Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἄδικος
- επίθετο
- -ος, -ον
- ἀδίκως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου, άδικος |με εμπρόθετο προσδιορισμό |ασεβής, αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο, αντ. του εὐσεβής |στρεβλός, κακός, βλαβερός |για πράγματα |ως ουσ. τὸ ἄδικον, τὰ ἄδικα |φρ. τὰ ἄδικα=τα κακά, οι συμφορές 2. άδικος, επιθετικός |φρ. ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση, επιτίθεμαι πρώτος, αδικώ πρώτος 3. ατίθασος, αχαλιναγώγητος |για ζώα ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, παράλογα
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ενεργεί εναντίον του δικαίου, άδικος
- ΗΣ Εργ 260 Δίκη γηρύετ΄ ἀνθρώπων ἀδίκων νόον { η Δίκη του μηνάει των άδικων ανθρώπων την καρδιά }
- ΑΙΣΧ Χο 398 { εκδίκηση θέλω να πάρω από τους άδικους }
- ΣΟΦ Τραχ 1011 πάντων Ἑλλάνων ἀδικώτατοι ἀνέρες { από όλους τους Έλληνες οι πιο άδικοι άνδρες }
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΗΡ 2.119 Μενέλεως ἀνὴρ ἄδικος ἐς Αἰγυπτίους
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.8.27 ἀδικωτέρους περὶ τοὺς ἄλλους
- ασεβής, αυτός που παραβιάζει το θεϊκό δίκαιο, αντ. του εὐσεβής
- ΕΥΡ Βακ 995 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος γόνον γηγενῆ
- στρεβλός, κακός, βλαβερός
- για πράγματα
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 116 ἢν οὖν μάθῃς μοι τὸν ἄδικον τοῦτον λόγον
- ΙΣΟΚΡ 1.38 μᾶλλον ἀποδέχου δικαίαν πενίαν ἢ πλοῦτον ἄδικον { ...τον πλούτο που αποκτήθηκε με άδικα μέσα }
- ΠΛ Θεαιτ 150a ἀλλὰ διὰ τὴν ἄδικόν τε καὶ ἄτεχνον συναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός͵ ᾗ δὴ προαγωγία ὄνομα
- ως ουσ. τὸ ἄδικον, τὰ ἄδικα
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.9.16 περὶ παντὸς ἐποιεῖτο τούτους πλουσιωτέρους ποιεῖν τῶν ἐκ τοῦ ἀδίκου φιλοκερδούντων
- ΠΛ Γοργ 460a ἀνάγκη αὐτὸν εἰδέναι τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄδικα
- ΕΥΡ Ορεστ 647 λαβεῖν χρή μ΄ ἀντὶ τοῦδε τοῦ κακοῦ ἄδικόν τι παρὰ σοῦ
- φρ. τὰ ἄδικα=τα κακά, οι συμφορές
- ΑΙΣΧ Ικ 403-404 Ζεὺς... νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς͵ ὅσια δ΄ ἐννόμοις { στους κακούς δίνει ο Δίας, όπως είναι εύλογο, συμφορές, στους δίκαιους αγαθά }
- 2. άδικος, επιθετικός
- φρ. ἄρχω χειρῶν ἀδίκων=αρχίζω επίθεση, επιτίθεμαι πρώτος, αδικώ πρώτος
- ΑΝΤΙΦ 4.2.1 ἄρχων γὰρ χειρῶν ἀδίκων
- ΛΥΣ 4.11 καὶ εἰ οὗτος ἦρχε χειρῶν ἀδίκων
- 3. ατίθασος, αχαλιναγώγητος
- για ζώα
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.2.26 οὔτε γὰρ ἅρμα δήπου ταχὺ γένοιτ' ἂν βραδέων ἵππων ἐνόντων οὔτε δίκαιον ἀδίκων συνεζευγμένων
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ άδικα, παράλογα
- ΙΣΟΚΡ 17.1 περὶ τοῦ μὴ δοκεῖν ἀδίκως τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμεῖν
- ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 1201 οἴμοι τάλας͵ ἀδίκως γε τἄμ΄ ὑφήρπασας
- ΘΟΥΚ 6.82.3 οὐδὲ ἀδίκως καταστρεψάμενοι τούς τε Ἴωνας καὶ νησιώτας
- ΣΟΦ Ηλ 113 αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ΄
- ΙΣΑΙΟΣ 12.9 ἀδίκως ὑβρίσθη ὑπὸ τῶν ἐν τῷ δήμῳ συστάντων
- ΙΣΟΚΡ 15.288 ὧν τίνες ἂν ἀδικώτερον ἔχοιεν τὴν αἰτίαν ταύτην;
- ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.16 ἔλεγον ὅτι ἀδικώτατα πάσχοιεν ἐκβαλλόμενοι εἰς τοὺς πολεμίους
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΔΙΚΗ >
- Από: στερητικό ἀ- + δικ- + -ος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2
- επίθετο συγκρ. ἀδικώτερος, υπερθ. ἀδικώτατος
- επίρρημα συγκρ. ἀδικώτερον, υπερθ. ἀδικώτατα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀδικία, ἀδικίη, ἀδίκημα, τὸ ἀδίκιον 'αδίκημα', ἀδικίου γραφή 'καταγγελία εναντίον αυτών που βλάπτουν το δημόσιο', ἀδικομαχία 'μάχη με άδικα μέσα'
- ρήματα: ἀδικέω, ἀνταδικέω, συναδικέω
- επίθετα: ἄδικος
- επιρρήματα: ἀδίκως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. ἀδικήω, δωρ. ἀδικίω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀδίκευσις, ἀδικοδοξία 'δόλιος σχεδιασμός', ἀδικοκρισία, ἀδικοπράγημα, ἀδικοπραγία, ἀδικητής 'αυτός που διαπράττει αδίκημα'
- ρήματα: ἀδικοπραγέω, ἀδικοδοξέω 'επιζητώ τη δόξα με άδικα μέσα', ἀδικαμαχέω ΄μάχομαι με άδικα μέσα'
- επίθετα: ἀδικητικός 'διατεθειμένος να διαπράξει αδίκημα', ἀδικόμαχος, ἀδικομήχανος 'αυτός που μηχανεύεται αδικίες', ἀδικοπήμων, ἀδικοχρήματος 'αυτός που έχει χρήματα άδικα αποκτημένα'
- επιρρήματα: ἀδικαίως, ἀδικητικῶς 'με τον τρόπο κάποιου διατεθειμένου να διαπράξει αδίκημα'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά αδικ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αδικοκρατία, αδικοκρισία, αδικοπραξία, αδικοπαθώ, αδικοπράττω, αδικοθανατώ
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. αδικεύω, Χίος Μ.Ασία Ιθ. Κέρκ. Κωνστ. Κρ. Πελοπ. Ζάκ. αδικητής 'αυτός που αδικεί', Πόντ. αδίκετος 'αυτός που δεν αδικήθηκε', Κως αδικομαχώ 'κοπιάζω μάταια'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ