Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀγών
- ουσιαστικό
- -ῶνος
- ὁ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.συγκέντρωση, συνάθροιση |τόπος συνάθροισης πλοίων Β.διαγωνισμός, αγώνισμα (ἀγὼν ἱππικός, γυμνικός, μουσικός κ.ά) |φρ. ἀγὼν στεφανηφόρος ή στεφανίτης, ἀγὼν χάλκεος=αγώνας με έπαθλο στεφάνι ή χάλκινη ασπίδα |μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες |τόπος διεξαγωγής αγώνων, στίβος |συναγωνισμός, άμιλλα |φρ. (εἰς) ἀγῶνα καθιστάναι, τιθέναι, προτιθέναι, ποιεῖν, ποιεῖσθαι=τελώ ή προτείνω αγώνα Γ. 1. επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού |ως σύστ. Α 2. δοκιμασία ή κίνδυνος |μάχη, πολεμική σύρραξη 3. αντιπαράθεση, συζήτηση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών |θεατρικός όρος 4. δικαστικός αγώνας 5. κρίσιμη περίσταση |μτφ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.συγκέντρωση, συνάθροιση
- ΟΜ Ιλ 7.298 αἵ τέ μοι εὐχόμεναι θεῖον δύσονται ἀγῶνα { οι οποίες (Τρωαδίτισσες) θα έρχονται στη συνάθροιση των θεών (αναφέρεται στα αγάλματα των θεών της πόλης, που αργότερα θα ονομαστούν ἀγώνιοι θεοί) }
- τόπος συνάθροισης πλοίων
- ΟΜ Ιλ 16.239 αὐτὸς μὲν γὰρ ἐγὼ μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι { θα μείνω στη σύναξη των πλοίων }
- Β.διαγωνισμός, αγώνισμα (ἀγὼν ἱππικός, γυμνικός, μουσικός κ.ά)
- ΠΛ Νομ 658a εἴ ποτέ τις οὕτως ἁπλῶς ἀγῶνα θείη ὁντινοῦν͵ μηδὲν ἀφορίσας μήτε γυμνικὸν μήτε μουσικὸν μήθ΄ ἱππικόν
- ΘΟΥΚ 3.104.6 τὰ δὲ περὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ πλεῖστα κατελύθη ὑπὸ ξυμφορῶν { οι αγώνες και οι περισσότερες τελετές καταργήθηκαν επειδή έπεσαν συμφορές }
- φρ. ἀγὼν στεφανηφόρος ή στεφανίτης, ἀγὼν χάλκεος=αγώνας με έπαθλο στεφάνι ή χάλκινη ασπίδα
- ΑΝΔΟΚ 4.32 Καλλίαν δὲ τὸν Διδυμίου, τῷ σώματι νικήσαντα πάντας τοὺς στεφανηφόρους ἀγῶνας
- ΠΙΝΔ Νεμ 10.22 ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει
- μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες
- ΗΡ 6.127 αὐτὸς τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγῶνα ἔθηκε
- ΑΝΔΟΚ 1.28 καὶ ἔλαβον Παναθηναίων τῷ ἀγῶνι Ἀνδρόμαχος μὲν μυρίας δραχμάς...
- τόπος διεξαγωγής αγώνων, στίβος
- ΟΜ Ιλ 23.448 Ἀργεῖοι δ΄ ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσορόωντο ἵππους
- ΘΟΥΚ 5.50.4 ὁ Ἀρκεσιλάου Λακεδαιμόνιος ἐν τῷ ἀγῶνι ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων πληγὰς ἔλαβεν { μέσα στον στίβο, οι ραβδούχοι χτύπησαν τον Λακεδαιμόνιο, τον γιο του Αρκεσίλαου }
- συναγωνισμός, άμιλλα
- ΞΕΝ Συμπ 5.1 σὺ δὲ δή͵ ὦ Κριτόβουλε͵ εἰς τὸν περὶ τοῦ κάλλους ἀγῶνα πρὸς Σωκράτην οὐκ ἀνθίστασαι
- φρ. (εἰς) ἀγῶνα καθιστάναι, τιθέναι, προτιθέναι, ποιεῖν, ποιεῖσθαι=τελώ ή προτείνω αγώνα
- ΞΕΝ Ελλ 4.5.2 ἕως οἱ φυγάδες τῶν Κορινθίων ἐποίησαν τῷ Ποσειδῶνι τὴν θυσίαν καὶ τὸν ἀγῶνα
- ΘΟΥΚ 4.91.1 ἔπειθε τοὺς Βοιωτοὺς ἰέναι ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους καὶ τὸν ἀγῶνα ποιεῖσθαι
- ΔΗΜ 27.3 χαλεπόν ἐστιν εἰς ἀγῶνα καθίστασθαι περὶ τῶν ὄντων ἁπάντων
- ΗΡ 2.160 αὐχέοντες δικαιότατα καὶ κάλλιστα τιθέναι τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ ἀγῶνα πάντων ἀνθρώπων
- Γ.
- 1. επίπονη προσπάθεια για την πραγματοποίηση ενός σκοπού
- ΕΥΡ Μηδ 403 νῦν ἀγὼν εὐψυχίας
- ΕΥΡ Ιων 863 πρὸς τίν΄ ἀγῶνας τιθέμεσθ΄ ἀρετῆς;
- ως σύστ. Α
- ΕΥΡ Ελ 843 πρῶτον δ΄ ἀγῶνα μέγαν ἀγωνιούμεθα
- 2. δοκιμασία ή κίνδυνος
- ΕΥΡ Ορεστ 847 ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων { να αγωνιστεί για τη ζωή του }
- ΘΟΥΚ 3.57.3 καὶ δύο ἀγῶνας τοὺς μεγίστους ὑπέστημεν͵ τότε μέν͵ τὴν πόλιν εἰ μὴ παρέδομεν͵ λιμῷ διαφθαρῆναι͵ νῦν δὲ θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι
- μάχη, πολεμική σύρραξη
- ΘΟΥΚ 2.89.8 τὸν δὲ ἀγῶνα οὐκ ἐν τῷ κόλπῳ ἑκὼν εἶναι ποιήσομαι { θα αποφύγω όσο μπορώ να δώσω τη ναυμαχία μέσα στον κόλπο }
- ΑΙΣΧ Περ 405 νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών
- 3. αντιπαράθεση, συζήτηση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών
- ΘΟΥΚ 3.44.1 οὐ γὰρ περὶ τῆς ἐκείνων ἀδικίας ἡμῖν ὁ ἀγών͵ εἰ σωφρονοῦμεν͵ ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας εὐβουλίας
- θεατρικός όρος
- ΙΣΟΚΡ 2.49 ὁ μὲν (ενν.Ὅμηρος) γὰρ τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς πολέμους τοὺς τῶν ἡμιθέων ἐμυθολόγησεν͵ οἱ δὲ (ενν. τραγικοὶ ποιηταί) τοὺς μύθους εἰς ἀγῶνας καὶ πράξεις κατέστησαν͵ ὥστε μὴ μόνον ἀκουστοὺς ἡμῖν ἀλλὰ καὶ θεατοὺς γενέσθαι
- ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1450b ἡ γὰρ τῆς τραγῳδίας δύναμις καὶ ἄνευ ἀγῶνος καὶ ὑποκριτῶν ἔστιν
- 4. δικαστικός αγώνας
- ΛΥΣ 24.1 ὀλίγου δέω χάριν ἔχειν͵ ὦ βουλή͵ τῷ κατηγόρῳ͵ ὅτι μοι παρεσκεύασε τὸν ἀγῶνα τοῦτον
- ΠΛ Απολ 34c εἰ ὁ μὲν καὶ ἐλάττω τουτουῒ τοῦ ἀγῶνος ἀγῶνα ἀγωνιζόμενος ἐδεήθη τε καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστὰς μετὰ πολλῶν δακρύων
- 5. κρίσιμη περίσταση
- μτφ.
- ΕΥΡ Φοιν 588 μῆτερ͵ οὐ λόγων ἔθ΄ ἁγών͵ ἀλλ΄ ἀναλοῦται χρόνος { μητέρα, δεν είναι καιρός τώρα για λόγια, περνάει η ώρα }
- ΠΛ Κρατ 421d οὐ μέντοι μοι δοκεῖ προφάσεις ἀγὼν δέχεσθαι { η περίσταση δεν επιδέχεται προφάσεις }
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΓΩ >
- Από: ἀγ- + -ών.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο20.4
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀγώνισμα, ἀγωνισμός, ἀγωνιστής, ἀγωνοθέτης ή ἀγωνοθετήρ 'πρόεδρος των αγώνων', ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθήκη, ἀγωνία ή ἀγωνίη
- ρήματα: ἀγωνίζω, ἀγωνίζομαι, ἀγωνιῶ
- επίθετα: ἀγώνιος, ἀγωνιστέος, ἀγωνιστικός, ἀγωνοθετικός
- επιρρήματα: ἀγωνιστικῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- βοιωτ. ἀγωνάρχης
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀγώνισις, ἀγωνιάτης 'νευρικός άνθρωπος, ανήσυχος', ἀγωνοδίκης 'κριτής μιας διαδικασίας', ἀγωνίστρια, ἀγωνάριον 'είδος σχολικής εξέτασης μεταξύ μελών μιας σχολής'
- επίθετα: ἀγωνιστήριος, ἀγωνικός
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αγων%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αγωνιστίτις 'το πάθος που κατέλαβε τους Έλληνες και οδήγησε στον άτυχο πόλεμο του 1897', αγωνιώδης, αγωνιωδώς, αγωνόβιος 'βιοπαλαιστής', αγωνογραφία, αγωνοδικέω, αγωνοδικία 'πρόγραμμα διαγωνισμών του Συλλόγου για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων', αγωνόδικος, αγωνοεορταί, αγωνομανία, αγωνοπάτωρ, αγωνοφύλακες
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Σέρ. αγώνισι 'αγώνας, ζήλος, προθυμία', Κέρκ. αν-αγωνισμός 'άμιλλα, ανταγωνισμός', Θράκ. ᾽γουνιούμι 'αγωνιώ'
- Η λέξη ἀγών δηλώνει αρχικά το αποτέλεσμα του ἄγω, δηλαδή τη συγκέντρωση, τη συνάθροιση. Ο Όμηρος τη χρησιμοποιεί για τις συγκεντρώσεις των θεών ή των πλοίων. Στη συνέχεια αποκτά τη σημασία της συνάθροισης για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων και τελικά παίρνει την ευρύτερη σημασία του ανταγωνισμού, της μάχης.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ