Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Δ"
30 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεῖ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται |με αιτ. και απρφ. |με δοτ. προσ. και απρφ. |με ονoμ. προσ. και απρφ. |με ὅπως και ὅπως μή και οριστ. μέλλ. |απόλ. 2. υπάρχει ανάγκη, υπάρχει έλλειψη κπ. πράγματος |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |μτχ. ενεστ.=υπολείπεται, χρειάζεται, απαιτείται |το ουδ. μτχ. δέον απόλ. 3. δέων, δέουσα, δέον=ο αναγκαίος, ο απαραίτητος, ο κατάλληλος Β.ΜΕΣΟ είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται να γίνει κτ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, μικροῦ δεῖ ,τοσούτου δεῖ=σχεδόν, παραλίγο, λίγο έλειψε να... |φρ. πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το να...,χρειάζεται πολύ για να... |φρ. πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι |φρ. οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση - δείκνυμι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. δείχνω, συχνά με το δάχτυλο ή το χέρι |παρουσιάζω |επισημαίνω, υποδεικνύω 2. δείχνω, επιδεικνύω 3. εξηγώ, διδάσκω 4. φανερώνω, αποκαλύπτω 5. φέρνω ως τεκμήριο, παρουσιάζω ως στοιχείο |επικαλούμαι νόμο 6. αποδεικνύω |με μτχ. Β. ΜΕΣΟ 1. δείχνω, παρουσιάζω |ΟΜ 2. δείχνω κπ., απευθύνομαι σε κπ. |ΟΜ 3. χαιρετώ, καλωσορίζω |ΟΜ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. δείχνομαι, παρουσιάζομαι, υποδεικνύομαι 2. παρουσιάζομαι, γνωστοποιούμαι, αποκαλύπτομαι 3. αποδεικνύομαι - δέχομαι
Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι κτ. από κπ. |για πράγματα |δέχομαι κτ. ως ανταμοιβή, ως ανταπόδοση |επιλέγω, προτιμώ, προτιμώ να... |συγκεντρώνω, συλλέγω 2. υποδέχομαι κπ., φιλοξενώ, επιτρέπω |για πρόσωπα |δέχομαι επίθεση, αποκρούω επίθεση, αμύνομαι 3. αποδέχομαι κτ. με ευχαρίστηση, συμφωνώ, επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας |ακούω με προσοχή |θεωρώ κπ. ως... |με κτγ. Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι - δῆλος
Α. 1. ορατός, φανερός 2. προφανής, πρόδηλος |φρ. δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός, αποδεικνύομαι |με μτχ. ή με ὡς και μτχ. |με ὅτι |φρ. δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω |με μτχ. |φρ. απρόσ. δῆλόν ἐστι=είναι φανερό, αποδεικνύεται |φρ. δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή, προφανώς, φανερά |επιρρηματική ή παρενθετική χρήση - δηλόω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. δείχνω, παρουσιάζω, φανερώνω, αποκαλύπτω |με αιτ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με αιτ. και κτγ. |με κτγ. μτχ. |με ὅτι ή ὡς |απρόσ. με ὄτι ή ὡς |ειδοποιώ, αναγγέλλω 2. αποδεικνύω |με εμπρόθετο προσδιορισμό |υποδεικνύω |φρ. δηλοῖ δέ=αποδεικνύει, φανερώνει |επιστήμη |απόλ. 3. διασαφηνίζω, επεξηγώ, αναπτύσσω τις απόψεις μου, διηγούμαι |με εμπρόθετο προσδιορισμό Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι - δῆμος
Α. |για τόπο 1. εδαφική έκταση που κατοικείται, περιοχή, χώρα 2. διοικητική περιφέρεια, εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα), κώμη Β. |για πρόσωπα 1. οι κάτοικοι μιας περιοχής, ο πληθυσμός |ο λαός, το πλήθος, αντ. βασιλεύς, εὐδαίμονες, δυνατοί |κοινωνία 2. οι δημοκρατικοί, αντ. οἱ ὀλίγοι |πολιτική |η δημοκρατία, το δημοκρατικό πολίτευμα |η συνέλευση του λαού, ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας - δημόσιος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που ανήκει στο κράτος, στον λαό, στην κοινότητα, ο κρατικός, ο δημόσιος, ο κοινός Β. |ως ουσ. 1. ὁ δημόσιος=δημόσιος δούλος, δημόσιος υπηρέτης, δηλ. γραμματέας, συμβολαιογράφος, φρουρός, αστυνόμος, κήρυκας, δημόσιο θύμα (εξιλαστήριο θύμα) 2. θηλ. ἡ δημοσία=η σκηνή των βασιλιάδων της Σπάρτης, το Συμβούλιο των βασιλιάδων 3. ουδ. τό δημόσιον=το κράτος, η πολιτεία, η κρατική περιουσία, το κρατικό ταμείο, το αρχείο του κράτους, τα δημόσια κτίρια, οι κρατικές φυλακές |φρ. τὰ δημόσια=τα δημόσια δείπνα, τέλη, χρήματα, οι δημόσιοι φόροι, οι δημόσιες υποθέσεις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. δημόσια, επισήμως, φανερά 2. με δημόσια δαπάνη 3. σε δημόσια δικαστήρια 4. με κοινή συμφωνία |φρ. ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ=στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή |φρ. δημοσίᾳ τεθνάναι=πεθαίνω από χέρι δημίου - δίαιτα
Α. 1. τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή, την ένδυση, τη διαβίωση 2. τα απαραίτητα για την επιβίωση, γεύμα, τρόφιμα |τρόπος διατροφής, ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς, δίαιτα |ιατρική 3. κατοικία, τόπος διαμονής |φωλιά ζώου Β. διαιτησία, επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόσωπο |δικανικός όρος - διαιτάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ορίζω συγκεκριμένη διατροφή, επιβάλλω δίαιτα 2. είμαι διαιτητής, κρίνω, αποφασίζω, εκδίδω διαιτητική απόφαση |με δοτ. |με απρφ. |με σύστ. Α |κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω 3. διευθύνω, κυβερνώ Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής, διαβιώ, ζω, περνώ τον καιρό μου |ζω σε έναν τόπο |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. διαιτῶμαι νόμιμα ἐς θεούς=ζω σεβόμενος / τιμώντας τους θεούς - διάκειμαι
Α. 1. βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση |χρησιμεύει ως παθ. τύπος του διατίθημι |με τροπικό επίρρημα |με γεν. |με δοτ. |με πρός και αιτ. |μτφ. 2. (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ. |φρ. εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ. Β. 1. ορίζομαι 2. είναι ορισμένο, υπάρχει η συνήθεια να... |φρ. τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες