ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που ανήκει σε κπ. άτομο, ο ιδιωτικός, αντ. κοινός, δήμιος, δημόσιος, πολιτικός |φρ. ἴδιοι λόγοι=λόγος της καθημερινής ζωής, ιδιωτική συζήτηση 2. αυτός που ανήκει σε κπ., που είναι δικός του και όχι ξένος, προσωπικός, αντ. ἀλλότριος |ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα (αντ. τὰ κοινά) |φρ. εἰς τὸ ἴδιον=για λογαριασμό μου |ως ουσ. τὸ ἴδιον ή τὰ ἴδια=η προσωπική περιουσία |φρ. τοὐμόν ἴδιον ή τὸ ἴδιον τὸ ἐμαυτοῦ Β. 1. ιδιαίτερος, ξεχωριστός |τὸ ἴδιον=το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η χαρακτηριστική ιδιότητα κάποιου είδους 2. παράξενος, ασυνήθιστος Γ. |η δοτ. ως επίρρημα ἰδίᾳ=ιδιαιτέρως, χωριστά, κατ' ιδίαν (αντ. δημοσίᾳ), για προσωπικό λογαριασμό, προσωπικά |με γεν. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ιδιωτικά, με ιδιαίτερο τρόπο, ειδικά, χωριστά |