Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δέχομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι κτ. από κπ. |για πράγματα |δέχομαι κτ. ως ανταμοιβή, ως ανταπόδοση |επιλέγω, προτιμώ, προτιμώ να... |συγκεντρώνω, συλλέγω 2. υποδέχομαι κπ., φιλοξενώ, επιτρέπω |για πρόσωπα |δέχομαι επίθεση, αποκρούω επίθεση, αμύνομαι 3. αποδέχομαι κτ. με ευχαρίστηση, συμφωνώ, επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας |ακούω με προσοχή |θεωρώ κπ. ως... |με κτγ. Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ
    • 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι κτ. από κπ.
    • για πράγματα
    • ΘΟΥΚ 1.96.2 οἵ ἐδέχοντο τὸν φόρον
    • ΞΕΝ Απολ 16.3 ὅς παρ' οὐδενὸς οὔτε δῶρα οὔτε μισθὸν δέχομαι
    • ΠΛ Λαχ 187d διδόντες τε καὶ δεχόμενοι λόγον παρ' ἀλλήλων
    • δέχομαι κτ. ως ανταμοιβή, ως ανταπόδοση
    • ΠΛ Πολ 416e ταξαμένους παρά τῶν ἄλλων πολιτῶν δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς
    • επιλέγω, προτιμώ, προτιμώ να...
    • ΠΛ Γοργ 475d δέξαιο ἂν οὖν σὺ μᾶλλον τὸ κάκιον καὶ τὸ αἴσχιον ἀντὶ τοῦ ἧττον;
    • ΛΥΣ 10.21 ἐγὼ γοῦν δεξαίμην ἄν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι
    • ΠΛ Γοργ 475e οὔτ΄ ἂν ἐγὼ οὔτ΄ ἂν σὺ οὔτ΄ ἄλλος οὐδεὶς ἀνθρώπων δέξαιτ΄ ἂν μᾶλλον ἀδικεῖν ἢ ἀδικεῖσθαι
    • συγκεντρώνω, συλλέγω
    • ΣΟΦ απ 534.3 χαλκέοισι κάδοις δέχεται
    • 2. υποδέχομαι κπ., φιλοξενώ, επιτρέπω
    • για πρόσωπα
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 4 τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ΄ ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.5.6 οὐ γὰρ παρεῖχον ἀγοράν͵ οὐδ΄ εἰς τὸ τεῖχος τοὺς ἀσθενοῦντας ἐδέχοντο
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 818 ᾧ μὴ ξένων ἔξεστι μηδ΄ ἀστῶν τινα δόμοις δέχεσθαι
    • ΕΥΡ Μηδ 713 δέξαι δὲ χώραι καὶ δόμοις ἐφέστιον
    • δέχομαι επίθεση, αποκρούω επίθεση, αμύνομαι
    • ΘΟΥΚ 4.126.6 τοῖς μὲν τὴν πρώτην ἔφοδον δεξαμένοις
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 4.3.31 οἱ δὲ Ἕλληνες παιανίσαντες ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ΄ αὐτούς·οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο
    • ΘΟΥΚ 7.77.4 οὐδεμία (πόλις) ὑμᾶς τῶν ἐν Σικελίᾳ οὔτ΄ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως { καμιά (πόλη) στη Σικελία δεν θα μπορούσε εύκολα να αμυνθεί αν επιτεθείτε }
    • 3. αποδέχομαι κτ. με ευχαρίστηση, συμφωνώ, επιδοκιμάζω ως αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας
    • ΣΟΦ Τραχ 628 ἀλλ΄ οἶσθα μὲν δὴ καὶ τὰ τῆς ξένης ὁρῶν προσδέγματ΄͵ αὐτὴν ὡς ἐδεξάμην φίλως
    • ΘΟΥΚ 1.37.2 φασὶ δὲ ξυμμαχίαν διὰ τὸ σῶφρον οὐδενός πω δέξασθαι
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.8.17 ὁ δὲ Κῦρος ἀκούσας͵ Ἀλλὰ δέχομαί τε͵ ἔφη͵ καὶ τοῦτο ἔστω
    • ΘΟΥΚ 1.95.2 οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἐδέξαντό τε τοὺς λόγους καὶ προσεῖχον τὴν γνώμην
    • ακούω με προσοχή
    • ΘΟΥΚ 1.20.1 οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων...ὁμοίως ἀβασανίστως παρ΄ ἀλλήλων δέχονται
    • θεωρώ κπ. ως...
    • με κτγ.
    • ΘΟΥΚ 1.43.3 καὶ Κερκυραίους τούσδε μήτε ξυμμάχους δέχεσθε βίᾳ ἡμῶν
    • Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ διαδέχομαι
    • ΟΜ Ιλ 19.290 ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΕΧΟΜΑΙ >
    • Από την ιε. ρίζα *dek-. Πβ. λατ. decet=ταιριάζει, αρμόζει.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • δέχομαι, ἐδεχόμην, δέξομαι, ἐδεξάμην, δέδεγμαι, (μτγν. ἐδεδέγμην)
    • παθ. μέλλ. δεχθήσομαι, παθ. αόρ. ἐδέχθην
    • ποιητ. μέλλ. δεδέξομαι, αόρ. δεξάμην, αόρ. β' ἐδέγμην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀποδεκτήρ 'αποδέκτης', δέκτωρ 'αυτός που υποδέχεται', δέκτρια 'αυτή που υποδέχεται', διαδέκτωρ 'διάδοχος, κληρονόμος' , ἐκδέκτωρ 'αποδέκτης', ἀποδέκτης, ὑποδεξίη 'τρόποι, μέσα υποδοχής', δεξαμενή, δέξις, ἔκδεξις, ὑπόδεξις, ἀκοντοδόκος 'θήκη για ακόντια', ἰοδόκος 'θήκη για βέλη, φαρέτρα', μηλοδόκος 'αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία', ἱκεταδόκος 'αυτός που δέχεται ικέτες', μυστοδόκος 'αυτός που δέχεται μύστες', ξενοδόκος, ξενοδοχία, δωροδόκος, δωροδόκημα, δωροδοκία, πανδόκος 'αυτός που δέχεται τους πάντες, φιλόξενος', πανδοκεύς 'ξενοδόχος', πανδοκεῖον, πανδοκεία 'το επάγγελμα του πανδοχέα', πανδόκευσις 'πανδοκεία' , δοκός 'που δέχεται το βάρος της κατασκευής, δοκάρι', ἡ δοκίς, δοκίον, δουροδόκη 'θήκη για δόρατα', ἱστοδόκη, καπνοδόκη, δοχεύς 'αποδέκτης', δοχμή (δόχμη) 'διάστημα που χωρά σε μια παλάμη', δοχή 'δοχείο', ἀναδοχή, ἀποδοχή, διαδοχή, εἰσδοχή, ἐκδοχή, ἐπιδοχή, καταδοχή 'αποδοχή, παραδοχή, παραλαβή', παραδοχή, ὑποδοχή
      • ρήματα: δέχομαι, ἀναδέχομαι 'παίρνω πάνω, σηκώνω, αναλαμβάνω', ἀποδέχομαι, διαδέχομαι, εἰσδέχομαι, ἐκδέχομαι 'παίρνω ή δέχομαι από άλλον', ἐνδέχομαι 'παίρνω πάνω μου, αναλαμβάνω', ἐπιδέχομαι, καταδέχομαι, παραδέχομαι, προσδέχομαι, ὑποδέχομαι, ξενοδοκέω, δωροδοκέω, πανδοκεύω 'φιλοξενώ ως οικοδεσπότης ή ξενοδόχος', πανδοκεύομαι
      • επίθετα: δεκτικός, ὑποδέξιος 'ικανός να υποδεχτεί, κατάλληλος', κυμοδέγμων 'αυτός που δέχεται τα κύματα', πολυδέκτης 'αυτός που δέχεται πολλούς, επωνυμία του Άδη', πολυδέγμων 'επωνυμία του Άδη', νεκροδέγμων, θυοδόκος 'αυτός που δέχεται θυμίαμα, ευωδιαστός'
      • επιρρήματα: ἐνδεχομένως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐπιδέκτωρ, οἰκοδέκτωρ, σιταποδέκτης, πανδέκται 'εγκυκλοπαιδικό λεξικό, κώδικας του Ιουστινιανού', ἀπόδεξις, πρόσδεξις, ξενοδοχεῖον, δοχός 'αυτός που υποδέχεται, περιέχει', δοχεύς, δοχεῖον, πανδοχεύς, πανδοχεῖον, ἀποδοχεύς, ἀποδοχεῖον, ἐκδοχεύς, ἐκδοχεῖον, ὑποδοχεύς 'αυτός που υποδέχεται, οικοδεσπότης', ὑποδοχεῖον 'αυτό που δέχεται, δεξαμενή'
      • επίθετα: δεκτός, ἄδεκτος, ἀδιάδεκτος, ἀκατάδεκτος, ἀνεπίδεκτος, ἀξιόδεκτος, ἀπαράδεκτος, ἀπόδεκτος (ἀποδεκτός), ἀπρόσδεκτος, δυσεπίδεκτος, ἐπίδεκτος, εὐπρόσδεκτος, θεόδεκτος, πάνδεκτος, παράδεκτος (παραδεκτός), πρόσδεκτος (προσδεκτός), ὑπόδεκτος, θεοδέγμων, οἰκοδέγμων
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δεκτικότης, δεκτικώς, αποδεκτήριον, διαδοχικός, διαδοχικότης, διαδοχικώς, υποδεκτικός, υποδεκτικώς, υποδεκτός, ξενοδοχειακός, ξενοδοχολογώ, δωροδόχος, εισδέξιμος, επιδεκτικότης, δοχείδιον, πανδοχικός, παραδεκτέος, παραδεκτήριον, παραδεκτός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Καππ. Πόντ. ο δεξάμενος 'νονός', Κυπρ. η δεξαμένη 'νονά, δεξαμενή', Ήπ. το δεξιμιό 'υποδοχή', Πόντ. δόκιν, δοκ᾽ , Καππ. δότσι, dοκ᾽ 'δοκάρι, καδρόνι', Χίος Κρ. μεσοδόκι, Σαμοθ. μ᾽σουδόκ᾽ 'δοκάρι, καδρόνι', Καππ. ανdόκωση 'στέγαση με δοκάρια', Χίος Κρ. Πελοπ. αλευροδόχη 'δοχείο για αλεύρι', Ίμβρ. Μακεδ. Στερ.Ελλ. αλιβρουδόχ᾽ 'δοχείο για αλεύρι' , Χίος Κύπ. εγδέχομαι, Χίος Κρ. ᾽γδέχομαι, Κύπ. αγδέχομαι 'περιμένω', Ήπ. παντέκτης 'αγγείο από ορείχαλκο που χρησιμοποιεί ο χρυσοχόος για καλούπι στην κατασκευή των μοντέλων του', Κέρκ. προσδέχτης 'κανάλι νερού στο οποίο εκβάλλουν μικρότερα'