Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἄγγελος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α.αγγελιαφόρος, αυτός που φέρνει είδηση, αναγγελία, διαταγή | επικ. προσδιορισμός της Ίριδας |για πτηνά |όταν προοιωνίζουν ή αναγγέλλουν κτ. |με γεν. |φρ. δι' ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων Β.ημιθεϊκή ύπαρξη |φιλοσοφία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.αγγελιαφόρος, αυτός που φέρνει είδηση, αναγγελία, διαταγή
    • ΟΜ Ιλ 7. 274 κήρυκες Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν ἦλθον
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.769 Μουσῶν θεράποντα καὶ ἄγγελον
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.2.21 τῇ δ' ὑστεραίᾳ ἧκεν ἄγγελος λέγων
    • επικ. προσδιορισμός της Ίριδας
    • ΟΜ Ιλ 2.786 ἄγγελος ἦλθε Ἶρις πὰρ Διὸς
    • για πτηνά
    • όταν προοιωνίζουν ή αναγγέλλουν κτ.
    • ΟΜ Ιλ 24.310 πέμψον οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον
    • ΣΑΠΦΩ απ 39 ἦρος ἄγγελος ἱμερόφωνος, ἀηδὼν
    • ΣΟΦ Ηλ 149 ὄρνις Διὸς ἄγγελος
    • με γεν.
    • ΑΙΣΧ Αγ 588 ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρὸς
    • ΣΟΦ Αντ 277 ἄγγελον κακῶν ἐπῶν
    • φρ. δι' ἀγγέλων=μέσω απεσταλμένων
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.95 ἀφικνεῖται γὰρ πρὸς ὑμᾶς οὐκέτι δι΄ ἀγγέλων͵ ἀλλ΄ αὐτὸς ὁ Καλλίας
    • ΗΡ 1.69 Κροῖσος μὲν δὴ ταῦτα δι΄ ἀγγέλων ἐπεκηρυκεύετο
    • Β.ημιθεϊκή ύπαρξη
    • φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ Διαιρ 63 θνητὰ μὲν οὖν εἰσι ὅσα πέφυκε φθείρεσθαι καὶ αἵματος κοινωνεῖν͵ οἷον ἄνθρωπος καὶ βοῦς καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ζῴων· ἀθάνατα δὲ οἷον ἄγγελοι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΓΓΕΛΟΣ >
    • Η σύνδεση με το σανσκρ. ángiras(=μυθικά όντα, διαμεσολαβητές μεταξύ θεών και ανθρώπων) έχει εγκαταλειφθεί.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο7
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀγγελία, ἄγγελμα 'μήνυμα, παραγγελία, είδηση', ἄγγελος 'αγγελιοφόρος', ἀγγελτήρ (θηλ. ἀγγέλτρια ή ἀγγέλτειρα), ἀγγελιώτης (θηλ. ἀγγελιῶτις) 'αγγελιοφόρος', αὐτάγγελος, εὐαγγέλιον 'αμοιβή για κάποια καλή αγγελία που δίνεται σε αυτόν που την μεταφέρει', ἐπαγγελία 'διαταγή, δημόσια καταγγελία, υπόσχεση', ἐπάγγελμα 'αγγελία, υπόσχεση, διαταγή', εἰσαγγελεύς 'αυτός που εισάγει τους προσερχόμενους και τους παρουσιάζει στο βασιλιά', εἰσαγγελία 'αγγελία, δημόσια κατηγορία', ἀναγγελία, παραγγελία
      • ρήματα: εὐαγγελέω, εὐαγγελίζομαι 'μεταφέρω ευχάριστες ειδήσεις', ἐπαγγέλλω, ἀναγγέλλω 'επανέρχομαι φέρνοντας αγγελία', εἰσαγγέλλω, ἐξαγγέλλω, παραγγέλλω
      • επίθετα: ἀγγελιαφόρος, ἀγγελικός, ψευδάγγελος, εὐάγγελος, εἰσαγγελτικός
      • επιρρήματα: ἀγγελικῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἀγγελίη, ἀγγελιηφόρος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀγγελάρχης 'αρχάγγελος', ἀγγελίαρχος 'αρχάγγελος', ἀγγελιαφορία, ἀγγελίδες, ἀγγελιότης 'η φύση του αγγέλου', ἀγγελοείδεια 'η ομοιότητα προς άγγελο', ἀγγελοθεσία 'η θέση του αγγέλου', ἀγγελοπρέπεια, ἀγγελωνυμία 'το να φέρει κανείς το όνομα των αγγέλων', ψευδαγγελία, εὐαγγελιστής (θηλ. εὐαγγελίστρια), κακαγγελία, καταγγελία, καταγγελεύς, κατάγγελος, ἀπαγγελτήρ, ἐπαγγελτήρ, καταγγέλτης, ἐπαγγελτής 'αυτός που υπόσχεται', προσαγγελία, προσαγγελέας, εἰσαγγελέας, ἐξαγγελεύς, ἐξαγγελία, ἐξάγγελος, διαγγελεύς, διαγγελία, διάγγελμα, διάγγελος, διαγγελτήρ, παράγγελμα, προαγγελία, προάγγελμα, προάγγελος, προάγγελσις
      • ρήματα: ἀγγελιαφορέω 'φέρνω αγγελία', ψευδαγγελέω, κακαγγελέω, καταγγέλλω, προαπαγγέλλω, προεξαγγέλλω, προεπαγγέλλω, προκαταγγέλλω, προπαραγγέλλω, προσαπογγέλλω, συμπαραγγέλλω, προσαγγέλλω, διαγγέλλω, περιαγγέλλω, προαγγέλλω
      • επίθετα: ἀγγελόβιος, ἀγγελοειδής, ἀγγελοκόμιστος, ἀγγελομαρτύρητος, ἀγγελομίμητος, ἀγγελόμορφος, ἀγγελοπλήρωτος, ἀγγελόπλοκος, ἀγγελοπρεπής, ἀγγελοΰμνητος, ἀγγελτικός, ἐπαγγελτικός, αὐτάγγελτος 'αυτός που αγγέλλεται από μόνος του', εὐαγγελικός, εὐαγγέλιος, κακάγγελος, καταγγελτικός, κατάγγελτος, αὐτεπάγγελτος, ἐπαγγελτικός, ἀνάγγελος 'χωρίς αγγελιοφόρο να αναγγείλει', ἀνάγγελτος 'αυτός που δεν αναγγέλλεται, απόρρητος', ἐξαγγελτικός, διαγγελτικός, παραγγελματικός, παραγγελτικός, περιάγγελτος, προαγγελτικός
      • επιρρήματα: ἀγγελομιμήτως, ἀγγελοπρεπῶς, εὐαγγελικῶς, ἐπαγγελτικῶς, παραγγελματικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αγγελικότης, αγγελιογράφος, αγγελιοδότης, αγγελιοδόχος, αγγελίσκος 'αγγελάκι', αγγελισμός, αγγελοειδώς, αγγελόκαρδος, αγγελόκρουστος, αγγελολάλητος, αγγελολατρεία, αγγελολογία, αγγελομανία 'το να θέλει κανείς να μεταμορφωθεί από άνθρωπος σε άγγελο', αγγελόμορφος, αγγελομορφωμένος, αγγελόπλαστη, αγγελόπνευστος, αγγελοποίησις, αγγελοφάνεια, αγγελόψυχος, αγγελτήριος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ