Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "Χ"
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρίεις
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαριτωμένος, κομψός, όμορφος, τέλειος |σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση |σε σχέση με ανθρώπινα έργα, πράξεις |σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος |ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής, ο ευγενής, αντ. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι |φρ. οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β. χαριτωμένος, κομψός |για πράγματα |για φυσικά στοιχεία ή πράγματα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη, με κομψότητα - χρῆμα
Α. 1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ., κάθετι που ωφελεί, κάθετι χρήσιμο 2. πληθ. τα αγαθά, η περιουσία, τα έπιπλα, τα σκεύη |ως την κλασ. εποχή κυρίως στον πληθ. τα χρήματα |παροιμ. 3. πληθ. τα εμπορεύματα Β. 1. πράγμα, υπόθεση, γεγονός, συμβάν 2. σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του |αριθμός, ποσότητα, σωρός |πλεονασμός