Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Φ"
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάσκω
Α. λέγω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι, προφασίζομαι |απόλ. |με αιτ. |πιο συχνά με απρφ. (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο) |καταφάσκω, παραδέχομαι |φρ. οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν..., αρνούμαι |υπόσχομαι |με απρφ. μέλλ. Β. νομίζω, θεωρώ, υποθέτω - φέρω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. φέρω, φέρνω, μεταφέρω |φέρνω, οδηγώ |για αφηρημένες έννοιες 2. απομακρύνω, μεταφέρω κπ. ή κτ. ως λάφυρο ή έπαθλο |φρ. ἄγειν καὶ φέρειν, ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω, λεηλατώ, κάνω επιδρομή 3. υποφέρω, αντέχω, ανέχομαι 4. φέρω, παράγω καρπούς, καρποφορώ |κυοφορώ, γεννώ 5. νικώ, κερδίζω, κατορθώνω 6. επιφέρω, προκαλώ 7. φέρω δια του στόματος, μιλώ, εκφέρω λόγο 8. προσφέρω δώρα |επιδικάζω χάρη, δείχνω ευγνωμοσύνη 9. εκτείνομαι προς ..., απλώνομαι προς, οδηγώ προς έναν τόπο |για τόπο |πληρώνω φόρο, δασμό ή οφειλή |οικονομία |πληρώνομαι μισθό 10. ψηφίζω 11. διορίζω κπ. σε ένα αξίωμα 12. |η προστ. φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός, έλα, ας... |τὸ φέρον=μοίρα, πεπρωμένο |η μτχ. φέρων, -ουσα, -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος |συχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς: ῥηδίως, χαλεπῶς, πικρῶς, βαρέως, δεινῶς, προθύμως, εὐμενῶς, εὐχερῶς κ.ά. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι, μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) |κινούμαι, περιπλανιέμαι |ως μτχ. με ρήμα κίνησης |φρ. καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω - φήμη
Α. προφητεία, χρησμός, θεϊκό σημάδι, οιωνός Β. 1. λόγος που διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων, ανεξακρίβωτη πληροφορία, διάδοση, φήμη |για πρόσωπα |προσωποποίηση |μήνυμα 2. η καλή δημόσια γνώμη για κπ., το καλό όνομα, υπόληψη |με θετική σημασία |στον πληθ. φῆμαι=επαινετικοί ύμνοι Γ. 1. κάθε λόγος, ομιλία 2. παράδοση, μύθος - φύσις
Α. 1. φυσικές ή πνευματικές ιδιότητες ενός πράγματος, ενός προσώπου ή ενός συνόλου ατόμων, οι οποίες υπάρχουν από τη γέννηση ή είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανάπτυξης και ωρίμανσης |εξωτερική εμφάνιση, ανάστημα |χαρακτήρας |ως συνεκδοχή με επιθ. προσδ. ο άνθρωπος που έχει αυτόν ή τον άλλο χαρακτήρα 2. φύλο Β. 1. γένεση, δημιουργία, γέννηση 2. η φύση, οι νόμοι που διέπουν τη δημιουργία 3. ως γενεσιουργός δύναμη |φιλοσοφία 4. όλη η δημιουργία, το σύμπαν |φιλοσοφία |πλάσμα της δημιουργίας, άνθρωπος ή ζώο Γ. |φιλοσοφία 1. πρωταρχική ουσία 2. ορισμός της φύσεως |ΑΡΙΣΤ