Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἄγω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. οδηγώ |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. ἄγω εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ κπ. σε δίκη, ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου 2. φέρνω, μεταφέρω |παίρνω κτ. ή κπ. μαζί μου, μεταφέρω (γυναίκα, αιχμάλωτο, εταίρους, δούλο) |φρ. ἄγω καὶ φέρω=λεηλατώ, διαρπάζω 3. κυβερνώ, διευθύνω, καθοδηγώ |απόλ. |μτφ. 4. βαδίζω, προχωρώ |επιρρηματική χρήση της προστακτικής ἄγε, ἄγετε=έλα, ελάτε, εμπρός! 5. γιορτάζω 6. τηρώ, φυλάγω, διατηρώ, παρατηρώ |περνώ τον χρόνο μου, τη ζωή μου |για χρόνο |περίφραση με αιτ. αντί ρ. (νεῖκος ἄγειν=νείκειν, ἡσυχίαν ἄγειν=ἡσυχάζειν, σχολήν ἄγειν=σχολάζειν κ.ά.) 7. νομίζω, θεωρώ (συνώνυμο του ἡγεόμαι), εκτιμώ |με απρφ. Β.ΜΕΣΟ 1. αποκτώ και μεταφέρω |για πρόσωπα και πράγματα 2. παντρεύομαι 3. φέρνω, κρατώ 4. αναλαμβάνω, επιχειρώ Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. οδηγούμαι, φέρομαι 2. μεταφέρομαι, παρασύρομαι, σέρνομαι στη σκλαβιά |φρ. ἄγομαι καὶ φέρομαι 3. ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι 4. προχωρώ, εισχωρώ 5. θεωρούμαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. οδηγώ
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1023a τὸ ἄγειν κατὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἢ κατὰ τὴν αὑτοῦ ὁρμήν
- ΠΛ Πολ 359c ποῖ ἡ ἐπιθυμία ἑκάτερον ἄξει
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.21 ὑποψία μὲν ἦν ὅτι ἄγει πρὸς βασιλέα
- με αιτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 578b εἴθισται δ΄ ἄγειν τοὺς νεβροὺς ἐπὶ τοὺς σταθμούς
- ΞΕΝ ΑθΠολ 1.15 ἥ τε γὰρ πενία αὐτοὺς μᾶλλον ἄγει ἐπὶ τὰ αἰσχρὰ
- φρ. ἄγω εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἐπὶ τοὺς δικαστὰς=οδηγώ κπ. σε δίκη, ενώπιον των δικαστών ή του δικαστηρίου
- ΠΛ Νομ 767b ἄγων εἰς δίκην βούληται διακριθῆναι
- ΔΗΜ 47.16 ἤγαγες τὴν ἄνθρωπον εἰς τὸ δικαστήριον
- ΠΛ Νομ 956d ἀγέτω μὲν ἐπὶ τοὺς δικαστὰς τοὺς ἐκλεκτοὺς τὴν δίκην
- 2. φέρνω, μεταφέρω
- ΠΛ Πρωτ 322c Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην
- ΑΙΣΧ Περ 560 πεζοὺς καὶ θαλασσίους κυανώπιδες νᾶες (=νῆες) ἄγαγον { μαύρα πλοία μετέφεραν ναύτες και πεζούς στρατιώτες }
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.39 οἱ δὲ πλεῖστοι ὑπὸ Κύρου έγκέλευστοι δῶρα ἄγοντες
- παίρνω κτ. ή κπ. μαζί μου, μεταφέρω (γυναίκα, αιχμάλωτο, εταίρους, δούλο)
- ΟΜ Ιλ 23.512 δῶκε δ΄ ἄγειν ἑτάροισιν...γυναῖκα καὶ τρίποδα φέρειν
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.4.1 προσήλαυνον μὲν οἱ Μῆδοι ἱππεῖς ἵππους τε ἄγοντες αἰχμαλώτους καὶ ἄνδρας
- ΠΛ Νομ 914 ἀγέτω τὸν ἑαυτοῦ δοῦλον ὁ βουλόμενος
- φρ. ἄγω καὶ φέρω=λεηλατώ, διαρπάζω
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.2.12 τὰ δὲ τῶν Ἀρμενίων ἤγετε καὶ ἐφέρετε { διαρπάζετε τα πράγματα των Αρμενίων }
- ΠΛ Φαιδρ 279c τὸ δὲ χρυσοῦ πλῆθος εἴη μοι ὅσον μήτε φέρειν μήτε ἄγειν δύναιτο ἄλλος ἢ ὁ σώφρων { έχω ακριβώς τόσο χρυσό όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει κανείς άλλος εκτός από έναν σοφό }
- 3. κυβερνώ, διευθύνω, καθοδηγώ
- ΟΜ Ιλ 2.580 οὕνεκ' ἄριστος ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς
- ΘΟΥΚ 7.12.1 Γύλιππος οἴχεται στρατιὰν ἄξων
- ΘΟΥΚ 1.127 ὤν γὰρ δυνατώτατος τῶν καθ' ἑαυτὸν καὶ ἄγων τὴν πολιτείαν ἠναντιοῦτο πάντα τοῖς Λακεδαιμονίοις
- ΘΟΥΚ 8.59.1 καὶ μετὰ ταῦτα παρεσκευάζετο Τισσαφέρνης τάς τε Φοινίσσας ναῦς ἄξων
- απόλ.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 6.3.18 καὶ ὁ θεὸς ἴσως ἄγει οὕτως, ὃς τοὺς μεγαληγορήσαντες ὡς πλέον φρονοῦντας ταπεινῶσαι βούλεται
- μτφ.
- ΠΛ Νομ 896e ἄγει μὲν δὴ ψυχὴ πάντα τὰ κατ΄ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ θάλατταν ταῖς αὑτῆς κινήσεσιν
- 4. βαδίζω, προχωρώ
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.3.46 ὁ δὲ Κυαξάρης ἔλεγεν ὅτι ἤδη καιρὸς εἴη ἄγειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους
- ΞΕΝ ΚΑναβ 4.1.17 Ἐνταῦθα ὁ Χειρίσοφος ἄλλοτε μὲν ὅτε παρεγγυῷτο ὑπέμενε, τότε δὲ οὐχ ὑπέμενεν, ἀλλ΄ ἦγε ταχέως καὶ παρηγγύα ἕπεσθαι
- επιρρηματική χρήση της προστακτικής ἄγε, ἄγετε=έλα, ελάτε, εμπρός!
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.15 ἄγε τοίνυν͵ ἔφη ὁ Κῦρος͵ σκοπῶμεν τὰ ἐμοὶ πεπραγμένα πάντα καθ΄ ἓν ἕκαστον { έλα λοιπόν, είπε ο Κύρος, ας εξετάσουμε όλες τις πράξεις μου μία προς μία }
- ΑΙΣΧ Χοηφ 803 ἄγετε...τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ΄ αἷμα προσφάτοις δίκαις
- 5. γιορτάζω
- ΙΣΟΚΡ 19.10 οὔτε θυσίαν οὔτε θεωρίαν οὔτ΄ ἄλλην ἑορτὴν οὐδεμίαν χωρὶς ἀλλήλων ἤγομεν
- ΗΡ 1.147 Ἴωνες Απατούρια ἄγουσι ὁρτήν. ἄγουσι δὲ πάντες πλὴν Ἐφεσίων καὶ Κολοφωνίων
- ΑΡΙΣΤ Οικον 1351b Διονύσια ἔφασκε μέλλειν ἄγειν καὶ χοραγοὺς προέγραψε τῶν Καρῶν τοὺς εὐπορωτάτους
- 6. τηρώ, φυλάγω, διατηρώ, παρατηρώ
- ΘΟΥΚ 6.7.4 Λακεδαιμόνιοι δὲ πέμψαντες παρὰ Χαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης, ἄγοντας πρὸς Ἀθηναίους δεχημέρους σπονδάς
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 625 εἴσεται κατὰ σελήνην ὡς ἄγειν χρὴ τοῦ βίου τὰς ἡμέρας { για να μάθει άλλη φορά σύμφωνα με το φεγγάρι τις μέρες να παρατηρεί... }
- ΠΛ Πολ 465b πανταχῇ δὴ ἐκ τῶν νόμων εἰρήνην πρὸς ἀλλήλους οἱ ἄνδρες ἄξουσι;
- περνώ τον χρόνο μου, τη ζωή μου
- για χρόνο
- ΣΟΦ Ηλ 266 ἔπειτα ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ΄ ἄγειν, ὅταν θρόνοις Αἴγισθον ἐνθακοῦντ' ἴδω { το πώς περνάνε οι μέρες μου λοιπόν σκέψου, όταν βλέπω τον Αίγισθο να κάθεται στον θρόνο }
- ΠΙΝΔ Ολ 8.87 ἀλλ΄ ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν
- περίφραση με αιτ. αντί ρ. (νεῖκος ἄγειν=νείκειν, ἡσυχίαν ἄγειν=ἡσυχάζειν, σχολήν ἄγειν=σχολάζειν κ.ά.)
- ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.14 ἀλλὰ κατακείμεθα ὥσπερ ἐξὸν ἡσυχίαν ἄγειν
- ΠΛ Απολ 36d τί οὖν πρέπει ἀνδρὶ πένητι εὐεργέτῃ δεομένῳ ἄγειν σχολὴν ἐπὶ τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει; { τι λοιπόν ταιριάζει σε άνθρωπο φτωχό, ευεργέτη της πόλης, που χρειάζεται ελεύθερο χρόνο για να σας συμβουλεύει; }
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.6 ταῦτα οὖν φιλοπολέμου μοι δοκεῖ ἀνδρὸς ἔργα εἶναι, ὅστις ἐξὸν μὲν εἰρήνην ἄγειν ἄνευ αἰσχύνης καὶ βλάβης αἱρεῖται πολεμεῖν
- 7. νομίζω, θεωρώ (συνώνυμο του ἡγεόμαι), εκτιμώ
- ΣΟΦ Αντ 34 καὶ τὸ πρᾶγμ΄ ἄγειν οὐχ ὡς παρ΄ οὐδέν
- ΘΟΥΚ 8.81.2 καὶ οἱ ἐν τῇ Σάμῳ τιμιώτερόν τε αὐτὸν ἄγοιεν { και τον εκτιμούν περισσότερο οι στρατιώτες της Σάμου }
- με απρφ.
- ΗΡ 9.7.2 περὶ πλείστου δ΄ ἦγον τὰ τοῦ θεοῦ πορσύνειν { έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στο να τιμήσουν τον θεό όπως πρέπει }
- Β.ΜΕΣΟ
- 1. αποκτώ και μεταφέρω
- για πρόσωπα και πράγματα
- ΟΜ Οδ 10.35 καί μ΄ ἔφασαν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ΄ ἄγεσθαι
- ΞΕΝ Οικ 8.12-13 γέμει δὲ παρὰ πάντα φορτίων ὅσα ναύκληρος κέρδους ἕνεκα ἄγεται
- 2. παντρεύομαι
- ΗΡ 1.34 ἄγεται μὲν τῷ παιδὶ γυναῖκα
- ΞΕΝ Ελλ 4.1.7 συμβουλεύοιμ΄ ἄν σοι τὴν παῖδα ἄγεσθαι γυναῖκα͵ καλλίστην μὲν οὖσαν
- 3. φέρνω, κρατώ
- ΗΡ 1.134 ἥκιστα δὲ τοὺς ἑωυτῶν ἑκαστάτω οἰκημένους ἐν τιμῇ ἄγονται { δεν υπολήπτονται σχεδὀν καθόλου όσους κατοικούν μακριά τους }
- 4. αναλαμβάνω, επιχειρώ
- ΗΡ 4.79 μέλλοντι δέ οἱ ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετὴν { την ώρα που ήταν να καταπιαστεί με την τελετή }
- Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. οδηγούμαι, φέρομαι
- ΙΣΟΚΡ 9.45 ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν͵ ἀλλ΄ οὐκ ἀγόμενος ὑπ΄ αὐτῶν
- ΠΛ Πολ 431c αἳ δὴ μετὰ νοῦ τε καὶ δόξης ὀρθῆς λογισμῷ ἄγονται
- 2. μεταφέρομαι, παρασύρομαι, σέρνομαι στη σκλαβιά
- ΗΡ 6.30 εἰ μέν νυν, ὡς ἐζωγρήθη, ἄχθη ἀγόμενος παρὰ βασιλέα Δαρεῖον
- φρ. ἄγομαι καὶ φέρομαι
- ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 240 ὑπὸ γὰρ τόκων χρήστων τε δυσκολωτάτων ἄγομαι͵ φέρομαι͵ τὰ χρήματ΄ ἐνεχυράζομαι { οι τόκοι και οι δανειστές μου οι δύστροποι με σέρνουνε και παίρνουνε ως ενέχυρο το βιος μου }
- 3. ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι
- ΠΛ Νομ 782d { δια των οποίων αναπτύσσεται η αρετή, αν ανατραφούν οι άνθρωποι σωστά, και αντιθέτως εάν ανατραφούν κακώς }
- 4. προχωρώ, εισχωρώ
- ΘΟΥΚ 6.100.1 τούς τε ὀχετοὺς, οἳ ἐς τὴν πόλιν ὑπονομηδὸν ποτοῦ ὕδατος ἠγμένοι ἦσαν { τους οχετούς, εκ των οποίων εισαγόταν το πόσιμο νερό στην πόλη με υπονόμους }
- ΗΡ 2.158 ἦκται δὲ ἀπὸ τοῦ Νείλου τὸ ὕδωρ ἐς αὐτήν { το νερό σε αυτή (τη διώρυγα) έρχεται από τον Νείλο }
- 5. θεωρούμαι
- ΣΟΦ ΟιδΤ 775 ἠγόμην δ΄ ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος τῶν ἐκεῖ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΓΩ >
- Το ἄγω είναι αρχαίος θεματικός ενεστώτας ιε. προέλευσης (πβ. σανσκρ. ájati, λατ. ago).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ7
- ἄγω, ἦγον, ἄξω, ἦξα, αόρ. β' ἤγαγον, ἦχα / (μτγν. ἀγήοχα [και ἀγείοχα], ἤχειν / (μτγν. ἀγηόχειν)
- ἄγομαι, ἠγόμην, ἄξομαι, ἠξάμην, αόρ. β' ἠγαγόμην, ἦγμαι, ἤγμην
- παθ. μέλλ. ἀχθήσομαι, παθ. αόρ. ἤχθην
- πρτ. δωρ. ἆγον, αόρ. β' δωρ. ἄγαγον
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀγός, φορτηγός, ὀχετηγός, ἱππηγός, σιτηγός, λοχαγός, στρατηγός, κυνηγός, χορηγός, ἀρχηγός, ἄγημα, ἀγωγή, ἀγωγός, ἀγωγεύς, ἀγώγιον, ἀγωγικά, ἀναγωγή, ἀπαγωγός, ἀπαγωγή, εἰσαγωγός, εἰσαγωγεύς, εἰσαγωγή, ἐξαγωγός, ἐξαγωγή, παιδαγωγός, νυμφαγωγός, ψυχαγωγός, δημαγωγός, δημαγωγία, βρονταγωγός, γερονταγωγός, ἀγών, ἀγωνία, ἄκτωρ, κάταγμα, σύναγμα, ἀγέλη, ἄγυια ή ἀγυιά 'οδός, λεωφόρος', ἄξων, ἄξιος, ἀγρός, ὄγμος 'αυλάκι', ἐπακτήρ 'κυνηγός', ἐπαγωγή, ἐπαγωγός
- ρήματα: ἀνάγω, ἀπάγω, διάγω, εἰσάγω, ἐνάγω, ἐξάγω, ἐπάγω, παράγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, συνάγω, ὑπάγω, ὑπεξάγω, ἀγωνιῶ, δημαγωγῶ
- επίθετα: ἀγώγιμος, ἀγωγαῖος, ἀναγωγικός, εἰσαγωγικός, δημαγωγικός, ἀπαιδαγώγητος, ἐπακτικός, ἐπακτός 'κομιζόμενος'
- επιρρήματα: δημαγωγικῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀγινέω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀγή 'αγωγή, φορά, κομιδή ξύλων', μειαγωγός, αἱμαγωγός, ἀναγωγός, ἀρχισυναγωγός, ἀντεισαγωγή, ἀντεξαγωγή, ἀντεπαγωγή, ἀντιμεταγωγή, ἀντιπαραγωγή, ἀντιπεριαγωγή
- ρήματα: ἀντεισάγω, ἀντεξάγω, ἀντεπάγω, ἀντιμετάγω
- επίθετα: ἀχαλιναγώγητος, ἀχειραγώγητος, ἀψυχαγώγητος
- επιρρήματα: ἀψυχαγωγήτως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αγω%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αγωγεύς 'αγωγιάτης', αγωγιατικός, αγωγικότης, αγωγιμότης, αγωγότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ικαρ. αωός 'αγωγός του ύδατος', Χίος Ήπ. Σίφν. Θράκ. αγός 'αγωγός του ύδατος', Χίος Κάρπαθ. Μακεδ. Ρόδ. Θράκ. αός 'αγωγός του ύδατος', Χίος Ικαρ. Κάρπαθ. Νάξ. Πάρ. Σίφν. ναός 'αγωγός του ύδατος', Σαμοθ. ανιγός 'αγωγός του ύδατος', Κρ. αλωγός 'αγωγός του ύδατος'
- Το ρήμα ἄγω είχε αρχικά τη σημασία μεταφέρω, οδηγώ αγέλη ζώων ή σκλάβων. Στον Όμηρο η έννοια διευρύνεται και αποκτά τη σημασία γενικά οδηγώ και ειδικότερα οδηγώ στρατιώτες. Οι προστακτικές ἄγε, ἄγετε με τη σημασία "εμπρός, λοιπόν" χρησιμοποιούνται ως επιρρήματα. Είναι πιθανό για όλα τα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό τη λέξη ἀγός π.χ. στρατηγός, λοχαγός, όπως και για τη λέξη ἄγημα, να έχουν δεχτεί ετυμολογική επίδραση από το ἡγέομαι.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ