Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- χαρίεις
- επίθετο
- -εσσα, -εν
- χαριέντως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαριτωμένος, κομψός, όμορφος, τέλειος |σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση |σε σχέση με ανθρώπινα έργα, πράξεις |σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος |ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής, ο ευγενής, αντ. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι |φρ. οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β. χαριτωμένος, κομψός |για πράγματα |για φυσικά στοιχεία ή πράγματα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη, με κομψότητα
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαριτωμένος, κομψός, όμορφος, τέλειος
- σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση
- ΟΜ Ιλ 18.24 χαρίεν δ΄ ᾔσχυνε πρόσωπον
- ΑΡΧΙΛ απ 9.10 χαρίεντα μέλεα
- σε σχέση με ανθρώπινα έργα, πράξεις
- ΟΜ Οδ 9.5 οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ' ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα { γιατί δεν ξέρω να υπάρχει στον κόσμο άλλος σκοπός πιο χαρωπός... }
- σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος
- ΠΛ Λαχ 180d Δάμωνα͵ ἀνδρῶν χαριέστατον οὐ μόνον τὴν μουσικήν͵ ἀλλὰ καὶ τἆλλα ὁπόσου βούλει ἄξιον συνδιατρίβειν τηλικούτοις νεανίσκοις
- ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1102a τῶν δ΄ ἰατρῶν οἱ χαρίεντες πολλὰ πραγματεύονται περὶ τὴν τοῦ σώματος γνῶσιν { όσοι γιατροί είναι τέλειοι ασχολούνται πολύ με τη μελέτη του σώματος }
- ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής, ο ευγενής, αντ. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1297b οὐ γὰρ ἀεὶ συμβαίνει χαρίεντας εἶναι τοὺς μετέχοντας τοῦ πολιτεύματος
- φρ. οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1060a ἔοικε γὰρ καὶ ζητεῖται σχεδὸν ὑπὸ τῶν χαριεστάτων ὡς οὖσά τις ἀρχὴ καὶ οὐσία τοιαύτη
- Β. χαριτωμένος, κομψός
- για πράγματα
- ΠΛ Γοργ 484c φιλοσοφία γάρ τοί ἐστιν...χαρίεν͵ ἄν τις αὐτοῦ μετρίως ἅψηται ἐν τῇ ἡλικίᾳ
- ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 1399 λόγον σοι βούλομαι λέξαι χαρίεντα
- ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 677a χαριέστατα λέγουσι τῶν ἀρχαίων οἱ φάσκοντες αἴτιον εἶναι τοῦ πλείω ζῆν χρόνον τὸ μὴ ἔχειν χολήν
- για φυσικά στοιχεία ή πράγματα
- ΠΛ Φαιδρ 230b ἥ τε αὖ πηγὴ χαριεστάτη ὑπὸ τῆς πλατάνου ῥεῖ μάλα ψυχροῦ ὕδατος͵ ὥστε γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη, με κομψότητα
- ΠΛ Πρωτ 344a πολλὰ μὲν γὰρ ἔστι καὶ περὶ ἑκάστου τῶν ἐν τῷ ᾄσματι εἰρημένων ἀποδεῖξαι ὡς εὖ πεποίηται -πάνυ γὰρ χαριέντως καὶ μεμελημένως ἔχει
- ΙΣΟΚΡ 15.62 χαριέντως μὲν εἰρῆσθαι ταῦτα φήσουσιν
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1075a οἱ χαριεστέρως λέγοντες
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΧΑΡΙΣ >
- Από: χαρι- + -εις.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε10
- επίθετο συγκρ. χαριέστερος, υπερθ. χαριέστατος
- επίρρημα συγκρ. χαριέστερον
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: χάρις, χαριεντισμός, χαριεντής 'κομψός, όμορφος', χαριτία 'αστειότητα, χαριεντισμός', ἀχαριστία
- ρήματα: χαριτογλωσσέω ή χαριτογλωττέω 'ομιλώ προς χάρη, κολακευτικά', χαριεντίζομαι, ἀχαριστέω
- επίθετα: ἄχαρις, εὔχαρις, ἐπίχαρις, χαριτόεις 'χαριτωμένος', χαρίσιος 'αυτός που εκφράζει την αναγνώριση', χαριτώσιος 'χαριτωμένος', χαριστικός, χαροπός ή χαρωπός 'αυτός που έχει μάτια γεμάτα χαρά', εὐχάριστος, ἀχάριστος
- επιρρήματα: χαριέντως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- δωρ. χαριδώτας 'αυτός που προσφέρει χαρά'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: χαριδότης ή χαριδώτης ή χαριτοδότης (θηλ. χαριδῶτις) 'αυτός που προσφέρει χαρά', χαριτόπωλις 'αυτός που πουλάει τις χάρες του, τη γοητεία του', χαριέντισμα, χαριεντότης, χαριτήσιον 'προσφορά αναγνώρισης', χάρισμα, χαρισμός, χαριστεῖον 'προσφορά ευχαριστήρια', χαροποίημα, εὐχαριστία
- ρήματα: χαρίζω, χαρίζομαι, εὐχαριστέω, χαριτόω 'γεμίζω κάποιον με χάρη', χαριτοποιέω, χαροποιέω 'γεμίζω κάποιον με χαρά'
- επίθετα: χαριεργός 'αυτός που εργάζεται με χάρη', χαριτοβλέφαρος, χαριτόβλαστος, χαριτόμορφος, χαριτόκος 'αυτός που γεννά χάρη', χαριτοκόσμητος, χαριτοπρόσωπος, χαριτόστεπτος 'αυτός που στέφεται με χάρη', χαριτοφύτευτος, χαριτόφωνος, χαριτώνυμος 'αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα', χαριτώπης 'αυτός που έχει χαριτωμένη όψη', χαριστήριος, χαροποιός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %χαρ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- χαριεντολογέω, χαριεντολογήματα, χαριεντολογίαι, χαριεντολόγος, χαρίσιμος, χάρισις, χαρισματικώτερος, χαριστικότης, χαριστικώς, χαριτοβριθής, χαριτογενής, χαριτόγλωσσος, χαριτογράφος, χαριτόδοτος, χαριτολογέω, χαριτολογήματα, χαριτολογία, χαριτολόγος, χαριτόμορφος, χαριτόπλαστος, χαριτοπληθής, χαριτοστεφής, χαριτοστόλιστος, χαριτοτιμηθέντες, χαριτοτροπία, χαριτώδης, χαρίτωσις
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Χίος Θράκ. χαριτώνω 'κάνω μια χάρη, χαρίζω', Πόντ. χαρόποιος 'χαρούμενος', Κύπ. χαροποιίζω 'χαροποιώ'
- Τα Χαριτήσια ήταν γιορτές στη Βοιωτία, αφιερωμένες στις Χάριτες.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ