Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- δηλόω
- ρήμα
- δηλῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. δείχνω, παρουσιάζω, φανερώνω, αποκαλύπτω |με αιτ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με αιτ. και κτγ. |με κτγ. μτχ. |με ὅτι ή ὡς |απρόσ. με ὄτι ή ὡς |ειδοποιώ, αναγγέλλω 2. αποδεικνύω |με εμπρόθετο προσδιορισμό |υποδεικνύω |φρ. δηλοῖ δέ=αποδεικνύει, φανερώνει |επιστήμη |απόλ. 3. διασαφηνίζω, επεξηγώ, αναπτύσσω τις απόψεις μου, διηγούμαι |με εμπρόθετο προσδιορισμό Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
- 1. δείχνω, παρουσιάζω, φανερώνω, αποκαλύπτω
- με αιτ.
- ΘΟΥΚ 6.47.1 δηλώσαντας δὲ τὴν ἐς τοὺς φίλους καὶ ξυμμάχους προθυμίαν
- ΣΟΦ ΟιδΤ 76 ὅταν δ΄ ἵκηται͵ τηνικαῦτ΄ ἐγὼ κακὸς μὴ δρῶν ἂν εἴην πάνθ΄ ὅσ΄ ἂν δηλοῖ θεός
- με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.
- ΣΟΦ Φιλ 616 εὐθέως ὑπέσχετο τὸν ἄνδρ΄ Ἀχαιοῖς τόνδε δηλώσειν ἄγων
- ΑΙΣΧ Περ 519 ὡς κάρτα μοι σαφῶς ἐδήλωσας κακά
- με αιτ. και κτγ.
- ΣΟΦ ΟιδΚ 783 σε δηλώσω κακὸν
- με κτγ. μτχ.
- ΣΟΦ Αντ 242 δηλοῖς δ΄ ὥς τι σημαίνων νέον
- ΗΡ 4.42 Λιβύη μὲν γὰρ δηλοῖ αὐτὴ ἐοῦσα περίρρυτος
- με ὅτι ή ὡς
- ΘΟΥΚ 4.68.6 ἐδήλουν δὲ οὐδὲν ὅτι ἴσασι τὰ πρασσόμενα { δεν άφησαν να φανεί ότι ήξεραν τίποτε για την συνωμοσία }
- απρόσ. με ὄτι ή ὡς
- ΗΡ 2.117 { οι στίχοι αυτοί, και μάλιστα οι τελευταίοι, φανερώνουν ότι τα Κύπρια έπη δεν είναι του Ομήρου αλλά κάποιου άλλου }
- ΗΡ 9.68 δηλοῖ τέ μοι ὅτι πάντα τὰ πρήγματα τῶν βαρβάρων ἤρτητο ἐκ Περσέων { για μένα είναι φανερό ότι η δύναμη των βαρβάρων εξαρτάται ολοκληρωτικά από τους Πέρσες }
- ΠΛ Πολιτ 497c τότε δηλώσει ὅτι τοῦτο μὲν τῷ ὄντι θεῖον ἦν { τότε θα το δείξει ολοφάνερα πως ήταν κάτι τι πραγματικά θεϊκό αυτό }
- ειδοποιώ, αναγγέλλω
- ΣΟΦ Ηλ 1106 ἴθ΄͵ ὦ γύναι͵ δήλωσον εἰσελθοῦσ΄ ὅτι Φωκῆς ματεύουσ΄ ἄνδρες Αἴγισθόν τινες { πήγαινε λοιπόν μέσα εσύ, γυναίκα, και πες τους πως δυο ξένοι απ΄ τη Φωκίδα τον Αίγισθο ζητούν }
- 2. αποδεικνύω
- ΑΝΤΙΦ 2.4 ἔργῳ δηλώσω οὐ παραγενόμενος { θα αποδείξω έμπρακτα ότι δεν ήμουν παρών }
- ΘΟΥΚ 1.21.2 δηλώσει ὅμως μείζων (ενν.ὁ πόλεμος οὖτος) γεγενημένος αὐτῶν
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΣΟΦ Τραχ 369 ἔδοξεν οὖν μοι πρὸς σὲ δηλῶσαι τὸ πᾶν, δέσποινα
- ΘΟΥΚ 1.90.2 τὸ μὲν βουλόμενον καὶ ὕποπτον τῆς γνώμης οὐ δηλοῦντες ἐς τοὺς Ἀθηναίους
- υποδεικνύω
- ΘΟΥΚ 1.72.1 δηλῶσαι δὲ περὶ τοῦ παντὸς ὡς οὐ ταχέως αὐτοῖς βουλευτέον εἴη { να υποδείξουν (στους Σπαρτιάτες), γενικά, ότι δεν έπρεπε να πάρουν αμέσως την απόφαση για το όλο ζήτημα }
- φρ. δηλοῖ δέ=αποδεικνύει, φανερώνει
- επιστήμη
- ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 652a ὁ δὲ μυελὸς θερμὸς τὴν φύσιν· δηλοῖ δ΄ ἡ λιπαρότης αὐτοῦ καὶ τὸ πῖον
- απόλ.
- ΑΡΙΣΤ Χρωμ 799a δηλοῖ δέ· πάντα γὰρ αὐτὰ γίνεται ξανθὰ καὶ περὶ τὸν τράχηλον͵ καὶ ὅλως ὅσα σπανίζει τροφῆς τῆς ἐν αὐτοῖς ὑπολειπούσης
- 3. διασαφηνίζω, επεξηγώ, αναπτύσσω τις απόψεις μου, διηγούμαι
- ΘΟΥΚ 2.62.1 δηλώσω δὲ καὶ τόδε
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΛΥΣ 10.7 ἀλλὰ περὶ ἑνὸς εἰπὼν περὶ πάντων ἐδήλωσεν
- ΙΣΟΚΡ 11.9 πειράσομαί σοι διὰ βραχέων δηλῶσαι περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.15 ἴνα δὲ σαφέστερον δηλωθῇ πᾶσα ἡ Περσῶν πολιτεία͵ μικρὸν ἐπάνειμι
- ΑΡΙΣΤ Φυσιογν 806a ὁποῖα δὲ ταῦτά ἐστιν͵ ὕστερον δηλωθήσεται
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΔΗΛΟΣ >
- Από: δηλ- + -όω.
- Η λ. δῆλος προέρχεται από το ομηρ. επίθ. δέελος (και *δεαλος), που παράγεται από το δέατο (=καίω, λάμπω).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ4
- δηλῶ, ἐδήλουν, δηλώσω, ἐδήλωσα, δεδήλωκα, ἐδεδηλώκειν
- δηλοῦμαι, ἐδηλούμην, δηλώσομαι, ἐδηλωσάμην
- παθ. μέλλ. δηλωθήσομαι, παθ. αόρ. ἐδηλώθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δήλωσις 'φανέρωση, υπόδειξη, εξήγηση', δήλωμα 'τρόπος, μέσο να δηλωθεί κάτι', ἀδηλότης
- ρήματα: δηλόω, ἀδηλέω 'βρίσκομαι σε αβεβαιότητα', ἀδηλόω 'κάνω κάποιον αόρατο, διαγράφω', ἀποδηλόω 'φανερώνω', διαδηλόω 'φανερώνω εντελώς'
- επίθετα: δῆλος, δέελος 'ορατός', ἄδηλος, ἀίδηλος 'αόρατος', διάδηλος 'εντελώς ευδιάκριτος', ἔκδηλος, ἔνδηλος 'φανερός, κατάδηλος', ἐπίδηλος 'ολοφάνερος', εὔδηλος 'ολοφάνερος', κατάδηλος, πρόδηλος, σύνδηλος, εὔδειλος 'καλά ορατός, φωτισμένος', εὐδείελος 'φανερός, ορατός από μακριά', δηλωτός, δηλωτικός
- επιρρήματα: ἀδήλως, ἀιδήλως 'αόρατα', προδήλως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. ζάδηλος 'διάδηλος, διαφανής'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ρήματα: καταδηλόω, παραδηλόω 'φανερώνω πλαγίως, υπαινίσσομαι', προδηλόω, ὑποδηλόω 'δείχνω έμμεσα ή συγκαλυμμένα, υπαινίσσομαι'
- επιρρήματα: δήλως, διαδήλως, ἐκδήλως, ἐνδήλως, ἐπιδήλως, εὐδήλως, καταδήλως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δηλ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- δηλοποίησις, δηλοποιητικόν, δηλωτικώς, δηλωτός, δηλώτρια, αδήλωτος, διαδήλωσις, διαδηλωταί, διαδηλωτάρχης, διαδηλωτκός, εκδήλωσις, εκδηλωτικός, καταδήλωσις
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ήπ. Τήνος δηλιαίνω, Ήπ. δέλνω, Ήπ. το δηλωτικό 'κατάστιχο, μητρώο'
- Το ιερό νησί των αρχαίων Ελλήνων, η Δήλος, ονομάστηκε έτσι γιατί φανερώθηκε ξαφνικά από τη θάλασσα για να βρει καταφύγιο και να γεννήσει η κυνηγημένη Λητώ.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ