Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀδικέω
- ρήμα
- ἀδικῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α.ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1. παραβιάζω θείο νόμο 2. είμαι άδικος, παραβαίνω το δίκαιο, τους νόμους |απόλ. |με μτχ. |με σύστ. Α ή με επίθ. που προσδιορίζει το σύστ.Α |η μτχ. ως ουσ. ὁ ἀδικῶν=ο κατηγορούμενος, ο ένοχος |φρ. εἰ μὴ ἀδικῶ=αν δεν κάνω λάθος Β.ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ διαπράττω αδικία, βλάπτω κπ. |με αιτ. |με διπλή αιτ. 2. ΠΑΘΗΤΙΚΟ αδικούμαι |η μτχ. ως ουσ. ὁ ἀδικούμενος=ο κατήγορος, ο βλαπτόμενος
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α.ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ
- 1. παραβιάζω θείο νόμο
- ΟΜΥΜΝ 2.368 τῶν δ΄ ἀδικησάντων τίσις ἔσσεται ἤματα πάντα
- ΑΝΔΟΚ 1.132 ἀσεβῶ καὶ ἀδικῶ εἰσιὼν εἰς τὰ ἱερά;
- 2. είμαι άδικος, παραβαίνω το δίκαιο, τους νόμους
- απόλ.
- ΑΡΙΣΤ Ρητ 1368b ἔστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον
- ΘΟΥΚ 3.84.2 ἡ ἀνθρωπεία φύσις͵ εἰωθυῖα καὶ παρὰ τοὺς νόμους ἀδικεῖν
- ΘΟΥΚ 1.87.2 ὅτῳ μὲν ὑμῶν͵ ὦ Λακεδαιμόνιοι͵ δοκοῦσι λελύσθαι αἱ σπονδαὶ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀδικεῖν
- με μτχ.
- ΠΛ Απολ 19b Σωκράτης ἀδικεῖ καὶ περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ οὐράνια καὶ τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν καὶ ἄλλους ταὐτὰ ταῦτα διδάσκων
- με σύστ. Α ή με επίθ. που προσδιορίζει το σύστ.Α
- ΠΛ Πολ 409a πάντα ἀδικήματα αὐτὴν ἠδικηκυῖαν
- ΛΥΚΟΥΡ Λεωκ 78 ῥᾴδιον ἔσται παρ΄ ὑμῖν ἄρα μεγάλα ἀδικεῖν
- η μτχ. ως ουσ. ὁ ἀδικῶν=ο κατηγορούμενος, ο ένοχος
- ΔΗΜ 14.6 παρὰ τῶν ἀδικούντων καλόν ἐστιν λαβεῖν ταύτην τὴν δίκην
- φρ. εἰ μὴ ἀδικῶ=αν δεν κάνω λάθος
- ΠΛ Χαρμ 156a εἶεν, ἦν δ' εγώ· καὶ τοὔνομά μου σὺ ἀκριβοῖς; Εἰ μὴ ἀδικῶ γε, ἔφη
- Β.ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ
- 1. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ διαπράττω αδικία, βλάπτω κπ.
- με αιτ.
- ΛΥΣ 6.45 Ἀνδοκίδης δὲ καὶ αὐτοὺς τοὺς θεοὺς ἀδικήσας
- ΘΟΥΚ 1.86.1 Ἀθηναῖοι ἀδικοῦσι τοὺς ἡμετέρους ξυμμάχους καὶ τὴν Πελοπόννησον
- ΛΥΣ 6.15 ἐὰν δέ τις τὰ αὐτὰ ταῦτα ἀδικήσῃ τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν
- με διπλή αιτ.
- ΑΝΔΟΚ 4.2.25 μηδὲν ἀδικήσαντα τὴν πόλιν
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1280b ὅπως μηδὲν ἀδικήσουσιν ἀλλήλους
- 2. ΠΑΘΗΤΙΚΟ αδικούμαι
- ΙΣΑΙΟΣ 5.12 ἠδικήθημεν͵ οὐχ ὑπὸ τῶν δικαστῶν͵ ἀλλ΄ ὑπὸ Μέλανος τοῦ Αἰγυπτίου
- ΞΕΝ Ελλ 5.3 ὅπερ καὶ πρόσθεν, ἔφη, ποιήσαντες οὐδὲν ὑφ΄ ἡμῶν ἠδικήθητε
- η μτχ. ως ουσ. ὁ ἀδικούμενος=ο κατήγορος, ο βλαπτόμενος
- ΑΝΔΟΚ 4.35 ἐπειδὴ παρὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστιν ἰδίᾳ δίκην λαβεῖν͵ δημοσίαν τιμωρίαν ὑπὲρ τῶν ἀδικουμένων κατασκευάσαι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΔΙΚΟΣ >
- Από: ἀδικ- + -έω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3
- ἀδικέω (-ῶ), ἠδίκουν, ἀδικήσω, ἠδίκησα, ἠδίκηκα
- ἀδικοῦμαι, ἠδικούμην, ἀδικήσομαι (ο ενεστ. και η μτχ. ενεστ. ἀδικεῖται, ἀδικούμενος λαμβάνονται στη θέση του πρκ. και της μτχ. πρκ.)
- αιολ. ἀδικήω
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀδικία, ἀδικίη, ἀδίκημα, τὸ ἀδίκιον 'αδίκημα', ἀδικίου γραφή 'καταγγελία εναντίον αυτών που βλάπτουν το δημόσιο', ἀδικομαχία 'μάχη με άδικα μέσα'
- ρήματα: ἀδικέω, ἀνταδικέω, συναδικέω
- επίθετα: ἄδικος
- επιρρήματα: ἀδίκως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. ἀδικήω, δωρ. ἀδικίω
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀδίκευσις, ἀδικοδοξία 'δόλιος σχεδιασμός', ἀδικοκρισία, ἀδικοπράγημα, ἀδικοπραγία, ἀδικητής 'αυτός που διαπράττει αδίκημα'
- ρήματα: ἀδικοπραγέω, ἀδικοδοξέω 'επιζητώ τη δόξα με άδικα μέσα', ἀδικαμαχέω ΄μάχομαι με άδικα μέσα'
- επίθετα: ἀδικητικός 'διατεθειμένος να διαπράξει αδίκημα', ἀδικόμαχος, ἀδικομήχανος 'αυτός που μηχανεύεται αδικίες', ἀδικοπήμων, ἀδικοχρήματος 'αυτός που έχει χρήματα άδικα αποκτημένα'
- επιρρήματα: ἀδικαίως, ἀδικητικῶς 'με τον τρόπο κάποιου διατεθειμένου να διαπράξει αδίκημα'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά αδικ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αδικοκρατία, αδικοκρισία, αδικοπραξία, αδικοπαθώ, αδικοπράττω, αδικοθανατώ
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. αδικεύω, Χίος Μ.Ασία Ιθ. Κέρκ. Κωνστ. Κρ. Πελοπ. Ζάκ. αδικητής 'αυτός που αδικεί', Πόντ. αδίκετος 'αυτός που δεν αδικήθηκε', Κως αδικομαχώ 'κοπιάζω μάταια'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ