Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀγορὰ
    • ουσιαστικό
    • -ᾶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. συγκέντρωση του λαού ή του στρατού (σε αντίθεση με τη λ.βουλή=συνέλευση των αρχόντων) |συγκέντρωση των θεών 2. η αγόρευση, οι λόγοι που εκφωνούνται στη συνέλευση |φρ. ἀγορὴν ποιεῖσθαι ή τίθεσθαι, ἀγορήνδε καλέειν ή κηρύσσειν, ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν, ποιεῖν=συγκαλώ συνέλευση, καλώ σε συνέλευση |φρ. καθίζειν ἀγορήν (αντ. λύειν ἀγοράν)=κηρύσσω την έναρξη (αντ. τη λήξη) της συνέλευσης |φρ. εἰς τὴν ἀγορὰν εἰσιέναι=συμμετέχω στη συνέλευση του λαού Β. |τόπος συνέλευσης των πολιτών |τόπος εμπορικών συναλλαγών, αγορά |τόπος αμφίβολων συναλλαγών, άρα τόπος από όπου προέρχονται ή όπου συχνάζουν οι πονηροί, οι χυδαίοι 2. οργάνωση αγοραπωλησίας, διακίνηση εμπορευμάτων |εμπορεύματα |φρ. ἀγορὰ ἐλευθέρα=αγορά χωρίς εμπορεύματα (αντ. ἀγορὰ ἀναγκαῖα=αγορά γεμάτη εμπορεύματα) |φρ. περὶ ή ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν, ἀγορὰ πλήθουσα, ἀγορῆς πληθώρῃ, πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (αντ. ἀγορῆς διάλυσις)

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. συγκέντρωση του λαού ή του στρατού (σε αντίθεση με τη λ.βουλή=συνέλευση των αρχόντων)
    • ΣΟΦ Τραχ 638 ἔνθ΄ Ἑλλάνων ἀγοραὶ/ Πυλάτιδες κλέονται
    • ΟΜ Οδ 9.112 τοῖσιν (ενν. Κυκλώπεσσιν) δ΄ οὔτ΄ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.7.3 ἐπεὶ δὲ ᾐσθάνετο Ξενοφῶν͵ ἔδοξεν αὐτῷ ὡς τάχιστα ξυναγαγεῖν αὐτῶν ἀγοράν͵ καὶ μὴ ἐᾶσαι ξυλλεγῆναι αὐτομάτους· καὶ ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ξυλλέξαι ἀγοράν
    • συγκέντρωση των θεών
    • ΟΜ Ιλ 8.2 Ζεὺς δὲ θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο τερπικέραυνος
    • 2. η αγόρευση, οι λόγοι που εκφωνούνται στη συνέλευση
    • ΟΜ Ιλ 2.788 οἳ δ΄ ἀγορὰς ἀγόρευον ἐπὶ Πριάμοιο θύρῃσι πάντες ὁμηγερέες ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες
    • φρ. ἀγορὴν ποιεῖσθαι ή τίθεσθαι, ἀγορήνδε καλέειν ή κηρύσσειν, ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν, ποιεῖν=συγκαλώ συνέλευση, καλώ σε συνέλευση
    • ΟΜ Ιλ 8.489 Τρώων αὖτ᾽ ἀγορὴν ποιήσατο φαίδιμος Ἕκτωρ
    • φρ. καθίζειν ἀγορήν (αντ. λύειν ἀγοράν)=κηρύσσω την έναρξη (αντ. τη λήξη) της συνέλευσης
    • ΟΜ Οδ 2.69 λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος, ἥ τ᾽ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει
    • φρ. εἰς τὴν ἀγορὰν εἰσιέναι=συμμετέχω στη συνέλευση του λαού
    • ΑΝΔΟΚ 1.76 τοῖς δ᾽ εἰς τὴν ἀγορὰν μὴ εἰσιέναι πρόσταξις ἦν
    • Β.
    • ΘΟΥΚ 2.71.2 θύσας ἐν τῇ Πλαταιῶν ἀγορᾷ ἱερὰ Διὶ ἐλευθερίῳ καὶ ξυγκαλέσας πάντας τοὺς ξυμμάχους
    • ΙΣΟΚΡ 7.48 oὕτω δ΄ ἔφευγον τὴν ἀγορὰν ὥστ΄͵ εἰ καί ποτε διελθεῖν ἀναγκασθεῖεν͵ μετὰ πολλῆς αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης ἐφαίνοντο τοῦτο ποιοῦντες
    • ΣΟΦ Ηλ 7 αὕτη δ΄͵ Ὀρέστα͵ τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ/ ἀγορὰ Λύκειος
    • τόπος συνέλευσης των πολιτών
    • ΠΛ Θεαιτ 173c οὗτοι δέ που ἐκ νέων πρῶτον μὲν εἰς ἀγορὰν οὐκ ἴσασι τὴν ὁδόν͵ οὐδὲ ὅπου δικαστήριον ἢ βουλευτήριον ἤ τι κοινὸν ἄλλο τῆς πόλεως συνέδριον
    • ΛΥΣ 6.24 προσεψηφίσασθε ὑμεῖς αὐτὸν εἴργεσθαι τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν ἱερῶν
    • τόπος εμπορικών συναλλαγών, αγορά
    • ΔΗΜ 21.22 Παμμένης Παμμένους Ἑρχιεὺς ἔχω χρυσοχοεῖον ἐν τῇ ἀγορᾷ
    • ΘΟΥΚ 6.50.1 ἀπεκρίναντο πόλει μὲν ἂν οὐ δέξασθαι͵ ἀγορὰν δ΄ ἔξω παρέξειν { τους αποκρίθηκαν ότι δεν θα τους δεχτούν μέσα στην πολιτεία, αλλά ότι θα οργανώσουν αγορά έξω από τα τείχη }
    • τόπος αμφίβολων συναλλαγών, άρα τόπος από όπου προέρχονται ή όπου συχνάζουν οι πονηροί, οι χυδαίοι
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 182 πονηρὸς κἀξ ἀγορᾶς εἶ καὶ θρασύς { είσαι ένας πρόστυχος, ξεδιάντροπος κι αχρείος }
    • ΔΗΜ 18.127 εἰ γὰρ Αἰακὸς ἢ Ραδάμανθυς ἢ Μίνως ἦν ὁ κατηγορῶν͵ ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος͵ περίτριμμ΄ ἀγορᾶς͵ ὄλεθρος γραμματεύς
    • 2. οργάνωση αγοραπωλησίας, διακίνηση εμπορευμάτων
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 7.6.24 ἀγορᾷ δὲ ἐχρῆσθε σπάνια μὲν ὁρῶντες τὰ ὤνια͵ σπάνια δ΄ ἔχοντες ὅτων ὠνήσεσθε
    • ΘΟΥΚ 6.44.1-2 καὶ ὁλκάδες ἑκούσιοι ξυνηκολούθουν τῇ στρατιᾷ ἐμπορίας ἕνεκα...τῶν μὲν πόλεων οὐ δεχομένων αὐτοὺς ἀγορᾷ οὐδὲ ἄστει { και εμπορικά ακολουθούσαν, ελεύθερα, την εκστρατεία για να κάνουν εμπόριο... οι πολιτείες δεν τους άνοιξαν τις πύλες τους ούτε θέλησαν να οργανώσουν αγορές }
    • εμπορεύματα
    • ΑΡΙΣΤ Οικον 1347b παρὰ τῶν ἐμπόρων συνηγόρασαν τόν τε σῖτον πάντα καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὴν ἄλλην ἀγοράν
    • φρ. ἀγορὰ ἐλευθέρα=αγορά χωρίς εμπορεύματα (αντ. ἀγορὰ ἀναγκαῖα=αγορά γεμάτη εμπορεύματα)
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.3 ἔστιν αὐτοῖς ἐλευθέρα ἀγορὰ καλουμένη, ἔνθα τά τε βασίλεια καὶ τἆλλα ἀρχεῖα πεποίηται. ἐντεῦθεν τὰ μὲν ὤνια καὶ οἱ ἀγοραῖοι καὶ αἱ τούτων φωναὶ καὶ ἀπειροκαλίαι ἀπελήλανται εἰς ἄλλον τόπον, ὡς μὴ μιγνύηται ἡ τούτων τύρβη τῇ τῶν πεπαιδευμένων εὐκοσμίᾳ
    • φρ. περὶ ή ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν, ἀγορὰ πλήθουσα, ἀγορῆς πληθώρῃ, πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι (αντ. ἀγορῆς διάλυσις)
    • ΞΕΝ Απομν 1.1.10 πληθούσης ἀγορᾶς ἐκεῖ φανερὸς ἦν { την ώρα που η αγορά ήταν γεμάτη παρουσιαζόταν εκεί }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΓΕΙΡΩ >
    • Από: ἀγορ- (ετεροιωμένη μορφή του ἀγερ-) + -ά.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἄγορος 'αγορά', ἀγόρασμα 'εμπόρευμα', ἀγόρασις 'η πράξη της αγοράς', ἀγοραστής, ἀγορανομία 'το αξίωμα του αγορανόμου', ἀγορανόμος 'άρχοντας στην αγορά που κανόνιζε τις αγοραπωλησίες', ἀγορανόμιον 'το αρχείο ή το δικαστήριο των αγορανόμων', ἀγορητής 'ρήτορας', ἀγορητύς 'ρητορική δεινότητα', κακηγορία 'κακολογία, κατηγορία', κατήγορος, κατηγορία, κατηγόρημα 'κακούργημα, έγκλημα', λαβραγόρης 'αυτός που μιλά με έπαρση', μακρηγορία, μεγαληγορία, προκατηγορία, παρηγορία, παρηγόρημα 'παραίνεση, παραμυθία', προαγόρευσις, συνηγορία, συνήγορος, ὑψαγόρας 'μεγαλορρήμονας'
      • ρήματα: ἀγοράομαι, ἀγοράζω, ἀγορεύω, ἀναγορεύω, ἀνταγοράζω 'πωλώ και με τα χρήματα που παίρνω αγοράζω κάτι άλλο', ἀνταγορεύω 'αγορεύω εναντίον κάποιου', ἀπαγορεύω, δημηγορέω, ἐξαγορεύω 'μιλώ με σαφήνεια', ἐπαναγορεύω 'διακηρύττω δημόσια', κακηγορέω, καταγοράζω, καταγορεύω 'αναγγέλλω, κατηγορώ', κατηγορέω, ἀντικατηγορέω, μακρηγορέω, μεγαληγορέω, παρηγορέω, προκατηγορέω, προσκατηγορέω, προαγορεύω, προσαγορεύω, προσαναγορεύω, προαπαγορεύω, συναγορεύω, συνηγορέω, συναγοράζω, συγκατηγορέω, ὑπαγορεύω
      • επίθετα: ἀγοραῖος, ἀγοραστικός, ἀγορανομικός, ἀγορανόμιος, δημηγόρος, εὐκατηγόρητος, κακηγόρος 'αυτός που μιλάει άσχημα εναντίον κάποιου', κατηγορητέος, κατηγορικός, κατηγορητικός 'αυτός που ανήκει στην κατηγορία', μεγαλήγορος, προσαγορευτέος
      • επιρρήματα: ἀγορῆθεν 'από τη συνέλευση, από την αγορά', ἀγορήνδε 'στη συνέλευση, στην αγορά'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἀγορή, δωρ. ἀγοράσδω 'αγοράζω', μακραγορία, ἐπαγορία
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἄγορις, ἀγορασία, ἀγορασμός, ἀγοράστρια, ἀγορανομεῖον, ἀγόρευμα, ἀγόρευσις, ἀγορευτής, ἀγορευτήριον 'ο τόπος των αγορεύσεων', ἀλληγορία, ἀναγορασία, ἀναγόρευσις 'δημόσια διακήρυξη', ἀπαγόρευμα, ἀλληγορητής, βουληγορία 'ομιλία στη βουλή', διαγόρευσις 'διακήρυξη, ορισμός', διαναγόρευσις, ἐξαγορεία, ἐξαγορία, ἐξαγόρευσις 'εξομολόγηση', ἐπαγόρευσις 'επιτάφιος λόγος', ἐπηγορία 'μομφή', ἐπαγορασμός 'η πράξη της αγοράς', καταγορασμός, καταγόρευσις 'έκθεση', καταγορία, κατηγόρησις, κατηγορητής, ἐπικατηγορία, ἀντικατηγορία, ψευδοκατηγορία, προαγοραστής, προαγορευτής, προαγόρευμα 'προφητεία', προσαγορεία, προσαγορία, προσαγόρευσις 'προσφώνηση, χαιρετισμός', προσαγόρευμα 'ονομασία', προαναγόρευσις 'προειδοποίηση', συναγόρευσις, συνηγόρημα 'συνηγορία', συναγορασμός, ὑπαγορία, ὑπαγόρευσις, ὑπαγορευτής, ὑψηγορία, ψευδηγορία
      • ρήματα: ἀγορανομέω 'είμαι αγορανόμος', ἀγορατυπῶ 'θορυβώ πολύ', ἀντιπροσαγορεύω, ἀλληγορέω, βουληγορέω, διαγοράζω, διαγορεύω, ἐξαγοράζω, ἐπαγορεύω 'υπαγορεύω', ἐπαγοράζω 'αγοράζω', ἐπηγορεύω 'μέμφομαι, κατηγορώ', ἐπικατηγορέω, κατηγορεύω, προκατηγορέω, προαγοράζω, προαναγορεύω 'αναγορεύω, προκηρύσσω', προσαγοράζω, προϋπαγορεύω, ποταγορεύω, συναγοράζω, ὑψαγορέω, ψευδηγορέω
      • επίθετα: ἀγοραστός, ἀγορήσιος, ἀγορανόμιος, ἀγορασιαστικός, ἀγορευτός, ἀλληγόρος, ἀλληγορικός, ἀνεξαγόρευτος 'άφατος, ανέκφραστος', ἀπαγορευτέος, ἀπαγορευτικός, ἀπροσαγόρευτος 'αυτός που δεν έχει ονομασία', βουληγόρος, καλοαγόραστος, καταγορευτικός 'οριστικός', ἀκατηγόρητος 'άψογος, άμεμπτος', θεοκατήγορος, ἱεροκατήγορος, χριστιανοκατήγορος, ψευδοκατήγορος, ψευδήγορος, ἰσήγορος, μακρήγορος, προαγορευτικός 'αυτός που έχει την ικανότητα να προλέγει, να μαντεύει', προσαγορευτικός 'αυτός που χρησιμεύει στην προσφώνηση', παρήγορος, παρηγορικός, παρηγορητικός, συνηγορικός, συναγοραστικός, ὑπαγορευτικός
      • επιρρήματα: ἀγοραίως, ἀγοραστικῶς, ἀγορῆφι 'στην αγορά', ἀπαγορευτικῶς, ἀλληγόρως, ἀλληγορικῶς, ἀκατηγορήτως, προαγορευτικῶς, ὑψηγόρως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αγοραπωλέω, αγοροπωλέω, αγοραπωλησία, αγοροπωλησία, αγοραπωληταί, αγοραπωλητήριον, αγοραφοβία, αγορεύτρια, αγορήτρια, αναγορεύσιμος, κατηγορηματικότης, κατηγορηματικώς, κατηγορητήριον, κατηγορητής, παρηγορητήρια, παρηγορητής, συνηγόρησις, συνηγορητήριον, συνηγοροκατήγοροι
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. αγορασία 'το προϊόν προς πώληση', Νάξ. αοραστικός 'αγοραστικός', Ήπ. Σάμ. Σκιάθ. Σκόπε. Στερ.Ελλ. Θράκ. αναγουρεύου 'αναγορεύω', Κάρπαθ. Κρ. αναγορεύγω, Κύπ. αναγορεύκω, αναορεύκω, Σίφν. αναορεύγω, Σύρ. ανεγορεύω, Κρ. Μήλ. Σύρ. ανεγορεύγω, Άνδρ. Κάρπαθ. Νάξ. Σίφν. ανεορεύω, Κύπ. κατηόρηση 'καταγγελία'