μου Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. αποστέλλομαι 2. φέρομαι εν πομπή
πίπτω
Α. πέφτω, καταλήγω στο έδαφος |πέφτω |για φυσικά φαινόμενα Β. |μτφ. 1. πέφτω, τυχαίνω, βγαίνω |για ζάρια, κλήρο, χρησμό |ενσκήπτω, συμβαίνω, πέφτω 2. περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση |συνήθ. με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3. πέφτω στο πεδίο της μάχης, πεθαίνω |πέφτω, ηττώμαι από αντίπαλο |καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι |για στράτευμα |ταπεινώνομαι, εξουδετερώνομαι 4. εκφράζομαι, διατυπώνομαι |για λόγο 5. πέφτω, καταλαγιάζω |για τον άνεμο 6. τέμνω |γεωμετρία 7. εμπίπτω σε μια κατηγορία, ανήκω κάπου |ΑΡΙΣΤ
πλάσσω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σχηματίζω, δίνω μορφή 2. διαπλάθω, διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3. σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4. προσποιούμαι 5. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο |απόλ. Β. ΜΕΣΟ 1. σχηματίζω για τον εαυτό μου 2. προσποιούμαι 3. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο |απόλ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. σχηματίζομαι, παίρνω μορφή 2. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3. είμαι επινοημένος, είμαι πλαστός
πλεονεκτέω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είμαι πλεονέκτης, έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, είμαι άπληστος, αχόρταγος 2. έχω ή απαιτώ περισσότερα από κπ. άλλο, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο κπ. πράγματος |με γεν. πράγμ. 3. έχω κάποιο πλεονέκτημα, υπερτερώ, υπερέχω έναντι κπ., ξεπερνώ κπ. |απόλ. |με γεν. προσ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. προσ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |με δοτ. αναφ. |φρ. πλεονεκτέω τῶν νόμων=είμαι ανώτερος από τους νόμους Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ εξαπατώμαι
πολίτης
Α. 1. κάτοικος πόλης που έχει πολιτικά δικαιώματα, ελεύθερος πολίτης |με γεν. |αντ. του ἰδιώτης |αντ. του ξένος 2. συμπολίτης |φρ. ἀγαθός πολίτης, χρηστὸς πολίτης, αντ. κακὸς πολίτης, πονηρὸς πολίτης |φρ. φύσει, γένει πολίτης=από τη γέννησή του ελεύθερος πολίτης |φρ.ποιῶ ή ποιοῦμαι τινά πολίτην=πολιτογραφώ, δίνω σε κπ. τα δικαιώματα ελεύθερου πολίτη Β. |το ουσ. ως επίθ. αυτός που ανήκει στην πόλη
πολιτικός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτες 2. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε ένα πολίτη (λατ. civilis) 3. αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή ενός πολίτη, ο συνηθισμένος 4. αυτός που αποτελείται από πολίτες |δημοκρατικός, αντ. δεσποτικός, βασιλευτικός/βασιλευτός και αριστοκρατικός |ΑΡΙΣΤ |αυτός που ζει μέσα στην κοινωνία, κοινωνικός |ΑΡΙΣΤ |φρ. τά πολιτικά=οι πολιτικές υποθέσεις, αντ. τὰ πολεμικά Β. ό,τι ανήκει ή αρμόζει σε άνδρα πολιτικό, αντ. του οἰκονομικός |ο πολιτικός άνδρας, η πολιτική προσωπικότητα |ΑΡΙΣΤ Γ. ό,τι σχετίζεται με τη διοίκηση της πολιτείας ή της πόλης, ο κρατικός, λατ. |φρ. τὰ πολιτικά=τα πράγματα της πολιτείας, οι δημόσιες υποθέσεις |φρ. τὰ πολιτικά πράττω=ενδιαφέρομαι για, παίρνω μέρος στα πράγματα της πόλης |φρ. τὰ πολιτικά βλάπτω=βλάπτω τα συμφέροντα της πόλης Δ. δημόσιος, αντ. του ἴδιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατά τρόπο πολιτικό, ως πολίτης, κατά τους νόμους και τα έθιμα της πολιτείας |ως αντ. του δεσποτικῶς και του βασιλικῶς |ΑΡΙΣΤ |κατά νόμιμο τρόπο, σύμφωνα με έθιμο που είναι σεβαστό μεταξύ των πόλεων |φρ. πολιτικῶς ἔχω=πράττω, ενεργώ ως πολίτης, κατά συνταγματικό τρόπο 2. κατά το συνήθη τρόπο, κατά τα ειωθότα
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες