Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διαιτάω
    • ρήμα
    • διαιτῶ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ορίζω συγκεκριμένη διατροφή, επιβάλλω δίαιτα 2. είμαι διαιτητής, κρίνω, αποφασίζω, εκδίδω διαιτητική απόφαση |με δοτ. |με απρφ. |με σύστ. Α |κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω 3. διευθύνω, κυβερνώ Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής, διαβιώ, ζω, περνώ τον καιρό μου |ζω σε έναν τόπο |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. διαιτῶμαι νόμιμα ἐς θεούς=ζω σεβόμενος / τιμώντας τους θεούς

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. ορίζω συγκεκριμένη διατροφή, επιβάλλω δίαιτα
    • ΑΡΙΣΤ Τοπ 110b οἷον ἰατρικὴ τοῦ ὑγίειαν ποιῆσαι καὶ τοῦ διαιτῆσαι
    • 2. είμαι διαιτητής, κρίνω, αποφασίζω, εκδίδω διαιτητική απόφαση
    • με δοτ.
    • ΔΗΜ 21.84 οὗτος διαιτῶν ἡμῖν ὁ Στράτων { αυτός λοιπόν ο Στράτων ορίστηκε διαιτητής μας }
    • ΙΣΑΙΟΣ 2.29 ἐπιτρέψαι τῷ τε κηδεστῇ τῷ τούτου καὶ τοῖς φίλοις διαιτῆσαι { (θεώρησα ότι) έπρεπε να αναθέσω την υπόθεση στον γαμπρό του αντίδικου και στους φίλους για να ενεργήσουν ως διαιτητές }
    • με απρφ.
    • ΙΣΑΙΟΣ 2.31 διῄτησαν ἡμᾶς ἀποστῆναι { εξέδωσαν διαιτητική απόφαση να παραιτηθούμε από τη μερίδα του κτήματος }
    • με σύστ. Α
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 53.5 διανέμουσιν αὐτοῖς τὰς διαίτας καὶ ἐπικληροῦσιν ἃς ἕκαστος διαιτήσει { και διανέμουν, σε όσους είναι εγγεγραμμένοι σε αυτήν, τις υποθέσεις για διαιτησία και ο καθένας είναι υποχρεωμένος να εκδώσει διαιτητική απόφαση για τις υποθέσεις που του έλαχαν }
    • ΔΗΜ 47.12 ἡ μὲν γὰρ δίαιτα ἐν τῇ ἡλιαίᾳ ἦν οἱ γὰρ τὴν Οἰνῇδα καὶ τὴν Ἐρεχθῇδα διαιτῶντες ἐνταῦθα κάθηνται
    • κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω
    • ΠΙΝΔ Πυθ 9.68 κεῖνο κεῖν΄ ἆμαρ διαίτασεν { αυτά εκείνη η μέρα φανέρωσε }
    • 3. διευθύνω, κυβερνώ
    • ΠΙΝΔ Ολ 9.66 πόλιν δ΄ ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν { όρισε να κυβερνήσει τον λαό και την πόλη }
    • Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ ακολουθώ έναν ορισμένο τρόπο ζωής, διαβιώ, ζω, περνώ τον καιρό μου
    • ΘΟΥΚ 1.6.6 τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν ὁμοιότροπα τῷ νῦν βαρβαρικῷ διαιτώμενον
    • ΑΝΔΟΚ 4.32 ὑμεῖς νομίζετε...τοὺς ἀκριβῶς διαιτωμένους φιλοχρημάτους εἶναι { εσείς θεωρείτε ότι αυτοί που ζουν με αυστηρότητα είναι φιλοχρήματοι }
    • ΘΟΥΚ 2.39. 1 ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν { και εμείς, ζώντας με πιο χαλαρό και πολύπλευρο τρόπο, δεν ριχνόμαστε για τούτο λιγότερο στους κινδύνους του πολέμου όπου βγαίνουμε ίσοι }
    • ζω σε έναν τόπο
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 769 καὶ τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ { το να ζω στην πατρίδα μού ήταν ευχάριστο }
    • ΘΟΥΚ 2.14.2 διὰ τὸ αἰεὶ εἰωθέναι τοὺς πολλοὺς ἐν τοῖς ἀγροῖς διαιτᾶσθαι
    • ΛΥΣ 32.8 τὸν μὲν πρῶτον ἐνιαυτὸν ἐν Πειραιεῖ διῃτῶντο
    • φρ. διαιτῶμαι νόμιμα ἐς θεούς=ζω σεβόμενος / τιμώντας τους θεούς
    • ΘΟΥΚ 7.77.2 καίτοι πολλὰ μὲν ἐς θεοὺς νόμιμα δεδιῄτημαι { παρόλο που πέρασα τη ζωή μου τιμώντας τους θεούς με όλες τις συνηθισμένες τελετές }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΑΙΤΑ >
    • Από: διαιτ- + -άω
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ2
    • διαιτάω -ῶ, διῄτων, διαιτήσω, διῄτησα, δεδιῄτηκα, ἐδεδιῃτήκειν
    • παθ. αόρ. διῃτήθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: διαίτημα 'τρόπος ζωής ή διατροφής', διαίτησις, διαιτητήριον 'τα προς κατοίκηση δωμάτια του σπιτιού', διαιτητής 'αυτός που κρίνει ή λύνει διαφορές', συνδιαιτητής
      • ρήματα: ἀποδιαιτάω 'αθωώνω κάποιον ως διαιτητής', ἐκδιαιτάομαι 'μεταβάλλω τις συνήθειες της ζωής μου', ἐνδιαιτάομαι 'κατοικώ σε έναν τόπο', καταδιαιτάω 'εκφέρω ως διαιτητής κρίση εναντίον κάποιου', συνδιαιτάομαι 'συγκατοικώ'
      • επίθετα: διαιτηματώδης 'αυτός που θεραπεύεται με δίαιτα', διαιτητικός, διαιτήσιμος 'αυτός που ανήκει στο διαιτητή ή στη διαιτησία', ἁβροδίαιτος 'αυτός που έχει πολυτελή και πολυδάπανη ζωή', εὐδίαιτος 'αυτός που ζει με εγκράτεια', ἰσοδίαιτος 'αυτός που έχει όμοιο τρόπο ζωής με κάποιον άλλον'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: διαιτοχορηγία 'σίτιση', διαίτωμα, διαιτάριος, διαιτάρχης 'ο οικονόμος', ἁβροδίαιτα, ἐκδιαίτησις 'η μεταβολή των συνηθειών', ἐνδιαίτημα, ἐνδιαίτησις, ὁμοδίαιτα, προδιαίτησις, συνδιαίτημα, συνδιαίτησις
      • ρήματα: ἁβροδιαιτάομαι, προδιαιτάω 'ετοιμάζω με δίαιτα', παραδιαιτάομαι 'τρέφομαι με κάποιον άλλον, κατοικώ κοντά'
      • επίθετα: ἀγροδίαιτος 'αυτός που ζει στους αγρούς', δυσδιαίτητος 'αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κάποιος', εὐδιαίτητος 'αυτός για τον οποίο είναι εύκολο να εκφέρει κανείς γνώμη', ὀλιγοδίαιτος, ὁμοδίαιτος 'αυτός που ζει μαζί με άλλους', σκληροδίαιτος, συνδίαιτος
      • επιρρήματα: ἁβροδιαίτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • διαιτησία, διαιτολόγιον, διαιτολόγοι, συνδιαιτητικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ