Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Ζ"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζημία
Α. απώλεια, υλική ή σωματικἠ βλάβη, φθορά, συμφορά, ζημία, αντ. του κέρδος |φρ. ζημίαν ἐργάζεσθαι Β. ποινή, τιμωρία |με γεν. της ποινής |στον πληθ. |χρηματική ποινή, πρόστιμο |φρ. θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι ή προθεῖναι ή τάξαι ή ψηφίσασθαι=επιβάλλω, ορίζω την ποινή του θανάτου Γ. συνήθως με επίθ. άνθρωπος μηδαμινός, τιποτένιος |υβρ. - ζημιόω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη, ζημία, ζημιώνω κπ. 2. τιμωρώ, καταδικάζω |με δοτ. |τιμωρώ με χρηματική ποινή, καταδικάζω σε πρόστιμο, επιβάλλω πρόστιμο σε κπ. |με δοτ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. υφίσταμαι απώλεια, βλάβη, ζημία, ζημιώνομαι |απόλ. 2. τιμωρούμαι, καταδικάζομαι |τιμωρούμαι με χρηματική ποινή, καταδικάζομαι σε πρόστιμο, μου επιβάλλεται πρόστιμο |με δοτ. |με αιτ. |μτφ.