Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • φάσκω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. λέγω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι, προφασίζομαι |απόλ. |με αιτ. |πιο συχνά με απρφ. (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο) |καταφάσκω, παραδέχομαι |φρ. οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν..., αρνούμαι |υπόσχομαι |με απρφ. μέλλ. Β. νομίζω, θεωρώ, υποθέτω

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. λέγω, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι, προφασίζομαι
    • απόλ.
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 114 θεωρός, ὡς ἔφασκεν, ἐκδημῶν πάλιν/ πρὸς οἶκον οὐκέθ᾽ ἵκεθ᾽, ὡς ἀπεστάλη
    • με αιτ.
    • ΠΛ Αλκ1 111c αἱ μὲν ταῦθ΄ αἱ δ΄ ἄλλα φάσκουσαι
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 55 πρόφασιν ἔφασκον
    • ΑΙΣΧ Χο 93 τοῦτο φάσκω τοὔπος
    • πιο συχνά με απρφ. (το οποίο κάποτε παραλείπεται ως νοούμενο)
    • ΕΥΡ Ικ 725 οὐ γὰρ ὡς πέρσων πόλιν μολεῖν ἔφασκε
    • ΛΥΣ 8.14 Θρασύμαχον ὑμᾶς ἐφάσκετε κακῶς λέγειν δι΄ ἐμέ
    • ΠΛ Πολ 538a τῶν φασκόντων (εἶναι) γονέων
    • καταφάσκω, παραδέχομαι
    • ΠΛ Θεαιτ 190a αὐτὴ ἑαυτὴν ἐρωτῶσα καὶ ἀποκρινομένη, καὶ φάσκουσα καὶ οὐ φάσκουσα { λέγοντας ναι ή λέγοντας όχι }
    • φρ. οὐ φάσκω= λέγω ότι δεν..., αρνούμαι
    • ΛΥΣ 13.76 ἐὰν μὲν οὖν φάσκῃ Φρύνιχον ἀποκτεῖναι͵ τούτων μέμνησθε,...· ἐὰν δ΄ οὐ φάσκῃ͵ ἔρεσθε αὐτὸν...
    • ΞΕΝ Ελλ 1.7.14 τῶν δὲ πρυτάνεών τινων οὐ φασκόντων προθήσειν τὴν διαψήφισιν { επειδή μερικοί από τους πρυτάνεις αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε ψηφοφορία }
    • υπόσχομαι
    • με απρφ. μέλλ.
    • ΟΜ Οδ 5.135 τὸν μὲν ἐγὼ...ἔφασκον θήσειν ἀθάνατον
    • ΘΟΥΚ 2.85.5 πείθει αὐτοὺς ἐπὶ Κυδωνίαν πλεύσαι, φάσκων προσποιήσειν αὐτὴν οὖσαν πολεμίαν
    • Β. νομίζω, θεωρώ, υποθέτω
    • ΟΜ Ιλ 13.100 ὃ οὔ ποτ΄ ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον
    • ΟΜ Οδ 22.35 οὔ μ΄ ἔτ΄ ἐφάσκεθ΄ ὑπότροπον οἴκαδε νεῖσθαι { στοχαστήκατε πως πίσω στην πατρίδα δε θα γυρίσω }
    • ΣΟΦ Ηλ 9 φάσκειν Μυκήνας τὰς πολυχρύσους ὁρᾶν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΦΗΜΙ >
    • Από: φᾰ- (συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του φημί) + επιτατικό-επαναληπτικό επίθημα -σκω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ1
    • φάσκω, ἔφασκον, για τους υπόλοιπους χρόνους βλ. φημί
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φῆμις, εὐφημισμός, εὐφημία, δυσφημία, ὑποφήτης, προφήτης, φάσις 'λόγος, δήλωση, φήμη', ἀντίφασις, ἀπόφασις, ἔκφασις, κατάφασις, παραίφασις 'προτροπή, πειθώ', ἀφασία 'κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να μιλήσει', φωνή
      • ρήματα: φημί, φημίζω 'διαδίδω φήμη, προφητεύω, ονομάζω, υπόσχομαι', ἀντιφάσκω, ἀποφάσκω 'αρνούμαι', συναποφάσκω 'αρνούμαι την ίδια στιγμή', συνεπιφάσκω 'συμφωνώ', προφάσκω, βλασφημέω-ῶ, ἐπευφημέω-ῶ, δυσφημέω-ῶ, προφητεύω
      • επίθετα: περίφημος, ἄφημος, ἀγλαόφημος, δύσφημος, εὔφημος, κακόφημος, πολύφημος, βλάσφημος, κακόφατις 'δυσοίωνος', ἀντιφατικός, ἀποφατικός, καταφατικός, φατός 'αυτός που μπορεί να ειπωθεί', ἄφατος 'που δεν μπορεί να κατονομαστεί', δύσφατος, θέσφατος, ἀθέσφατος 'αυτός τον οποίο ούτε οι θεοί δεν μπορούν να εκφράσουν', φατειός 'που δεν πρέπει κανείς να κατονομάσει'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. φάμα 'φήμη', δωρ. φαμιστός 'φημισμένος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: ἐπιφάσκω 'υποκρίνομαι', καταφάσκω, συμφάσκω 'συμφωνώ', ψευδαποφάσκω
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φημογραφία, φημοτυπία 'διαφήμιση', διαφήμισις, διαφημίσματα, διαφημισμός, διαφημισταί, ευφημιστής, ευφημολογία, ευφημολόγος, δυσφήμισις (δυσφήμησις), δυσφημισμός, δυσφημιστής, προφητικότης, προφητισμός, προφητολόγιον, φημοτυπέω-ώ 'διαφημίζω', ευφημολογέω-ώ, δυσφημίζω, φημιστός, φημογόρος, φημομανής, διαφημιστικός, ευφημόγλωσσος, ευφημολογικός, δυσφημητικός, ευφημιστικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. φούμα 'κύρος, καλή φήμη', Σκιάθ. φουμιές 'έπαινοι', Χίος αντίφατον 'απόκριση', Σκιάθ. φουμιέμι 'αυτοπαινεύομαι', Πόντ. θημίζω 'κάνω γνωστό, διαδίδω, τραγουδώ τα κάλαντα των Χριστουγένων, χορεύω το χορό του γάμου', Θράκ. προυφητεύου 'προφητεύω, κάνω κάτι γνωστό', Θήρα διαφημίζω 'κάνω κάτι γνωστό', Κύπ. δυσφαμίζω 'βρίζω, κοροϊδεύω', Χίος ευφημίζω 'επαινώ, εκτιμώ, σέβομαι'