Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δεῖ
    • ρήμα
    • απρόσωπο
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται |με αιτ. και απρφ. |με δοτ. προσ. και απρφ. |με ονoμ. προσ. και απρφ. |με ὅπως και ὅπως μή και οριστ. μέλλ. |απόλ. 2. υπάρχει ανάγκη, υπάρχει έλλειψη κπ. πράγματος |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ. |μτχ. ενεστ.=υπολείπεται, χρειάζεται, απαιτείται |το ουδ. μτχ. δέον απόλ. 3. δέων, δέουσα, δέον=ο αναγκαίος, ο απαραίτητος, ο κατάλληλος Β.ΜΕΣΟ είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται να γίνει κτ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, μικροῦ δεῖ ,τοσούτου δεῖ=σχεδόν, παραλίγο, λίγο έλειψε να... |φρ. πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το να...,χρειάζεται πολύ για να... |φρ. πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι |φρ. οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται
    • με αιτ. και απρφ.
    • ΕΥΡ Ηρακλ 958 δεῖ σε κατθανεῖν κακῶς
    • ΘΟΥΚ 4.10.4 τό τε πλῆθος αὐτῶν οὐκ ἄγαν δεῖ φοβεῖσθαι
    • ΙΣΟΚΡ 6.106 δεῖ δὲ μηδὲ τοῦτο λανθάνειν ὑμᾶς
    • με δοτ. προσ. και απρφ.
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.4.35 δεῖ ἐπισάξαι τὸν ἵππον Πέρσῃ ἀνδρὶ καὶ χαλινῶσαι
    • ΠΛ Φιληβ 33b μηδὲν δεῖν μήτε μέγα μήτε σμικρὸν χαίρειν τῷ τὸν τοῦ νοεῖν καὶ φρονεῖν βίον ἑλομένῳ
    • με ονoμ. προσ. και απρφ.
    • ΔΗΜ 51.2 διό φημι δεῖν αὐτὸς στεφανοῦσθαι
    • με ὅπως και ὅπως μή και οριστ. μέλλ.
    • ΣΟΦ Αι 556 δεῖ σ' ὅπως πατρὸς δείξεις ἐν ἐχθροῖς, οἷος ἐξ οἵου ΄τράφης
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 2.74.1 ἀλλ' ἀνέχεσθαι καὶ γῆν τεμνομένην, εἰ δεῖ, ὁρῶντας καὶ ἄλλο πάσχοντας
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 1273 ἀλλ΄ ἐν σκότῳ τὸ λοιπὸν οὓς μὲν οὐκ ἔδει ὀψοίαθ΄
    • 2. υπάρχει ανάγκη, υπάρχει έλλειψη κπ. πράγματος
    • με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ.
    • ΑΙΣΧ Πρ 86 αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως
    • ΕΥΡ Εκ 1021 πάντα πράξας, ὧν σε δεῖ
    • ΕΥΡ Ρησ 837 μακροῦ γε δεῖ σε καὶ σοφοῦ λόγου
    • με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ.
    • ΙΣΟΚΡ 4.78 ὅτι τοῖς καλοῖς κἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων οὐδὲν δεήσει πολλῶν γραμμάτων
    • μτχ. ενεστ.=υπολείπεται, χρειάζεται, απαιτείται
    • ΘΟΥΚ 8.6.5 ἑνὸς δέον εἰκοστὸν ἔτος
    • το ουδ. μτχ. δέον απόλ.
    • ΔΗΜ 21.90 πρὸς ἣν οὐκ ἀπήντα δέον
    • 3. δέων, δέουσα, δέον=ο αναγκαίος, ο απαραίτητος, ο κατάλληλος
    • ΘΟΥΚ 1.22.1 ὡς δ΄ ἂν ἐδόκουν ἐμοὶ ἕκαστοι περὶ τῶν αἰεὶ παρόντων τὰ δέοντα μάλιστ΄ εἰπεῖν
    • Β.ΜΕΣΟ είναι ανάγκη, πρέπει, επιβάλλεται να γίνει κτ.
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 570 ὥστε βραχέ΄ ἐμοὶ δεῖσθαι φράσαι
    • φρ. ὀλίγου δεῖ, μικροῦ δεῖ ,τοσούτου δεῖ=σχεδόν, παραλίγο, λίγο έλειψε να...
    • ΞΕΝ Ελλ 2.4.21 οἵ ἰδίων κερδέων ἕνεκα ὀλίγου δεῖν πλείους ἀπεκτόνασιν Ἀθηναίων
    • ΙΣΟΚΡ 8.44 καὶ πόλεμον μὲν μικροῦ δεῖν πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἀναιρούμεθα
    • ΔΗΜ 18.269 καὶ λέγειν μικροῦ δεῖν ὅμοιόν ἐστι τῷ ὀνειδίζειν
    • φρ. πολλοῦ δεῖ=πολύ απέχει από το να...,χρειάζεται πολύ για να...
    • ΠΛ Κρατ 404b καὶ τό γε ὄνομα ὁ "Ἅιδης," ὦ Ἑρμόγενες, πολλοῦ δεῖ ἀπὸ τοῦ ἀιδοῦς ἐπωνομάσθαι, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἀπὸ τοῦ πάντα τὰ καλὰ εἰδέναι, ἀπὸ τούτου ὑπὸ τοῦ νομοθέτου "Ἅιδης" ἐκλήθη
    • φρ. πολλοῦ γε δεῖ (αρνητικά στο τέλος πρότασης)=και βέβαια όχι
    • ΠΛ Θεαιτ 166b αὐτίκα γὰρ δοκεῖς τινά σοι...μνήμην παρεῖναί τῳ...πάθος οἷον ὅτε ἔπασχε͵ μηκέτι πάσχοντι; πολλοῦ γε δεῖ
    • φρ. οὐδέ πολλοῦ δεῖ=σε καμιά περίπτωση
    • ΔΗΜ 20.20 φανήσεται γὰρ, οὐδὲ πολλοῦ δεῖ, τῆς γενησομένης ἄξιον αἰσχύνης
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΕΩ >
    • Από το θέμα δευ- ή δευσ- , ιε. *douso.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • δεῖ, ἔδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε, (μτγν. ἐδεδεήκειν)
    • δεῖται, ἐδεῖτο, δεήσεται, δεδέηται, (μτγν. ἐδεδέητο)
    • παθ. μέλλ. δεηθήσεται, παθ. αόρ. ἐδεήθη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δέησις 'έλλειψη, ανάγκη, ερώτηση, παράκληση', δέημα 'παράκληση', ἔνδεια, ἔκδεια 'έλλειψη, καθυστέρηση', σιτοδεία 'έλλειψη σίτου'
      • ρήματα: ἀποδέω 'είμαι λιγότερος, υπολείπομαι', ἐνδέω 'στερούμαι, έχω έλλειψη', προσδέω 'χρειάζομαι ακόμη', ἐπιδέομαι 'στερούμαι'
      • επίθετα: δεητικός 'παρακλητικός, ικετευτικός', ἐνδεής 'αυτός που έχει έλλειψη από κάτι', ἐπιδεής, ἡμιδεής 'κατά το ήμισυ πλήρης', ὑποδεής 'κατώτερος', καταδεής 'ελλιπής'
      • επιρρήματα: ἐνδεῶς, καταδεῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἐπιδευής, ιων. ἐπιδεύομαι 'στερούμαι'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: προσδέησις
      • ρήματα: ὑπερδέομαι 'παρακαλώ για κάποιον'
      • επίθετα: ἀποδεής 'αυτός που δεν είναι πλήρης', ἀδεής 'αυτός που δεν χρειάζεται τίποτα', ἀδέητος 'αυτός που δεν έχει ανάγκη από κάτι '
      • επιρρήματα: ἐνδεόντως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δεη%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δεοντολογία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Απουλ. ενdειάτζομαι, ᾽νdειάτζομαι, ανdειάτζομαι 'είμαι χρήσιμος'
      • Τα σύνθετα ομόηχα επίθετα σε -δεής, ἀδεής (μτγν.) 'άφοβος', ὑπερδεής 'ατρόμητος', όπως και το ουσιαστικό ἄδεια 'έλλειψη φόβου, ασφάλεια', προέρχονται από το ρήμα δείδω 'φοβάμαι' και όχι από το δέω.