Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Α"

44 εγγραφές [1 - 10]
ἀγαθός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |για πρόσωπα 1. ικανός, δυνατός, γενναίος |με αιτ. της αναφοράς 2. ευμενής, ευεργετικός, καλός, πιστός |φρ. ἀγαθὸς δαίμων |φρ. ἀγαθὴ τύχη 3. ευγενικής, αριστοκρατικής καταγωγής |ως ουσ. οἱ ἀγαθοί=οι αριστοκράτες 4. ορθός, σωστός, δίκαιος 5. καλός, ικανός πνευματικά ή διανοητικά |με αιτ. της αναφοράς |καλός |με ηθική σημασία |φρ. καλὸς κἀγαθὸς Β. |για πράγματα και αφηρημένες έννοιες 1. καλής ποιότητας, εξαιρετικός |εύφορος, πλούσιος |ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος 2. αγαθός, καλός |με ηθική σημασία |ως ουσ. τὸ ἀγαθὸν=αγαθό, ευεργεσία |στον πληθ. τὰ ἀγαθὰ |φρ. δρᾶν, ποιεῖν, πάσχειν ἀγαθὸν=ευεργετώ, ωφελώ, ωφελούμαι |φρ. καλὸν κἀγαθόν |η ιδέα, η έννοια του αγαθού 3. ο σκοπός, το επιθυμητό τέλος κάθε ενέργειας και επιστήμης ΕΠΙΡΡΗΜΑ καλά, αγαθά
ἀγγέλλω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. φέρνω μήνυμα, αναγγέλλω, παραγγέλλω |με αιτ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με ειδική πρόταση |με απρφ. |με δοτ. προσ. και μτχ. 2. φέρνω ειδήσεις |περί τινος |απόλ. Β.ΜΕΣΟ αναγγέλλω τον εαυτό μου |μόνο ενεστ. Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ αναγγέλλομαι |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με μτχ.
ἄγγελος
Α.αγγελιαφόρος, αυτός που φέρνει είδηση, αναγγελία, διαταγή | επικ. προσδιορισμός της Ίριδας |για πτηνά |όταν προοιωνίζουν ή αναγγέλλουν κτ. |με γεν. |φρ. δι' ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων Β.ημιθεϊκή ύπαρξη |φιλοσοφία
ἀγείρω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω κάπου |για έμψυχα |στρατιωτικός όρος |για άψυχα |φρ. θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη ή ἐς φρένας θυμὸς ἀγέρθη=η ψυχή αναλαμβάνει τις δυνάμεις της, συνέρχεται (πβ. τη νεοελληνική φράση «πήγε η ψυχή στον τόπο της» μετά από σωματική και ψυχική δοκιμασία) |ΟΜ |φρ. ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο=αφού μαζεύτηκαν και βρέθηκαν όλοι μαζί |ΟΜ 2. συγκεντρώνω χρήματα ή αγαθά με επαιτεία |κάνω έρανο υπέρ ναού ή θεότητας Β.ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ συναθροίζομαι, συνέρχομαι, συγκαλούμαι σε συνέλευση
ἀγορὰ
Α. 1. συγκέντρωση του λαού ή του στρατού (σε αντίθεση με τη λ.βουλή=συνέλευση των αρχόντων) |συγκέντρωση των θεών 2. η αγόρευση, οι λόγοι που εκφωνούνται στη συνέλευση |φρ. ἀγορὴν ποιεῖσθαι ή τίθεσθαι, ἀγορήνδε καλέειν ή κηρύσσειν, ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν, ποιεῖν=συγκαλώ συνέλευση, καλώ σε συνέλευση |φρ. καθίζειν ἀγορήν (αντ. λύειν ἀγοράν)=κηρύσσω την έναρξη (αντ. τη λήξη) της συνέλευσης |φρ. εἰς τὴν ἀγορὰν εἰσιέναι=συμμετέχω στη συνέλευση του λαού Β. |τόπος συνέλευσης των πολιτών |τόπος εμπορικών συναλλαγών, αγορά |τόπος αμφίβολων συναλλαγών, άρα τόπος από όπου προέρχονται ή όπου συχνάζουν οι πονηροί, οι χυδαίοι 2. οργάνωση αγοραπωλησίας, διακίνηση εμπορευμάτων |εμπορεύματα |φρ. ἀγορὰ ἐλευθέρα=αγορά χωρίς εμπορεύματα (αντ. ἀγορὰ ἀναγκαῖα=αγορά γεμάτη εμπορεύματα) |φρ. περὶ ή ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν, ἀγορὰ πλήθουσα, ἀγορῆς πληθώρῃ, πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (αντ. ἀγορῆς διάλυσις)
ἄγω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. οδηγώ |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. ἄγω εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ κπ. σε δίκη, ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου 2. φέρνω, μεταφέρω |παίρνω κτ. ή κπ. μαζί μου, μεταφέρω (γυναίκα, αιχμάλωτο, εταίρους, δούλο) |φρ. ἄγω καὶ φέρω=λεηλατώ, διαρπάζω 3. κυβερνώ, διευθύνω, καθοδηγώ |απόλ. |μτφ. 4. βαδίζω, προχωρώ |επιρρηματική χρήση της προστακτικής ἄγε, ἄγετε=έλα, ελάτε, εμπρός! 5. γιορτάζω 6. τηρώ, φυλάγω, διατηρώ, παρατηρώ |περνώ τον χρόνο μου, τη ζωή μου |για χρόνο |περίφραση με αιτ. αντί ρ. (νεῖκος ἄγειν=νείκειν, ἡσυχίαν ἄγειν=ἡσυχάζειν, σχολήν ἄγειν=σχολάζειν κ.ά.) 7. νομίζω, θεωρώ (συνώνυμο του ἡγεόμαι), εκτιμώ |με απρφ. Β.ΜΕΣΟ 1. αποκτώ και μεταφέρω |για πρόσωπα και πράγματα 2. παντρεύομαι 3. φέρνω, κρατώ 4. αναλαμβάνω, επιχειρώ Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. οδηγούμαι, φέρομαι 2. μεταφέρομαι, παρασύρομαι, σέρνομαι στη σκλαβιά |φρ. ἄγομαι καὶ φέρομαι 3. ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι 4. προχωρώ, εισχωρώ 5. θεωρούμαι
ἀγών
Α.συγκέντρωση, συνάθροιση |τόπος συνάθροισης πλοίων Β.διαγωνισμός, αγώνισμα (ἀγὼν ἱππικός, γυμνικός, μουσικός κ.ά) |φρ. ἀγὼν στεφανηφόρος ή στεφανίτης, ἀγὼν χάλκεος=αγώνας με έπαθλο στεφάνι ή χάλκινη ασπίδα |μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες |τόπος διεξαγωγής αγώνων, στίβος |συναγωνισμός, άμιλλα |φρ. (εἰς) ἀγῶνα καθιστάναι, τιθέναι, προτιθέναι, ποιεῖν, ποιεῖσθαι=τελώ ή προτείνω αγώνα Γ. 1. επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού |ως σύστ. Α 2. δοκιμασία ή κίνδυνος |μάχη, πολεμική σύρραξη 3. αντιπαράθεση, συζήτηση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών |θεατρικός όρος 4. δικαστικός αγώνας 5. κρίσιμη περίσταση |μτφ.
ἀδικέω
Α.ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1. παραβιάζω θείο νόμο 2. είμαι άδικος, παραβαίνω το δίκαιο, τους νόμους |απόλ. |με μτχ. |με σύστ. Α ή με επίθ. που προσδιορίζει το σύστ.Α |η μτχ. ως ουσ. ὁ ἀδικῶν=ο κατηγορούμενος, ο ένοχος |φρ. εἰ μὴ ἀδικῶ=αν δεν κάνω λάθος Β.ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ διαπράττω αδικία, βλάπτω κπ. |με αιτ. |με διπλή αιτ. 2. ΠΑΘΗΤΙΚΟ αδικούμαι |η μτχ. ως ουσ. ὁ ἀδικούμενος=ο κατήγορος, ο βλαπτόμενος
ἄδικος
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου, άδικος |με εμπρόθετο προσδιορισμό |ασεβής, αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο, αντ. του εὐσεβής |στρεβλός, κακός, βλαβερός |για πράγματα |ως ουσ. τὸ ἄδικον, τὰ ἄδικα |φρ. τὰ ἄδικα=τα κακά, οι συμφορές 2. άδικος, επιθετικός |φρ. ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση, επιτίθεμαι πρώτος, αδικώ πρώτος 3. ατίθασος, αχαλιναγώγητος |για ζώα ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, παράλογα
αἰδέομαι
1. σέβομαι, ευλαβούμαι, δείχνω θρησκευτικό σεβασμό |για θεούς, τάφους, όρκους, νεκρούς |σέβομαι |για ασθενείς ομάδες πληθυσμού: νεαρές παρθένες, γέροντες, ικέτες 2. ντρέπομαι |με απρφ. |με κτγ. μτχ. 3. συμπονώ, δείχνω επιείκεια προς υπόλογους στη δικαιοσύνη, συγχωρώ
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες