Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • φέρω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. φέρω, φέρνω, μεταφέρω |φέρνω, οδηγώ |για αφηρημένες έννοιες 2. απομακρύνω, μεταφέρω κπ. ή κτ. ως λάφυρο ή έπαθλο |φρ. ἄγειν καὶ φέρειν, ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω, λεηλατώ, κάνω επιδρομή 3. υποφέρω, αντέχω, ανέχομαι 4. φέρω, παράγω καρπούς, καρποφορώ |κυοφορώ, γεννώ 5. νικώ, κερδίζω, κατορθώνω 6. επιφέρω, προκαλώ 7. φέρω δια του στόματος, μιλώ, εκφέρω λόγο 8. προσφέρω δώρα |επιδικάζω χάρη, δείχνω ευγνωμοσύνη 9. εκτείνομαι προς ..., απλώνομαι προς, οδηγώ προς έναν τόπο |για τόπο |πληρώνω φόρο, δασμό ή οφειλή |οικονομία |πληρώνομαι μισθό 10. ψηφίζω 11. διορίζω κπ. σε ένα αξίωμα 12. |η προστ. φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός, έλα, ας... |τὸ φέρον=μοίρα, πεπρωμένο |η μτχ. φέρων, -ουσα, -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος |συχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς: ῥηδίως, χαλεπῶς, πικρῶς, βαρέως, δεινῶς, προθύμως, εὐμενῶς, εὐχερῶς κ.ά. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι, μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα) |κινούμαι, περιπλανιέμαι |ως μτχ. με ρήμα κίνησης |φρ. καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
    • 1. φέρω, φέρνω, μεταφέρω
    • ΕΥΡ Βακ 1139 κρᾶτα δ΄ ἄθλιον (ἡ Ἀγαύη)...πήξασ΄ ἐπ΄ ἄκρον θύρσον ὡς ὀρεστέρου φέρει λέοντος διὰ Κιθαιρῶνος μέσου
    • ΗΡ 1.166 ἦγον γὰρ δὴ καὶ ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας
    • φέρνω, οδηγώ
    • για αφηρημένες έννοιες
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 517 λόγοισιν εἴτ΄ ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 562 τροφαί θ΄ αἱ παιδευόμεναι μέγα φέρουσ΄ ἐς τὰν ἀρετάν
    • ΞΕΝ Απομν 4.2.31 τὰ μὲν πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα ἀγαθά
    • 2. απομακρύνω, μεταφέρω κπ. ή κτ. ως λάφυρο ή έπαθλο
    • ΟΜ Ιλ 6.480 φέροι δ΄ ἔναρα βροτόεντα (=λάφυρα ματωμένα) κτείνας δήϊον ἄνδρα
    • ΠΛ Πολ 468c προθυμότερος ᾖ πρὸς τὸ τἀριστεῖα φέρειν
    • ΣΟΦ Ηλ 692 τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια͵ ὠλβίζετο
    • φρ. ἄγειν καὶ φέρειν, ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι=αρπάζω, λεηλατώ, κάνω επιδρομή
    • ΔΗΜ 9.52 ἧς (χώρας) ἄγειν καὶ φέρειν ἔστι πολλὴν καὶ κακῶς ποιεῖν { μεγάλο μέρος της περιοχής μπορεί να λεηλατηθεί και να ερημωθεί }
    • ΙΣΟΚΡ 6.74 ἄγειν καὶ φέρειν τοὺς πολεμίους καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν { να κάνουμε επιδρομές κατά των εχθρών και κατά ξηρά και κατά θάλασσα }
    • 3. υποφέρω, αντέχω, ανέχομαι
    • ΑΙΣΧ Αγ 1226 φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν
    • ΘΟΥΚ 2.60.4 ὁπότε οὖν πόλις μὲν τὰς ἰδίας ξυμφορὰς οἵα τε φέρειν
    • 4. φέρω, παράγω καρπούς, καρποφορώ
    • ΟΜ Οδ 9.110 ἄμπελοι͵ αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον
    • ΗΡ 6.139 οὔτε γῆ καρπὸν ἔφερε οὔτε γυναῖκές τε καὶ ποῖμναι ὁμοίως ἔτικτον
    • κυοφορώ, γεννώ
    • ΟΜ Ιλ 6.59 μηδ΄ ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι
    • ΠΛ Τιμ 24d ἡ θεὸς οὖσα τὸν προσφερεστάτους αὐτῇ μέλλοντα οἴσειν τόπον ἄνδρας͵ τοῦτον ἐκλεξαμένη κατῴκισεν
    • 5. νικώ, κερδίζω, κατορθώνω
    • ΣΟΦ Ηλ 692 τούτων ἐνεγκὼν πάντα τἀπινίκια͵ ὠλβίζετο
    • ΠΛ Πολ 468c ἐάν τίς του τύχῃ ἐρῶν͵ προθυμότερος ᾖ πρὸς τὸ τἀριστεῖα φέρειν
    • 6. επιφέρω, προκαλώ
    • ΟΜ Ιλ 22.31 καί φέρει (ὁ άστὴρ) πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν
    • 7. φέρω δια του στόματος, μιλώ, εκφέρω λόγο
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.223 πολὺν μὲν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ τὸν Φίλιππον ἐν ταῖς διαβολαῖς φέρων
    • ΠΛ επιστ 328e ἣν ἐγκωμιάζεις ἀεὶ καὶ ἀτίμως φῂς ὑπὸ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων φέρεσθαι
    • 8. προσφέρω δώρα
    • ΑΙΣΧ Χοηφ 487 κἀγὼ χοάς σοι τῆς ἐμῆς παγκληρίας οἴσω πατρῴων ἐκ δόμων γαμηλίους { εγώ θα σου προσφέρω γαμήλιες χοές από την κληρονομιά της πατρικής εστίας }
    • ΣΟΦ Τραχ 602 ὅπως φέρῃς μοι τόνδε ταναϋφῆ πέπλον δώρημ΄ ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χερός
    • επιδικάζω χάρη, δείχνω ευγνωμοσύνη
    • ΟΜ Ιλ 5.211 ὅτε Ἴλιον εἰς ἐρατεινὴν ἡγεόμην (=ἡγούμην) Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ
    • ΠΙΝΔ Ολ 10.17 Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος͵ ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος { ας προσφέρει ο Αγησίδαμος ευχαριστίες στον Ίλα, όπως ο Πάτροκλος στον Αχιλλέα }
    • 9. εκτείνομαι προς ..., απλώνομαι προς, οδηγώ προς έναν τόπο
    • για τόπο
    • ΗΡ 4.100 ἀπὸ μὲν Ἴστρου τὰ κατύπερθε ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.5.15 ἡ δὲ (ὁδὸς) πρὸς ἕω ἐπὶ Σοῦσά τε καὶ Ἐκβάτανα φέροι
    • πληρώνω φόρο, δασμό ή οφειλή
    • οικονομία
    • ΘΟΥΚ 4.57.4 τὴν ἑαυτῶν φόρον τέσσαρα τάλαντα φέρειν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.5.10 δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν οὗτοι τεταγμένον
    • πληρώνομαι μισθό
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Αχ 66 μισθὸν φέροντας δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.21 ὁ δὲ Κῦρος ὑπισχνεῖται ἡμιόλιον πᾶσι δώσειν οὗ πρότερον ἔφερον
    • 10. ψηφίζω
    • ΑΙΣΧ Ευμ 674 φέρειν ψῆφον δικαίαν
    • ΔΗΜ 44.45 περὶ γὰρ ταύτης ἡ ψῆφος οἰσθήσεται νυνί
    • 11. διορίζω κπ. σε ένα αξίωμα
    • ΔΗΜ 39.7 οὐκοῦν Μαντίθεον Μαντίου Θορίκιον οἴσουσιν͵ ἐὰν χορηγὸν ἢ γυμνασίαρχον ἢ ἑστιάτορ΄ ἢ ἐάν τι τῶν ἄλλων φέρωσιν
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1266a ἐπάναγκες εἶναι (=είναι αναγκαίο) ἐκκλησιάζειν καὶ φέρειν ἄρχοντας
    • 12.
    • η προστ. φέρε όπως το ἄγε σε επιρρηματική χρήση=εμπρός, έλα, ας...
    • ΣΟΦ Αντ 534 φέρ΄͵ εἰπὲ δή μοι͵ καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου φήσεις μετασχεῖν
    • ΠΛ Γοργ 455a φέρε δή͵ ἴδωμεν τί ποτε καὶ λέγομεν περὶ τῆς ῥητορικῆς
    • τὸ φέρον=μοίρα, πεπρωμένο
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 1694 τὸ φέρον (ἐκ θεοῦ) καλῶς φέρειν
    • η μτχ. φέρων, -ουσα, -ον συνοδευόμενη από ρήμα επιτείνει τη σημασία του ρήματος
    • ΟΜ Οδ 17.345 δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων { φέρε και δώσε στον ξένο }
    • ΠΛ ΙππΜ 282e καὶ τοῦτο ἐλθὼν οἴκαδε φέρων τῷ πατρὶ ἔδωκα
    • συχνά με επιρρηματικούς προσδιορισμούς: ῥηδίως, χαλεπῶς, πικρῶς, βαρέως, δεινῶς, προθύμως, εὐμενῶς, εὐχερῶς κ.ά.
    • ΘΟΥΚ 8.54.1 ὁ δὲ δῆμος τὸ μὲν πρῶτον ἀκούων χαλεπῶς ἔφερε τὸ περὶ τῆς ὀλιγαρχίας
    • ΙΣΟΚΡ 12.31 τὰς μὲν τῶν ἄλλων ἀηδίας καὶ βαρύτητας εὐκόλως καὶ ῥᾳδίως φέροντας
    • ΠΛ Πολ 474e εὐχερῶς φέροντος τὴν ὠχρότητα
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φέρομαι, μεταφέρομαι χωρίς τη θέλησή μου (κυρίως από ανέμους και κύματα)
    • ΟΜ Οδ 9.82 ἔνθεν δ΄ ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖσ΄ ἀνέμοισι πόντον ἐπ΄ ἰχθυόεντα
    • ΕΥΡ Τρ 418 Ἀργεῖ΄ ὀνείδη καὶ Φρυγῶν ἐπαινέσεις ἀνέμοις φέρεσθαι παραδίδωμι
    • ΠΛ Πολ 496d ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου
    • κινούμαι, περιπλανιέμαι
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 1307 αἰαῖ͵ αἰαῖ͵ δύστανος ἐγώ͵ ποῖ γᾶς φέρομαι τλάμων;
    • ως μτχ. με ρήμα κίνησης
    • ΗΡ 8.91 ὅκως δέ τινες τοὺς Ἀθηναίους διαφύγοιεν͵ φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας
    • ΠΛ Φαιδ 98b ἀπὸ δὴ θαυμαστῆς ἐλπίδος͵ ὦ ἑταῖρε͵ ᾠχόμην φερόμενος { αυτή την εξαίσια ελπίδα γρήγορα αποχαιρέτησα }
    • φρ. καλῶς ή κακῶς φέρεσθαι=επιτυχαίνω ή αποτυχαίνω
    • ΞΕΝ Ελλ 3.4.25 γνοὺς δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Περσῶν βασιλεὺς Τισσαφέρνην αἴτιον εἶναι τοῦ κακῶς φέρεσθαι τὰ ἑαυτοῦ
    • ΘΟΥΚ 5.16.1 πλεῖστα τῶν τότε εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΦΕΡΩ >
    • Ανάγεται στην ιε. ρίζα * bher (=φέρνω, μεταφέρω, σηκώνω).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • φέρω, ἔφερον, οἴσω, ἤνεγκα, αόρ. β' ἤνεγκον, ἐνήνοχα, ἐνηνόχειν
    • φέρομαι, ἐφερόμην, οἴσομαι, ἠνεγκάμην, ἐνήνεγμαι, ἐνηνέγμην
    • παθ. μέλλ. οἰσθήσομαι-(σύνθ. -ενεχθήσομαι), παθ. αόρ. ἠνέχθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φορά 'μεταφορά, τροχιά, κίνηση', φόρος, φορεύς 'αυτός που μεταφέρει', φόρημα 'το φερόμενο, φορτίο, βάρος', φέρμα 'φορτίο, καρπός της κοιλιάς, προϊόν της γης', φερνή 'ό,τι φέρνει η σύζυγος στον άντρα, προίκα', φέρτρον 'φέρετρο', ὁ φώρ 'κλέφτης', διαφορά, διαφορότης, καρποφορία, θεοφορία, τελεσφορία, μισθοφορία, μισθοφορά, συμφορά, καταφέρεια, κατωφέρεια, περιφέρεια, ὀϊστός 'βέλος', οἰσοφάγος
      • ρήματα: φέρω, φορέω, διαφέρω, διαφορέω, ἀεθλοφορέω, θεοφορέομαι, τελεσφορέω, καρποφορέω, πυροφορέω, μισθοφορέω, καταφέρομαι, περιφέρομαι
      • επίθετα: φορός 'αυτός που ωθεί προς τα μπρος, ευνοϊκός, εύφορος', φορητός, φέριστος 'γενναιότατος', φέρτερος, φερτός, ἄφερτος 'ανυπόφορος', διάφορος, φερέασπις, φερένικος, φερέγγυος, φέροικος 'αυτός που κουβαλά το σπίτι του', φερέπονος, φερέσβιος 'αυτός που είναι πηγή ζωής', ἀεθλοφόρος, βουληφόρος, θεοφόρος, λαοφόρος, λεωφόρος, πυροφόρος, τελεσφόρος, φαρετροφόρος, μισθοφόρος, ἐμφερής, παρεμφερής, καταφερής, κατωφερής, περιφερής, οἰστός 'υποφερτός, ανεκτός', αὐτόφωρος
      • επιρρήματα: φοράδην 'με μεγάλη ορμή', διαφόρως 'ανόμοια, εχθρικά, υπέροχα'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ηλεία Λοκρ. Φωκίδ. φάρω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: φορεῖον, φόρετρον 'δαπάνες της μεταφοράς', φόρεμα, φόρημα 'το φερόμενο, φορτίο, βάρος', φόρησις 'το φορείν, το φέρεσθαι', φόρεσις 'ενδυμασία', φορεσία 'ενδυμασία', φέρετρον
      • ρήματα: φορετρίζω 'φορτώνω'
      • επίθετα: φορικός, φοράς 'εύφορη, γόνιμη', φορητέος, φόριμος 'καρποφόρος, γόνιμος', κατάφωρος
      • επιρρήματα: φορηδόν 'σηκωτά, κουβαλητά'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φορογραφή, φοροδάνεια, φοροδοσία, φοροθεσία, φορολόγησις, φορολογικώς, φοροσυλλέκτης, φοροταξία, φοροφοβία, φερέδοξος, φέρελπις, φερεγγυότης, φερεκίνδυνος, φερετροποιείον, φερετροποιός, φερέφωνον, αυτοφωρία, οισοφαγικός, οισοφαγοσκόπησις, οϊστοβολέω, οϊστόβλητος, διαφορετικότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Καλ. Καππ. Πόντ. φοραίνω 'ντύνω, ντύνομαι', Ίμβρ. φουραίνου, Καππ. φορόνω, Απουλ. φορόννω, Καππ. φοραινίσκω, Καλ. φοραίννομαι, Πόντ. φορίδιν, φορίδ᾽ 'υποζύγιο, σχοινί', Κέρκ. φορτίκι 'ζώο που σηκώνει βάρος, γάιδαρος', Θράκ. φιρνή 'φερνή, προίκα', Κεφαλλ. τα παράφερνα 'έπιπλα', Πόντ. φέρονος 'ο φέρων', Ήπ. φουρίζου 'κλέβω', Πελοπ. ᾽τόφωρος 'αυτόφωρος'