Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Μ"

4 εγγραφές [1 - 4]
μανθάνω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. μαθαίνω (από διδασκαλία ή εμπειρία) |παρά τινος 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, ξέρω |διαφωτίζομαι 3. βλέπω, παρατηρώ, αναγνωρίζω |βλέπω |μτφ. |φρ. σε διαλόγους μανθάνεις; πάνυ μανθάνω=καταλαβαίνεις; ναι, πολύ καλά |φρ. στην αρχή ερώτησης τί μαθών...;=τι σε έπεισε, τι σου ήρθε να ....; |φρ. τί μαθών...;=τι στο καλό...; |ειρων. |φρ. σε πλάγιο λόγο ὅτι μαθών=γιατί, επειδή Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ μόνον ο ενεστ. και σπάνια η μτχ. πρκ. 1. μαθαίνομαι, γίνομαι αντικείμενο μάθησης
μέμφομαι
1. μέμφομαι, κατηγορώ, ψέγω κπ. ή κτ. |με αιτ. προσ. ή πράγμ. |με σύστ.Α 2. κατακρίνω κπ. για κτ. |με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. προσ. και αιτ. πράγμ. 3. βρίσκω ελλείψεις ή σφάλματα σε κπ. |με δοτ. προσ. |με μτχ. συνημμένη στο Α 4. παραπονούμαι για κτ. |με γεν. πράγμ. |με απρφ. και μή |με ὅτι |με ὡς |με εἰ
μέτρον
Α. 1. μέτρο, κανόνας, αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ. 2. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3. διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί, μέτρο, μήκος, μέγεθος Β. όριο, σύνορο Γ. ο μέσος όρος, η αποφυγή ακροτήτων, η συμμετρία, η ορθή αναλογία, ο κανόνας, ο νόμος, η νόρμα, το μέτρο |ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ. 1. το ποιητικό μέτρο, το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2. έμμετροι στίχοι, στίχοι |στον πληθ.
μηχανή
Α. 1. εργαλείο, μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2. πολιορκητική μηχανή 3. μηχανή θεάτρου |φρ. ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β. μέσο, τρόπος |με γεν. αντικ. |επινόημα, τέχνασμα, δόλος (συνήθως στον πληθ.) |ως σύστ. A |με γεν. υποκ. |φρ. μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν, εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐκπορίζειν, πορίζεσθαι |φρ. μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε... |φρ. οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ, με οριστ. μέλλ. ή μὴ οὐ με απρφ. |φρ. μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ |φρ. πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες