Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ζημιόω
- ρήμα
- ζημιῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη, ζημία, ζημιώνω κπ. 2. τιμωρώ, καταδικάζω |με δοτ. |τιμωρώ με χρηματική ποινή, καταδικάζω σε πρόστιμο, επιβάλλω πρόστιμο σε κπ. |με δοτ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. υφίσταμαι απώλεια, βλάβη, ζημία, ζημιώνομαι |απόλ. 2. τιμωρούμαι, καταδικάζομαι |τιμωρούμαι με χρηματική ποινή, καταδικάζομαι σε πρόστιμο, μου επιβάλλεται πρόστιμο |με δοτ. |με αιτ. |μτφ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. προξενώ απώλεια ή προκαλώ βλάβη, ζημία, ζημιώνω κπ.
- ΛΥΣ 30.25 οὗτοι...εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον τὴν πόλιν ζημιοῦσι
- ΞΕΝ Οικ 14.7.2 οἱ δὲ βασιλικοὶ νόμοι οὐ μόνον ζημιοῦσι τοὺς ἀδικοῦντας, ἀλλὰ καὶ ὠφελοῦσι τοὺς δικαίους
- ΙΣΟΚΡ 6.5 τὸ δὲ κοινὸν οὐδὲν ἂν ζημιώσαιμεν { δεν πρόκειται όμως να βλάψουμε καθόλου τα δημόσια συμφέροντα }
- 2. τιμωρώ, καταδικάζω
- ΗΡ 9.77 ἄξιοί τε ἔφασαν εἶναι σφέας ζημιῶσαι
- ΕΥΡ Ιων 440 ὅστις ἂν βροτῶν κακὸς πεφύκῃ, ζημιοῦσιν οἱ θεοί
- ΞΕΝ Ελλ 5.3.12 ἡ πόλις ἐζημίωσε πάντας ὅσοι μὴ πεμπούσης τῆς πόλεως ἦλθον εἰς Λακεδαίμονα
- με δοτ.
- ΘΟΥΚ 4.65.3 ἐλθόντας δὲ τοὺς στρατηγοὺς οἱ ἐν τῇ πόλει Ἀθηναῖοι τοὺς μὲν φυγῇ ἐζημίωσαν
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 60.2 θανάτῳ τοῦτον ἐζημίουν
- τιμωρώ με χρηματική ποινή, καταδικάζω σε πρόστιμο, επιβάλλω πρόστιμο σε κπ.
- ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 42.2 κἄν τις δόξ(ῃ) νεώτερος ὀκτωκαίδεκ᾽ ἐτῶν εἶναι, ζημιοῖ τ(ο)ὺς δημότας τοὺς ἐγγράψαντας { και εάν κανείς αποδειχθεί ότι είναι μικρότερος από δεκαοκτώ έτη, η βουλή επιβάλλει πρόστιμο στους δημότες που πραγματοποίησαν την εγγραφή }
- με δοτ.
- ΗΡ 6.21 ἐζημίωσάν μιν ὡς ἀναμνήσαντα οἰκήια κακὰ χιλίῃσι δραχμῇσι { τιμώρησαν τον Φρύνιχο με πρόστιμο χιλίων δραχμών επειδή τους θύμισε «οικεία κακά» }
- ΘΟΥΚ 2.65.4 οὐ μέντοι πρότερόν γε οἱ ξύμπαντες ἐπαύσαντο ἐν ὀργῇ ἔχοντες αὐτὸν πρὶν ἐζημίωσαν χρήμασιν
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. υφίσταμαι απώλεια, βλάβη, ζημία, ζημιώνομαι
- ΘΟΥΚ 3.40.3 ἡ μὲν πόλις βραχέα ἡσθεῖσα μεγάλα ζημιώσεται
- ΠΛ Νομ 916e τὸν καιρὸν δὲ καὶ ὅπου καὶ ὁπότε ἀτάκτως καὶ ἀορίστως ἐῶντες, τῇ λέξει ταύτῃ πολλὰ ζημιοῦνταί τε καὶ ζημιοῦσιν ἑτέρους
- απόλ.
- ΠΛ Γοργ 490c ἐν τῷ δὲ ἀναλίσκειν τε αὐτὰ καὶ καταχρῆσθαι εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα οὐ πλεονεκτητέον, εἰ μὴ μέλλει ζημιοῦσθαι, ἀλλὰ τῶν μὲν πλέον, τῶν δ' ἔλαττον ἑκτέον
- 2. τιμωρούμαι, καταδικάζομαι
- ΠΛ Πολιτ 297e τὸ παρὰ τοὺς νόμους μηδὲν μηδένα τολμᾶν ποιεῖν τῶν ἐν τῇ πόλει, τὸν τολμῶντα δὲ θανάτῳ ζημιοῦσθαι
- ΞΕΝ Απομν 4.4.17 πῶς μὲν ἄν τις ἧττον ὑπὸ πόλεως ζημιοῖτο, πῶς δ᾽ ἂν μᾶλλον τιμῷτο, ἢ εἰ τοῖς νόμοις πείθοιτο;
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1336a ἐάν τις φαίνηται τοιοῦτόν τι δρῶν, ἀτιμίᾳ ζημιούσθω πρεπούσῃ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν
- τιμωρούμαι με χρηματική ποινή, καταδικάζομαι σε πρόστιμο, μου επιβάλλεται πρόστιμο
- με δοτ.
- ΑΝΤΙΦ 2.4 οἱ μὲν γὰρ ἀτιμοῦνταί τε καὶ χρήμασι ζημιοῦνται, ἐάν μὴ τἀληθῆ δοκῶσι μαρτυρῆσαι
- ΠΛ Νομ 766d ζημιούσθων ἕκαστος δραχμῇ τῆς ἡμέρας { o καθένας θα πληρώνει μια δραχμή πρόστιμο την ημέρα }
- με αιτ.
- ΠΛ Νομ 774b εἰς μὲν οὖν χρήματα ὁ μὴ ᾽θέλων γαμεῖν ταῦτα ζημιούσθω { όποιος λοιπόν δε θέλει να παντρευτεί θα τιμωρείται με το χρηματικό πρόστιμο που αναφέραμε }
- μτφ.
- ΗΡ 7.39 τοῦ δὲ ἑνός, τοῦ περιέχεαι μάλιστα, τῇ ψυχῇ ζημιώσεαι { θα πληρώσεις όμως με την απώλεια της ζωής του ενός σου γιου, αυτού που έχεις ιδιαίτερη αδυναμία }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΖΗΜΙΑ >
- Από: ζημι- + -όω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ4
- ζημιῶ, ἐζημίουν, ζημιώσω, ἐζημίωσα, ἐζημίωκα
- ζημιοῦμαι, ἐζημιούμην, ζημιώσομαι, ἐζημίωμαι, ἐζημιώμην
- παθ. μέλλ. ζημιωθήσομαι, παθ. αόρ. ἐζημιώθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ζημίωμα, ζημίωσις, ζημιωτής 'αυτός που επιβάλλει ποινή', ἐπιζημίωμα 'ποινή'
- ρήματα: ἐπιζημιόω-ῶ
- επίθετα: ζημιώδης, ἐπιζήμιος
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. ζαμία
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ρήματα: ζημιοπρακτέω-ῶ
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ζημ%
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κρ. ζημνιωτής 'βλαβερός'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ