Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • χρῆμα
    • ουσιαστικό
    • -ατος
    • τό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ., κάθετι που ωφελεί, κάθετι χρήσιμο 2. πληθ. τα αγαθά, η περιουσία, τα έπιπλα, τα σκεύη |ως την κλασ. εποχή κυρίως στον πληθ. τα χρήματα |παροιμ. 3. πληθ. τα εμπορεύματα Β. 1. πράγμα, υπόθεση, γεγονός, συμβάν 2. σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του |αριθμός, ποσότητα, σωρός |πλεονασμός

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. αντικείμενο που χρειάζεται ή μεταχειρίζεται κπ., κάθετι που ωφελεί, κάθετι χρήσιμο
    • ΗΣ Εργ 407 χρήματα δ᾽ εἰν οἴκῳ πάντ᾽ ἄρμενα ποιήσασθαι { μέσα στο σπίτι να ετοιμάσεις όλα τα εργαλεία που θα χρειαστείς }
    • ΞΕΝ Οικ 1.11 εἴρηται τὰ ὠφελοῦντα χρήματα εἶναι. μὴ πωλούμενοι μὲν γὰρ οὐ χρήματά εἰσιν οἱ αὐλοί· οὐδὲν γὰρ χρήσιμοί εἰσι· πωλούμενοι δὲ χρήματα
    • 2. πληθ. τα αγαθά, η περιουσία, τα έπιπλα, τα σκεύη
    • ΟΜ Οδ 2.203 χρήματα δ᾽ αὖτε κακῶς βεβρώσεται { κακήν κακώς θα κατατρώγεται το βιος του }
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 2.4.27 ἐνῆν δὲ σῖτος πολὺς καὶ πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1119b χρήματα δὲ λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται
    • ως την κλασ. εποχή κυρίως στον πληθ. τα χρήματα
    • ΗΡ 3.139 ἐγὼ ταύτην πωλέω μὲν οὐδενὸς χρήματος, δίδωμι δὲ ἄλλως
    • ΘΟΥΚ 1.131.2 ὁ δὲ βουλόμενος ὡς ἥκιστα ὕποπτος εἶναι καὶ πιστεύων χρήμασι διαλύσειν τὴν διαβολὴν ἀνεχώρει τὸ δεύτερον ἐς Σπάρτην
    • ΔΗΜ 1.20 δεῖ δὲ χρημάτων, καὶ ἄνευ τούτων οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων
    • παροιμ.
    • ΗΣ Εργ 686 χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν
    • ΕΥΡ Ηλ 941 ἡ γὰρ φύσις βέβαιος, οὐ τὰ χρήματα
    • 3. πληθ. τα εμπορεύματα
    • ΘΟΥΚ 3.74.2 χρήματα πολλὰ ἐμπόρων κατεκαύθη
    • ΞΕΝ Ελλ 1.6.37 παρήγγειλε…τοῖς ἐμπόροις τὰ χρήματα σιωπῇ ἐνθεμένους εἰς τὰ πλοῖα ἀποπλεῖν εἰς Χίον
    • Β.
    • 1. πράγμα, υπόθεση, γεγονός, συμβάν
    • ΗΣ Εργ 401 ἢν δ᾽ ἔτι λυπῇς, χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ᾽ ἐτώσια πόλλ᾽ ἀγορεύσεις
    • ΠΙΝΔ Ολ 6.73 τεκμαίρει χρῆμ᾽ ἕκαστον { το έργο δείχνει τον άνθρωπο }
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1062b ἐκεῖνος ἔφη πάντων εἶναι χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον { (ο Πρωταγόρας) είπε ότι μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος }
    • 2. σε εκφράσεις με τις οποίες δηλώνεται κάτι παράδοξο ή εξαιρετικό στο είδος του
    • ΕΥΡ Φοιν 198 φιλόψογον δὲ χρῆμα θηλειῶν ἔφυ { το γυναικείο φύλο είναι από τη φύση του κακόγλωσσο }
    • ΠΛ Ιων 534b κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν
    • ΣΟΦ Φιλ 1265 { ωϊμέ, είναι κακό το πράγμα! }
    • αριθμός, ποσότητα, σωρός
    • ΕΥΡ Ικ 953 σμικρὸν τὸ χρῆμα τοῦ βίου· τοῦτον δὲ χρὴ ὡς ῥᾶιστα καὶ μὴ σὺν πόνοις διεκπερᾶν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.1.5 ἱππέας τε εἰς μυρίους καὶ ἅρματα εἰς ἑκατὸν καὶ σφενδονητῶν πάμπολύ τι χρῆμα
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 1192 ὅσον τὸ χρῆμ᾽ ἐπὶ δεῖπνον ἦλθ᾽ εἰς τοὺς γάμους { πόσος κόσμος …! }
    • πλεονασμός
    • ΑΙΣΧ Αγ 1306 τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; { τι τρέχει; }
    • ΣΟΦ Φιλ 1231 τί χρῆμα δράσεις; { τι πρόκειται να κάνεις; }
    • ΕΥΡ Μηδ 868 τί χρῆμα βούλῃ καινὸν ἐξ ἐμοῦ, γύναι; { ποια καινούργια αξίωση έχεις από μένα, γυναίκα; }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΧΡΗ >
    • Από: χρή (=πρέπει, χρειάζεται) + -μα.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο19.3
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: χρῆμα, χρήμη 'ανάγκη', χρημοσύνη 'ανάγκη, έλλειψη, ένδεια', χρησμοσύνη 'ανάγκη, έλλειψη, ένδεια', χρημάτισις 'επιχείρηση', χρηματισμός 'διεξαγωγή εμπορίου, διαχείριση δημόσιων υποθέσεων, κέρδος, χρησμός', χρηματιστής 'αυτός που ασχολείται με το εμπόριο, διαπραγματευτής', χρηματοδαίτας 'αυτός που μοιράζει χρήματα', ἀχρημοσύνη 'έλλειψη χρήματος', φιλοχρημοσύνη, ἀχρηματία 'έλλειψη χρημάτων', φιλοχρηματία, πολυχρηματία, χρῆσις, χρεία
      • ρήματα: χρηματίζω, ἀχρημονέω, φιλοχρημονέω, φιλοχρηματέω
      • επίθετα: χρηματιστικός, χρηματοποιός 'αυτός που προμηθεύει χρήματα', χρηματοφθορικός 'αυτός που καταστρέφει', ἀχρήμων 'φτωχός', ἀχρήματος 'φτωχός', φιλοχρήματος
      • επιρρήματα: παραχρῆμα 'αμέσως', αὐτόχρημα 'πράγματι, τωόντι'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: χρηματισμός 'κάθε ενέργεια πολιτική, διπλωματική, δικαστική', χρηματιστήριον 'τόπος διαπραγμάτευσης, μαντείο', καταχρηματισμός, χρηματοφύλαξ, χρηματοφυλάκιον, πολυχρημοσύνη, κατάχρησις 'υπερβολική χρήση, κατανάλωση', σύγχρησις 'χρήση από κοινού', πρόχρησις 'χρήση, από προτίμηση', ἔκχρησις 'δάνειο'
      • ρήματα: καταχρηματίζω 'διαπραγματεύομαι', ἀποχρηματίζομαι, ἀχρηματέω, πολυχρηματέω
      • επίθετα: χρηματαγωγός, πολυχρήμων, φιλοχρήμων, πολυχρήματος, ἀχρημάτιστος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • χρηματαγορά, χρηματιστηριακός, χρηματόγραφα, χρηματόδεμα, χρηματοδοσία, χρηματοδότης, χρηματοδοτικός, χρηματοκιβώτιον, χρηματοκομιστής, χρηματοκρατία, χρηματολάτρης, χρηματοληστεία, χρηματολογικός, χρηματοπαιξία, χρηματοπολιτικός, χρηματοσυλλογή, χρηματοφάγος, χρηματοχειριστής, χρησικαρπία, χρησικτησία, χρησιμοποιέω, χρησιμοποιήσιμος, χρησιμοποίησις
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πελοπ. χρηματίζω 'κάνω', Κάρπ. Σάμ. χρηματώ 'χρησιμεύω, υπολογίζω', Αστυπ. χρηματεύκω 'χρησιμεύω', Πελοπ. Θήρ. Ζάκ. χρήση 'χρησιμότητα', Κύπ. χρήση 'αναγκαιότητα', Πόντ. χρήση 'συμπεριφορά, τρόπος ζωής'