Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Υ"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ὑπακούω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή 2. δίνω προσοχή σε κπ., λαμβάνω υπόψη, συμμορφώνομαι, υπακούω |συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ για το συμφέρον κπ. |δίνω ακρόαση ως δικαστής σε παράπονα, υπακούω σε δικαστική κλίση και εμφανίζομαι στο δικαστήριο |δικανικός όρος 3. αποκρίνομαι σε κλήση, απαντώ |απαντώ στο χτύπημα και ανοίγω την πόρτα (ὁ ὑπακούσας=ο θυρωρός) 4. υπακούω, υποτάσσομαι, υποχωρώ Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι αντικείμενο υπακοής (στον μέλλ. ὑπακούσεται)